Άνθρωπος πολύ χοντρός, τεμπέλης και λιγδιάρης με στητό κορμί (λόγω του ότι δεν μπορεί να σκύψει από την παχιά κοιλιά του που μοιάζει με μπαλότσα), που, ενώ έχει μερικώς φαλάκρα, έχει αφήσει μακριά τα λίγα μαλλιά που του έχουν απομείνει κάνοντάς τα χωρίστρα.

Πώς απλώθηκες έτσι στον καναπέ, σαν μπαλότσαρδος!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η σαγιονάρα που χωρίζει τα δάχτυλα σε 4 και 1, διχαλωτά.

Μου έσκασε ο Νικολάκης στην καφετέρια με 4-1 δίχαλο! Ρεζίλι έγινα!

Βλέπε και διχάλα 1-4.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το ξεστομίζουμε επίσης στα πλαίσια μιας λεκτικής αντιπαράθεσης, με μια ευτραφή γυναίκα, σαν τη τελευταία μας λέξη πριν τη λήξη και την υποχώρησή μας από το πεδίο μάχης.

Ίσα μωρή σαλούφα που μου θες και άντρα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαρακτηρισμός ανίδεου, άσχετου, γελοίου και ηλίθιου ανθρώπου που, με τα λεγόμενα και τα καμώματά του, προκαλεί ακατάσχετη τραγελαφική νιρβάνα στον περίγυρό του.

Συνώνυμα: κουφέτο, νούμερο.

Μαντουλάτοοοοοοο.....

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκτοξευόμενα κομμάτια πηχτού σπέρματος, κοινώς χοντράδια, με συνήθης προορισμό στα μούτρα ανυποψίαστου και ανυπεράσπιστου θηλυκού.

Σκάσε και ρούφα τα ματσαφλόκια μωρή!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι τα σαγόνια, τσαούλια ή μασέλες. Το λέμε σε κάποιον που βρίσκεται δίπλα μας, όταν θέλουμε να του δείξουμε τον θυμό μας γιατί μας παρενοχλεί την ώρα που εκτελούμε μια σημαντική εργασία που χρειάζεται συγκέντρωση. Συνήθως υψώνουμε απειλητικά το χέρι στο ύψος του προσώπου, από την ανάποδη πλευρά της παλάμης (κόκαλα).

Θα σου ρίξω μια μες τα καπάνια με τα κόκαλα και θα στα σπάσω!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία