Τέτοιο κρύο έξω, σε σημείο που ο πούτσος μένει κάγκελο, ξερός, εξαφανισμένος, σε απόλυτη σμίκρυνση (διαγραφή) από το κρύο.

Ρε Κώστα, πού γυρνάς έξω τέτοια ώρα; Έχει πουτσόκρυο!

(από σφυρίζων, 22/01/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η κυρία που μπουκώνεται με ψωλές διαφόρων μεγεθών. Βλέπε τσιμπουκλού.

Α!!!! η καινούργια της τάξης .... μεγααααααλο ψωλομπούκανο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το μικρής ηλικίας πουτανάκι που μπορεί να σε στείλει φυλακή. Ντύνεται προκλητικότατα και η ηλικία του ξεκινά από 12 έως 15 ετών.

Συνώνυμο: Νυμφίδιο.

Κοίτα πώς ξεπετάχτηκε το κοριτσάκι της κας Μαρίας... σαν πορνίδιο ντύνεται.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αναφέρεται στην χειρότερη κατάσταση στην οποία θα μπορούσε να πέσει ένας άνδρας.

Άσ' τα να πάνε φίλε μου, με διώξανε απ' τη δουλειά, η σπιτονυκοκυρά μου μού έκανε έξωση, οι λογαριαμοί τρέχουν... Το μουνί και το μπουκάλι μ' έφεραν σ' αυτό το χάλι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σαν πούστης.

Ώσπερ = σαν.

Κύναιδως (κυν = σκύλος + αιδώς = ντροπή) = Σκυλοντροπή.

Κίναιδος = ξεκωλιάρης, πούστης. Συναντάται σε κωμωδία του Αριστοφάνη, που ως είναι γνωστό ήταν ο μεγαλυτερος βρωμόστομος συγγραφέας της αρχαιότητας.

Καπνίζω... σαν αράπης, σαν πούστης, ώσπερ κίναιδος.

(από Khan, 26/09/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βολίστρι είναι ο βολοκόπος ή σβαρνιστήρα, το εργαλείο που μετά το όργωμα με το αλέτρι σπάει τους βόλους στο χωράφι.

Έκφραση αγανάκτησης σε κάποιον που συνεχώς κάνει τον έξυπνο. Αναφέρεται στο αιδοίο της γυναίκας.

Βλέπε: της θειάς σου το μπουγαδοκόφινο.

Οδηγός νευριασμένος προς άλλον οδηγό που πέρασε με κόκκινο κάνοντας τον έξυπνο:
Της γειτόνισάς σου το βολίστρι ρε!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Να χαρούμε τις ψωλές μας παιδιά.

Πάω μια μέρα στο καφενείο να πιώ καφέ.
Έρχεται ο Φουσκολάγουδος.

- Κάτσε ρε Γιώργη ήντα θα πιείς;
- Ένα γκαϊβέ ρε Κούνελε.
- Χουανίτα πιάσε μια φράπα για το Γιώργη.

Έρχεται η φράπα, την σηκώνει ο Γιώργης για να μου ευχηθεί.

- Άϊντε ρε Κουνελε να χαρούμε τσι μπιστόλες μας!!.

Σέκος εγώ απ' τα γέλια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο χαζός, το βόδι, αυτός που περπατάει και παραπαίει, ο τεραστίων διαστάσεων χαζός άνδρας.

Τι βουβούτσος ρε παιδί μου, αυτός ο Γιάννης, δεν ξέρει τι του γίνεται.

Δες επίσης και βους, βόιδαγλας και παιδοβούβαλος

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δαυλός στον κώλο του: Το λέμε για να δείξουμε ότι δεν με ενδιαφέρει για το τι κάνουν οι άλλοι. Δεν μας ενδιαφέρει, π.χ. για το αν κάποιος μας αγαπά ή όχι.

  1. - Ό Γιάννης παντρεύτηκε.
    - Δαυλός στον κώλο του.

  2. Όποιος δεν μας αγαπά δαυλός στον κώλο του.

  3. Κάποτε λέγανε στον Μανώλη:
    - Μανώλη, πέθανε ο Γιώργης.
    - Δαυλός στον κώλο του.

Μετά από πολύ καιρό:
- Μανώλη, πέθανε ο Γιάννης.
- Δαυλός στον κώλο του.

Περασαν τα χρόνια ήρθε και η σειρά του Μανώλη.
- Ρε Μανώλη, τι λες τώρα που πεθαίνεις εσύ;
- Δαυλός στον κώλο αυτών που θα πομείνουνε (μείνουν ζωντανοί).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ένα μεγάλο ποτήρι κρασί.

Ο Κουρκουμπάτσος ήτανε και παρατσούκλι ανθρώπου που έπινε πολλά ποτήρια κρασί.

Παιδιά, έρχεται ο Γιάννης, κοίτα πώς είναι, τάπα τσι μεθιάς (δαυλί, κουρούμπελο), πρέπει να 'χει κατεβάσει πολλές κουρκουμπάτσες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία