Αυτός που δεν έχει δουλέψει σχεδόν ποτέ ή ποτέ, αυτός που είναι «μαλακός» χωρίς αντοχή, αυτός που τα βρήκε όλα έτοιμα, που δεν χρειάστηκε να κάνει τίποτα στη ζωή του.

-Να πάρουμε και το Σάκη να βοηθήσει αύριο;
-Τι να μας κάνει αυτός ο αΐδρωτος, μόνο πρόβλημα θα φέρει.

-Πρέπει να το κάνετε έτσι όπως σας είπα.
-Μη μιλάς εσύ ρε αΐδρωτε! Τουμπέκα!

-Θέλω κάποιον για παρέα να πάω Θεσσαλονίκη.
-Πέρνα απ' το καφενείο, όλο και κανέναν αΐδρωτο θα βρείς...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το αντίθετο του αΐδρωτος.

Αυτός που δεν ιδρώνει με τίποτα. Ο σκληραγωγημένος. Ο «ψημένος» στη ζωή. Ο «δεν καταλαβαίνω τίποτα».

Δεν χωράει το μηχάνημα εδώ μέσα να σκάψουμε το χαντάκι.
Δεν πειράζει. Βάλε το Στάθη και το Παναγιώτη να το σκάψουν αυτοί οι ανίδρωτοι σε τρείς ώρες θα το τελειώσουν.

Τι βάσανα και καταστροφές έχουν βρεί την Μαρία !
Μην ανησυχείς, αυτή είναι ανίδρωτη δεν χαμπαριάζει...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αρχή φράσης που υποδηλώνει:

... πως δεν με νοιάζει για κάτι η για κάποιους.
... αδιαφορία.
... πλήρη σταρχιδισμό.

Απάντηση σε δηλώσεις τύπου: «πρόσεχε εκείνο /-ον»...

  1. - Τώρα που θα πας στην Ταϊλάνδη να φυλάγεσαι από τις τροπικές αρρώστιες.
    - Γάμησα εγώ αρρώστιες...

  2. - Μην κάνεις φασαρία ρε Χρήστο, θα μας πλακώσουν οι πρησμένοι.
    - Γάμησα εγώ πρησμένους...

  3. (μέσα στο αυτοκίνητο...)
    - Πρόσεξε αυτόν από δεξιά !
    - Γάμησα εγώ τους από δεξιά ... !

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αναφορά σε κάποιον /-α που:

  1. Αντέχει σε αντίξοες συνθήκες, σε πολύ δύσκολες καταστάσεις, σε μπερδεμένες πολυάνθρωπες σχέσεις κ.α.

  2. Τα βγάζει πέρα παντού, είναι πολυμήχανος, ανθεκτικός, αφασίας η διπλωμάτης, ανάλογα την περίπτωση...

  1. - Έβαλαν τον Κο Καταφερτζόπουλο στην 'ηλεκτρική' καρέκλα του υπουργού οικονομικών... Τον βλέπω να παίρνει τον μπούλο κι αυτός..
    - Ααα..., μην το λες... έχει στομάχι αυτός...

  2. Για να τα βγάλεις πέρα σ' αυτή την οικογένεια, χρειάζεται στομάχι.

  3. Αυτός κριτίκαρε την κυβέρνηση επί χούντας! Έχει στομάχι ο τύπος!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαρακτηρισμός του καλύτερου, του ανώτερου, του πρώτου, του πρώτου με διαφορά, του ανεπανάληπτου, του κορυφαίου, κλπ.

- Η Φερράρι μάγκα μου, είναι κορυφή.

- Δικέ μου τι ήταν αυτό που έγραψες! Είσαι κορυφή!

- Απ' όλα τα μουνάκια της γειτονιάς μας, η Ρούλα είναι κορυφή...

- Τι φάγαμε στην ταβέρνα ο Αγλέουρας χθες ρε Μάκη... Όλα κορυφή σου λέω...

- Η θέα από τη δασική θέση «γκρεμοτσακισμένο κατσίκι» είναι κορυφή!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέσι είναι κυριολεκτικά το ψοφίμι. Μεταφορικά λέμε την πολύ βρώμα, ή τον άνθρωπο που βρωμάει, που δεν πλένεται. Ο βρωμιάρης.

-Εκεί στη στροφή έχει μιά βρώμα! Σκέτο λέσι!

-Πήρα στο αμάξι τον Γιώργο, ναι εκείνο το λέσι. Μετά το πήγα στο πλυντήριο να φύγει η βρώμα!

-Τα 'φτιαξες με το Δημήτρη! Αυτός είναι λέσι! Πως τον αντέχεις;!

-Φύγε από δω βρε λέσι! Από πότε έχεις να πλυθείς!

Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης, Δημητσάνα. (από patsis, 28/12/14)Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης, Δημητσάνα. Λεπτομέρεια της προηγούμενης φωτογραφίας. (από patsis, 28/12/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που είναι ήσυχος και δεν αντιδρά ποτέ και που συνήθως τον κάνουν ό,τι θέλουν.

Ο κατευθυνόμενος, ο πολύ ήσυχος μέχρι βλακείας...

Πολλά χρόνια λέμε τη λέξη, αλλά μόνο όταν άρχισα να ασχολούμαι με ίντερνετ και υπολογιστές κατάλαβα από πού βγαίνει. Από τον ορισμό των κομπιουτεράκηδων λογκόφ, που σημαίνει απενεργοποιημένο...

  1. - Τα νέα οικονομικά μέτρα μας έχουν ξεσκίσει...
    - Καλά να πάθετε, αφού είστε λογκόφ και δεν ξεσηκωνόσαστε !

  2. - Θέλω να σκάψω έναν βόθρο στο εξοχικό, αλλά δεν μπαίνει μηχάνημα και δεν ξέρω τι να κάνω...
    - Πάρε δυο λογκόφια να το σκάψουν.

  3. - Χθες κουνήθηκα με την γκόμενα του Τάκη και τώρα φοβάμαι να τον συναντήσω...
    - Μην φοβάσαι καθόλου, ο τύπος είναι λογκόφ.

(από Πούτσαρς, 22/03/10)Άλλος τύπος λογκόφ... (από Πούτσαρς, 22/03/10)

βλ. και λογκάρω

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι το «μας τα 'πρηξες» σε άλλη μορφή, πιό σοφιστικέ...

Το λέμε όταν μας τα πρήζουν κατά συρροήν και κατ' εξακολούθηση.

Δηλ. το πρήξιμο παρατεταμένο...

  1. Πω πωωω!... Αυτός ο Άγγελος μας τα 'κανε μυθιστόρημα! Τρεις ώρες δεν σταμάτησε!

  2. Δεν αντέχω και απόψε τα ίδια Σούζι... Μου τα 'κανες μυθιστόρημα! Φτάνει πια!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτό που είναι εμφανέστατο, το πολύ φανερό, που «κραυγάζει» από μακριά, που δεν περνά απαρατήρητο, που θα το δεις θες δε θες.

-Α πόψε κάνεις μπαμ! (λαϊκό τραγούδι)

- Θα φορέσω το κόκκινο φόρεμα που κάνει μπαμ!

- Δεν είδες την ταμπέλα; Μπαμ κάνει από μακριά!

- Ο τύπος κάνει μπαμ πως είναι ηλίθιος...

Βλ. και κάνω μπαμ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο χοντρός στην κυριολεξία, αλλά έτσι λέμε τον σωματώδη βλάκα.

Βλ. και Κ.Δ.Ο.Α..

- Έρχεται ο μπουρντούχας...
- Ωχ... πλάκωσαν τα Κ.Δ.Ο.Α. ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία