Σαν πούστης.

Ώσπερ = σαν.

Κύναιδως (κυν = σκύλος + αιδώς = ντροπή) = Σκυλοντροπή.

Κίναιδος = ξεκωλιάρης, πούστης. Συναντάται σε κωμωδία του Αριστοφάνη, που ως είναι γνωστό ήταν ο μεγαλυτερος βρωμόστομος συγγραφέας της αρχαιότητας.

Καπνίζω... σαν αράπης, σαν πούστης, ώσπερ κίναιδος.

(από Khan, 26/09/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η κυρία που μπουκώνεται με ψωλές διαφόρων μεγεθών. Βλέπε τσιμπουκλού.

Α!!!! η καινούργια της τάξης .... μεγααααααλο ψωλομπούκανο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η κυρία που βρίσκεται σε απελπιστική κατάσταση έλλειψης πέους, με αποτέλεσμα την πτώση της στην επαιτεία για την ανεύρεσή του, έστω και για λίγο.

Συνήθως, είναι κυρίες κάποιας περασμένης ηλικίας, κωλόγριες δηλαδή, που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα και ψάχνουν (ζητιανεύουν) απεγνωσμένα το πέος.

Ποια, η κυρία Μαρία; Άσε μωρέ την κωλόγρια, την ψωλοζητιάνα!!

Δες και σπερματοζητιάνα, τσιμπουκοζητιάνα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  • [i]Ψωλή μου που 'σουν όμορφη κι' ήφτανες στο φεγγάρι και 'δα θωρώ τ'αρχίδια σου κ' ήκαμες μαξιλάρι.[/i]
  • [i]Ψωλή μου που 'σουν όμορφη και 'ποκαμάρωνα σε και 'δα στην τρύπα του μουνιού θωρώ σε και κοιμάσαι.[/i]
  • [i]Ψωλή μου που 'κανες τσαντίρι το σεντόνι και 'δα που σε χρειάζομαι σε πήραν οι δαιμόνοι.

[/i] Κρητικές χαρακτηριστικότατες μαντινάδες που αφιερώνονται σε όσους έχουν παροπλίσει το πέος τους και δεν μπορούν να εκτελέσουν τα σεξουαλικά τους καθήκοντα.

Δεν χρειάζεται, οι μαντινάδες μιλάνε από μόνες τους.

(από kounelos66, 12/02/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το σαλιγκάρι στην κρητική διάλεκτο.

Παράγεται από την αρχαία λέξη κοχλίας που σημαίνει βίδα.

Χοχλιδολόγος είναι αυτός που μαζεύει χοχλιούς.

Πάμε να φάμε χοχλιούς μπουμπουριστούς.

(δηλαδή, σαλιγκάρια τηγανισμένα ανάποδα).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο Χαλαφτανάς : Επιθετικός κοροϊδευτικός προσδιορισμός, που αναφέρεται σε άτομο χαμηλής νοημοσύνης. Χαζός θα μπορούσαμε να πούμε , άτομο που δεν αρπάζει εύκολα τα λεγόμενα των γύρω του και συνήθως μένει αποσβολωμένος και με το στόμα ανοικτό. Επίσης χάφτει πολύ εύκολα ότι ψέμα ή κοροϊδία του πασάρουν.

Αφού ρε φίλε Γιώργο τα 'παμε και τα ξανάπαμε τι δεν καταλαβαίνεις μην είσαι χαλαφτανάς!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Κοιτάξτε πως τρώει ! Χλαπακιάζει ότ βρει μπροστά του ε το χαλαφτανά !

Επίσης αναφέρεται σε άτομο που χλαπακιάζει ασυστόλως, με μια λέξη ο φαταούλας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Θα πάμε γαμιώντας, τρέχοντας.

Ωρε μάγκα μου, τι τρέξιμο ήταν κι αυτό. Τσιμπουκιδόν πήγαμε στην δουλεία σήμερα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η αλανιάρα γκόμενα που υπηρετεί τα τσιμπούκια και δεν ικανοποιείται η όρεξη της για πεοθηλασμό...

Βλέπε: τσογλάνι

Ποια; Η Μαρία;... Μεγάλο τσιμπούκογλαν.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πετρόχτιστος τοίχος που συναντάμε στα χωράφια. Κρητική διάλεκτος.

Είδα την και λιγώθηκα κι ακούμπησα στον τράφο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε