Έρχεται πάλι αυτός ο καβλιάγκουρας ! Θεέ μου τι θα ακούσουμε πάλι !

Επιθετικός προσδιορισμός σε άτομο αρσενικού φύλου που είναι συνέχεια σε οίστρο , αλλά είναι κακάσχημος και με άσεμνη συμπεριφορά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο Χαλαφτανάς : Επιθετικός κοροϊδευτικός προσδιορισμός, που αναφέρεται σε άτομο χαμηλής νοημοσύνης. Χαζός θα μπορούσαμε να πούμε , άτομο που δεν αρπάζει εύκολα τα λεγόμενα των γύρω του και συνήθως μένει αποσβολωμένος και με το στόμα ανοικτό. Επίσης χάφτει πολύ εύκολα ότι ψέμα ή κοροϊδία του πασάρουν.

Αφού ρε φίλε Γιώργο τα 'παμε και τα ξανάπαμε τι δεν καταλαβαίνεις μην είσαι χαλαφτανάς!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Κοιτάξτε πως τρώει ! Χλαπακιάζει ότ βρει μπροστά του ε το χαλαφτανά !

Επίσης αναφέρεται σε άτομο που χλαπακιάζει ασυστόλως, με μια λέξη ο φαταούλας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Η γκιουγκιούρα ουσιαστικό , ρήμα γκιουγκουρίζω , επίθετο γκιουγκιούρης . Η ενοχλητική φασαρία η βαβούρα που κάνει κάποιος όταν λέει λέει λέει .... μιλάει συνεχώς, συνήθως μέσα από τα δόντια του ψιθυριστά ή και φωναχτά αν θέλετε , σε σημείο να γίνεται ενοχλητικότατος , ώστε να κλείνεις τ' αυτιά σου σαν σε κινέζικο μαρτύριο. Συνήθως γκιουγκιουρίζουν οι Ελληνίδες μαμάδες και οι πεθερές επίσης οι σύζυγοι που θέλουν να 'χουν το πάνω χέρι , οι μέγαιρες γιαγιάδες και οι χήρες στο κρεββάτι . Λέγεται στα χωριά της Σητείας στο Λασίθι της Κρήτης.

Ρε μαμά σταμάτα πια τη γκιουγκιούρα μ'έχεις τρελάνει ! Θα φορέσω το σακάκι μου και θα βγω ή θα το φάω το φαγητό μου. Ή Ρε μαμά σταμάτα μην γκιουγκιουρίζεις άλλο, φοράω το τζάκετ μου και δεν κρυώνω στην σκοπιά ! ¨η στο σπίτι ο σύζυγος : Αμάν πια μην γκιουγκιουρίζεις άλλο θα τα πύνω τα χέρια μου και μετά θα φάω !

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ποσυνάζω (ρήμα) και ποσυναμένος (επίθετο).

Τακτοποιώ κάτι, είμαι τακτοποιημένος μετά από κάποια δουλειά, έχω κάνει μπάνιο, ξυριστεί και ντυθεί, και είμαι έτοιμος να πάω στο καφενείο του Νίκου ή της Ιωάννας για ρακές. Χρησιμοποιείτε κατά κόρον σε χωριό της Κρήτης.

- Για σου ωρέ Δημήτρη, ίντα γίνεται;
- Για σου ωρέ Κούνελε, πάω να ποσυνάξω τα εργαλεία, να ποσυναχτώ κι εγώ, και τα λέμε στο καφενείο.
- Σε ποιο από τα δύο, στο ελληνικό ή στο αλλοδαπόν;
- Άντε απόψε στο αλλοδαπό, θα πάμε για κεφαλάκια!
(προηγουμένως είχε ποσυνάξει δυο κατσικάκια)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παράδειγμα εδώ

Ρήμα Ανεμαζώνω : Μαζεύω διάφορα άχρηστα πράγματα . Επιθετικός προσδιορισμός Ανεμαζωξά :Ήρθε από το πουθενά και είναι άχρηστος - η . - Ωρέ Μανώλη ήντα ανεμαζώνεις ατά; - Επαέ εβρήκα κάτι παλιοσίδερα και λέω μπα να μου χρειαστούνε.

- Είδατε ωρέ κοπέλια οψαργάς ο "νεοφερμένος"ήντα ξεγιβεντουλούκια ήκανε στο καφενείο σαν εμέθυσε. - Ε που να ΄χει τ' ανάθεμα για ανεμαζωξά. (Που ήρθε εδώ χωρίς να ξέρει κάποιος, από που. Χρησιμοποιήται συνήθως σε χωριό της Σητείας για ξένους που έχουν έρθει από άλλα μέρη της Κρήτης ή της Ελλάδος είτε ως γαμπροί ή νύφες και δεν μας αρέσει).ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: Μέρη του λόγου - Ρήμα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε