Ένα καθαρότατο άι γαμήσου στα όρια του συγκαλυμμένου.

Το χρησιμοποιούμε για να πούμε σε κάποιον να σταματήσει αυτό που λέει η κάνει χωρίς να του πούμε το καθ'εαυτού «άι γαμήσου».

Σε ερώτηση του αφελούς τι εννοούμε με το πάρ' το και κοιμήσου απαντάμε: το χάπι σου για τον ύπνο.

  1. Ρε Ευγενία, άντε πάρτο και κοιμήσου να ησυχάσουμε. Μας τα 'κανες μυθιστόρημα.

  2. Τάκη! Φτάνει τόσο από 'κει, πάρτο και κοιμήσου! Μέχρι πού θα φτάσεις;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκ του «πατάω τη μπανανόφλουδα», δηλαδή έχω πρόβλημα, μου έρχεται αναποδιά, ρισκάρω και χάνω, ατυχώ, πέφτω έξω, κ.ά.

  1. Άσε ρε, αγόρασα αυτό το αμάξι και την πάτησα. Σαράβαλο είναι…

  2. Την έχω πατήσει άσχημα μαζί σου ρε Σούλα!

"κι όταν στα χέρια μου σε κράτησα, εκεί την πάτησα και είπες όχι" στο 2.30 (από Khan, 31/12/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το αντίθετο του αΐδρωτος.

Αυτός που δεν ιδρώνει με τίποτα. Ο σκληραγωγημένος. Ο «ψημένος» στη ζωή. Ο «δεν καταλαβαίνω τίποτα».

Δεν χωράει το μηχάνημα εδώ μέσα να σκάψουμε το χαντάκι.
Δεν πειράζει. Βάλε το Στάθη και το Παναγιώτη να το σκάψουν αυτοί οι ανίδρωτοι σε τρείς ώρες θα το τελειώσουν.

Τι βάσανα και καταστροφές έχουν βρεί την Μαρία !
Μην ανησυχείς, αυτή είναι ανίδρωτη δεν χαμπαριάζει...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μπρουσούκ(ι), ή μπουρσούκ(ι). Κυριολεκτικά ο ασβός.

Λέμε έτσι τον πονηρό που προσπαθεί να κινηθεί υπογείως για κακό. Αυτόν που προσπαθεί να κάνει κάτι, συνήθως εις βάρος σου, χωρίς να τον πάρεις χαμπάρι. Αυτόν που δεν μπορεί ή δεν θέλει να σε αντιμετωπίσει ευθέως και συνωμοτεί πίσω από την πλάτη σου...

Εγώ σου χτύπησα το αμάξι σου!;;;
Πιό μπρουσούκ(ι) στο είπε αυτό;

Αυτό το μπρουσούκι που μένει από πάνω παίρνει τηλέφωνο την αστυνομία. Το ξέρω!

Πάλι εσύ ρε μπρουσούκ(ι) είπες ότι εγώ πέταξα τα σκουπίδια εκεί;
Δεν θα σε πιάσω; Πού θα μου πας...

Λένε οι παλιοί μια ιστορία στον τόπο μου (δεν γνωρίζω το βαθμό εγκυρότητας) ότι, κάποτε ο παππούς Καραμανλής αποκάλεσε τη Βασίλισσα Φρειδερίκη μπρουσούκ και δεν μπορούσαν να καταλάβουν για μέρες τι της είπε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέσι είναι κυριολεκτικά το ψοφίμι. Μεταφορικά λέμε την πολύ βρώμα, ή τον άνθρωπο που βρωμάει, που δεν πλένεται. Ο βρωμιάρης.

-Εκεί στη στροφή έχει μιά βρώμα! Σκέτο λέσι!

-Πήρα στο αμάξι τον Γιώργο, ναι εκείνο το λέσι. Μετά το πήγα στο πλυντήριο να φύγει η βρώμα!

-Τα 'φτιαξες με το Δημήτρη! Αυτός είναι λέσι! Πως τον αντέχεις;!

-Φύγε από δω βρε λέσι! Από πότε έχεις να πλυθείς!

Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης, Δημητσάνα. (από patsis, 28/12/14)Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης, Δημητσάνα. Λεπτομέρεια της προηγούμενης φωτογραφίας. (από patsis, 28/12/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που δεν έχει δουλέψει σχεδόν ποτέ ή ποτέ, αυτός που είναι «μαλακός» χωρίς αντοχή, αυτός που τα βρήκε όλα έτοιμα, που δεν χρειάστηκε να κάνει τίποτα στη ζωή του.

-Να πάρουμε και το Σάκη να βοηθήσει αύριο;
-Τι να μας κάνει αυτός ο αΐδρωτος, μόνο πρόβλημα θα φέρει.

-Πρέπει να το κάνετε έτσι όπως σας είπα.
-Μη μιλάς εσύ ρε αΐδρωτε! Τουμπέκα!

-Θέλω κάποιον για παρέα να πάω Θεσσαλονίκη.
-Πέρνα απ' το καφενείο, όλο και κανέναν αΐδρωτο θα βρείς...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι συνώνυμο του Φούφουτος, που σημαίνει κανένας, κάτι που δεν υπάρχει.

-Πήγες στη συγκέντρωση; Είχε κόσμο;
-Πήγα, αλλά ήταν ο πούτσαρς εκεί.
(Δηλαδή κανένας, δεν είχε κόσμο)

-Ποιος θα έρθει μαζί μου να καθαρίσουμε τον κήπο αύριο;
-Κυριακάτικα με τέτοια ζέστη θα 'ρθεί ο πούτσαρς.

-Ποιος μπήκε στο γκαράζ και πείραξε τα εργαλεία;
-Ο πούτσαρς! Ποιος να τα πειράξει ρε φίλε, είσαι καλά;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία