Νέος ορισμός για την εξαιρετικά σέξι κοπέλα, ιδιαίτερα δημοφιλής σε νέους ηλικίας 18-25 ετών. Η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο για το σέξι κορμί παρά για το όμορφο πρόσωπο και για αυτόν τον λόγο ακούγεται συνήθως σε beach bars.

Συνώνυμο με: άρρωστο, τούμπανο, μουνάρα.

- Πωπώ, αυτό το γκομενάκι που σηκώθηκε τώρα από την τρίτη ξαπλώστρα, όπως κοιτάς αριστερά, είναι τρελό μουνί!
- Ποια ρε συ; Το τουφέκι με τη στρινγκιέρα;

Να μη μπερδεύεται με το πιστόλι / πιστολιάζω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο γυμνασμένος τύπος που κάνει διατροφή και είναι στεγνός.

Ετυμολογικά προκύπτει από το μήλο του Αδάμ γνωστό και ως καρύδι, το οποίο παρόλο ότι είναι μεγαλύτερο στους άντρες και συνεπώς φαίνεται εντονότερα, συνήθως δεν είναι διακριτό παρά μόνο στους λεπτούς. Χρησιμοποιείται εξίσου και το υποκοριστικό καρυδάκι για να χαρακτηρίσει εκείνον που θεωρεί τον εαυτό του γυμνασμένο και συμπεριφέρεται επιδεικτικά μεν, εσφαλμένως δε, στο ασθενές φύλο.

Συνώνυμο με: στεγνός, σφίχτης.

  1. - Κοίτα το καρύδι πως κοιτιέται στον καθρέφτη!
    - Φέτες είναι ο πούστης!
    (Συζήτηση σε γυμναστήριο)

  2. - Ρε γελοίε, φοράς αμάνικο; Καρυδάκι!

Παραπλανητική πατέντα. (από Galadriel, 25/03/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται κυρίως από Θεσσαλονικείς για να χαρακτηρίσουν περιπαικτικά τον Αθηναίο με καταγωγή βορείων προαστίων αλλά και της Γλυφάδας, Βούλας, Βουλιαγμένης, που είτε είναι, ή παρουσιάζεται, ως γόνος πλούσιας οικογενείας και προπαντός καλό παιδί.

Ετυμολογικά προκύπτει από τη συνήθεια των παραπάνω να ψωνίζουν πουκάμισα με κεντημένα τα αρχικά του ονοματεπώνυμου από το γνωστό ράφτη της Αθήνας Γιαννέτο.

Συνώνυμο με: λεμές, φλώρος

- Τι με λες τώρα, τι να μας πει ρε και ο γιαννέτος που ασχολείται όλη μέρα με τη διαφορά του κροκ μεσιέ από το κροκ μαντάμ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκτός από την προφανή σημασία του κλασικού χορού, προφερόμενο λανθασμένα κυρίως από μεταφορείς, αποθηκάριους αλλά και λαζογερμανούς, αναφέρεται στην κατασκευή όπου στοιβάζονται και μεταφέρονται εμπορεύματα, γνωστή ανά τον κόσμο ως παλέτα, από το γαλλικό palette.

Επίσης το συναντούμε ως παλέτο ή και μπαλέτα.

- Αρχηγέ, πού να αφήσω το μπαλέτο με τα κεραμίδια;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο έχων γυμνασμένο κορμί και ιδιαίτερα κοιλιακούς μύες σαν φέτες καλοριφέρ. Συνώνυμo: φέτες.

- Ρε συ φιλαράκι, καλοριφέρ έγινες! Παίρνεις τίποτα;
- Διατροφή ρε συ και λίγο γυμναστήριο.
- Καλός παπάς.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται πάντα στο ουδέτερο γένος και ως επί το πλείστον εις διπλούν, για να χαρακτηρίσει μια πολύ ωραία, σέξι γυναίκα.

Συνώνυμο με: αρρώστια, μουνάρα, κόμματος.

- Την είδες εκείνη με τη στρινγκιέρα;
- Ωωωωω, άρρωστο άρρωστο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εξελληνισμός για το γυναικείο εσώρουχο ή μαγιό τύπου στρινγκ. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και περιπαικτικά για τα ανδρικά κολυμβητικά μαγιό τύπου speedo.

  1. - Ω ρε μάνα μου μια κωλάρα!
    - Ποια ρε συ;
    - Να αυτή με τη μαύρη τη στρινγκιέρα που παίζει ρακέτες.

  2. - Ρε κοίτα έναν γελοίο που φοράει και στρινγκιέρα!

(από enojados, 27/01/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο καπνός του τσιγάρου, ή το ίδιο το τσιγάρο γενικότερα. Χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον από αντικαπνιστές.

Πάρε ρε μαλάκα την καρκινιά σου από εδώ. Μας έχεις φλομώσει. Βγες έξω στο μπαλκόνι άμα γουστάρεις να καπνίσεις.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να χαρακτηρίσουμε τα λεγόμενα κάποιου υπό αμφισβήτηση, όταν θεωρούμε ότι πρόκειται για ψέμα, ή υπερβολή. Συνώνυμο με: μούσι.

- Αύριο είπαν θα ρίξει 10 πόντους χιόνι στο κέντρο της πόλης.
- Μεγάλος παπάς! Σιγά μην πάμε και με τα σκι στη δουλειά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ατυχής κατάσταση, αντιξοότητα, το κακό, η μη επιθυμητή εξέλιξη. Συνώνυμο με τις λέξεις: μαλακία, γκέλα.

- Τι θα γίνει τελικά, θα πάμε αύριο για αντρικό ποτό;
- Άσε, έγινε πέτσα. Έχει γενέθλια μια φίλη της Δώρας και πρέπει να πάμε εκεί.
- Ου μωρή λούγκρα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία