Ετυμολογία: αγγλ. M.I.L.F., επιθ. προσδ, χαϊδ. μιλφάκι. Γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας με προκλητική εξωτερική εμφάνιση.
- Πωπω ρε Λάκη κοίτα μια μιλφού που μπήκε.
- Ρε συ φόρτωσα ένα μιλφάκι προχτές, όλα τα λεφτά.
Ετυμολογία: αγγλ. M.I.L.F., επιθ. προσδ, χαϊδ. μιλφάκι. Γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας με προκλητική εξωτερική εμφάνιση.
- Πωπω ρε Λάκη κοίτα μια μιλφού που μπήκε.
- Ρε συ φόρτωσα ένα μιλφάκι προχτές, όλα τα λεφτά.
Αρχικά της φράσης: Mother I'd Like to Find/F*ck (από την ταινία «American Pie»)
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Mύτος, το άτεχνο χτύπημα κυρίως μπάλλας ποδοσφαίρου με το μπροστινό μέρος του ποδιού.
Ρε συ τι τσαρούχι πέταξε ο Πατσάς προχτές
Τα αγόρια παίζουν μπάλα: αγγελάκια, αερόμπαλα, αμερικάνικο, ατομιστία, γερμανικό, επαναλαβή, καντήλι, καραβολίδα, ματσόλα, μπακό, μύτικο, μύτος, περίπτερο, σημαδούρα, στα τρία κόρνερ πέναλτι, τσαρούχι, τσιλικάκια, τσόλα, ψαλιδάκι.
Και μπάσκετ: άγγιχτο, αεράτο, πρωταθληματάκια, ρολόι, χλατσώνω
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Χιουμοριστικό, φυσώ τη μύτη μου, χρησιμοποιείται αποστομωτικά για αυτούς που προσπαθούν να γελοιοποιήσουν το υποκείμενο της πράξης.
- Τι λέει ρε θα μας γεμίσεις μύξες;
- Άσε ρε φίλε, τώρα μυξάρω κάνε δουλειά σου.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο τερματοφύλακας που οι έξοδοί του αποτυγχάνουν παταγωδώς.
Συνώνυμο: μεσολογγίτης
- Ρε που βγαίνει ο χαρταετός, ρεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεε.
Δες ακόμη τερματοτύφλακας, τρύπας.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Συντομογραφία της έκφρασης στην πούτσα μου.
- Μάγκα ο Μήτσος πηδάει την πρώην σου τη Μαρία.
- Ε και; Ζμπούτσαμ!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Χρησιμοποιείται για το άτομο που κινδυνεύει να γίνει αντιληπτός από τους γύρω του για κάτι που έχει κάνει. Συχνά για χρήση ναρκωτικής ουσίας.
- Ρε σεις, ποιος θα πάει να πάρει γαριδάκια, κόκα κόλα, κρουασάν, σοκολάτα και να νοικιάσει το pro;
- Εγώ δεν πάω θα 'μαι κάρτας, αυτά έπρεπε να τα κανονίσουμε από πριν.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
συν. ιγνοράνος
Αναφέρεται στο άτομο που δε συμμετέχει στα πλαίσια παρέας ή εκφέρει άκυρες απόψεις με αποτελέσμα να αντιμετωπίζει την απαξία των γύρω του, εξού και η καταγωγή από τη μετοχή του κλάνω.
- Ρε συ να πάρω τον Λάκη τώρα που θα βγούμε;
- Ποιος τον γαμάει τον κλασμένο...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Στοιχηματικός όρος, η ισοπαλία σε ποδοσφαιρικό αγώνα.
- Ρε συ έπιασα πέντε χινάρια κι η βαζέλα μου σπάσε το δελτίο με τον Αστέρα
- Τι θες και παίζεις τους τσουρουκάδες ρε
Προφανώς από το «Χ», δες και χηνόπουλο.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Υπερθετικό του μαλάκας.
- Ρε τι κάνει ο μαλάκαρος ρε, οφσάιντ στο κόρνερ;;;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!