Συνώνυμο: «Βαλβολίνης».

Οι τύποι που συχνάζουν τα καλοκαίρια κυρίως στις παραλίες της Αττικής και πασαλείφονται με κάθε λογής έλαια (αντηλιακά ή άλλα). Το κριτήριο επιλογής του αντηλιακού τους δεν είναι ποτέ ο δείκτης προστασίας του, αλλά το πόσο πυκνόρρευστο είναι, πόσο γυαλίζει και για πόσο διάστημα, αφού ο σκοπός τους δεν είναι η προστασία τους από την ηλιακή ακτινοβολία. Απλά θεωρούν ότι όσο περισσότερο γυαλίζει το κατά τη γνώμη τους αγαλματένιο κορμί τους, τόσο καλύτερη είναι η επίδειξή του, παρ’ όλες τις μπάκες και τα προκοίλια που διαθέτουν. Έτσι ποσώς ενδιαφέρονται αν αλείψουν το σώμα τους με κάποιο καλό αντηλιακό ή με βαλβολίνη.

Πολλές φορές, αν και έχουν περάσει τα ...ήντα συνεχίζουν να πασαλείφονται και να παίζουν ρακέτες ασταμάτητα. Το φαινόμενο έτεινε να πάρει κοινωνικές διαστάσεις στην δεκαετία του 90, όταν η συγκεκριμένη συνομοταξία πουροτεκνών κυκλοφορούσε σε υπερβολικά μεγάλο αριθμό στον Άγιο Κοσμά και στον Αστέρα, ενώ στην αδελφότητα παρατηρούσε κάποιος και αρκετά νέα μέλη κάτω των 30, οι οποίοι τη σημερινή εποχή συνεχίζουν επάξια το δρόμο που άνοιξαν οι πρωτοπόροι και μέντορές τους.

Η αναγνώρισή τους είναι πολύ εύκολη μέσα στο συνωστισμό που επικρατεί συνήθως στις εν λόγω πλαζ, από τα πιο κάτω χαρακτηριστικά:
1. Γυαλίζουν από μακριά.
2. Το χρώμα του δέρματός τους είναι κάτι σαν σοκολατί.
3. Κυκλοφορούν με μικροσκοπικά μαγιό.
4. Συνήθως φορούν χρυσές καδένες στο λαιμό και στα χέρια.
5. Είναι κατά το μεγαλύτερο ποσοστό τους μεσήλικες και άνω.
6. Φορούν εξεζητημένα γυαλιά ηλίου.
7. Παίζουν μανιωδώς ρακέτες με ομόσταυλούς τους λαδωμένους.
8. Δεν παλουκώνονται ποτέ, ενώ σπανίως μπαίνουν στη θάλασσα.

  1. Οι φιλενάδες:
    - Μαρία, ήταν καλά εχθές στην πλαζ;
    - Τι καλά ρε Τζένη. Δεν έφτανε το 1 εκατομμύριο κόσμος, ήταν και κάτι λαδωμένοι και παίζανε ρακέτες από πάνω μας 4 ώρες. Μας πρήξανε οι μαλάκες.

  2. - Κοίτα τον λαδωμένο. Δυόμιση ώρες ρακέτες το πουρό κι εμείς παίζουμε 5 λεπτά και τα φύγουμε ρε Γιώργο.
    - Χέσε μας ρε. Ασ' τους να κοπανιούνται και πάμε στην καντίνα να πάρουμε κανένα μπυρόνι.

xecutive... (από HODJAS, 16/04/10)(από Vrastaman, 16/04/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνοδεύεται και με το «και πούτσες σερπατίνες» δημιουργώντας την εξεζητημένη φράση «αρχίδια χαρτοπόλεμο και πούτσες σερπατίνες».

Παρεμφερή / Συνώνυμα: αρχίδια, πούτσες, παπάρια μέντολες, παπάρια μάντολες κ.ο.κ., με τη διαφορά ότι η χρήση της συγκεκριμένης φράσης προσδίδει στις πιο πάνω έννοιες έμφαση, καθώς και μια πιο χαλαρή ή / και καρναβαλίστικη διάθεση.

  1. - Ρε ο Γιάννης λέει ότι η Τζούλια δεν κάνει βίζιτες.
    - Αρχίδια χαρτοπόλεμο και πούτσες σερπατίνες. 1500 € μίνιμουμ πάει το μαλλί, πες του μαλάκα.

  2. - Αν παίξουμε σοβαρά στο camp nou, μπορεί να πάρουμε και χι.
    - Αρχίδια χαρτοπόλεμο θα πάρετε. Με 7 μπαλάκια θα φύγετε ρε μαλάκες.

και μουνί οριγκάμι (από Galadriel, 13/05/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκ του «σφυρί» και «καλέμι».

Σε συνδυασμό με τον χαρακτηρισμό «εργάτης», χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την δυσκολία διείσδυσης στον κόλπο γυναίκας ο οποίος είναι σχεδόν σφραγισμένος λόγω παρατεταμένης αγαμίας. Εναλλακτικά χρησιμοποιείται και το κομπρεσέρ, ή το γεωτρύπανο, αλλά αυτά υποδηλώνουν μειωμένης έντασης προσπάθεια εκ μέρους του όποιου εισβολέα.

- Μάκη, τι θα γίνει ρε με την Κούλα; Θα της κάτσεις;
- Είσαι καλά ρε Σάκη; Αυτή θέλει σφυροκάλεμο. Τι είμαι ρε, εργάτης;

βλ. και μετροπόντικας

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γαλλιστί: Fantômas

Προέρχεται από τον κλασικό ήρωα παλαιών κόμικς και ταινιών, Φαντομά. Φαντομάς χαρακτηρίζεται κάποιος που εμφανίζεται ή εξαφανίζεται ξαφνικά από το πουθενά και ενώ δεν το περιμένει κανείς.

  1. Μόλις άκουσε για λογαριασμό έγινε φαντομάς.

  2. Ρε μάνα πως μπαίνεις έτσι μέσα σαν το φαντομά.

  3. Εκεί που καθόμασταν και χαβαλεδιάζαμε σκάει ο φαντομάς ο Σπύρος και μας κόβει το αίμα.

(από dimitriosl, 22/03/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εννοηθεί ότι ο ομιλών έχει τα αρχίδια του έτοιμα στον δίσκο και τα προσφέρει στον συνομιλητή του σαν σοκολατάκια φερέρο ροσέ σε δεξίωση.

Η φράση υποδηλώνει ότι ο εκφέρων, είναι σε θέση ισχύος έναντι του συνομιλητή του σε κάποια ενδεχόμενη αντιπαράθεση, ή ότι αντί του ζητούμενου ο συνομιλητής του θα πάρει αρχίδια.

Χρήσεις / παραλλαγές:

  1. «πάρε τα αρχίδια μου»

Σκέτα δίχως παρελκόμενα.

  1. «πήρα τα αρχίδια μου/πήραμε τα αρχίδια μας»

Εδώ ο ομιλών χρησιμοποιεί τη φράση για να περιγραφεί το ελλιπές αντίτιμο της προσπάθειας, ή η ατυχής έκβαση κάποιας υπόθεσης του ιδίου.

Συναφές / συνώνυμο: πήρα τον πούλο

  1. «πάρε τα αρχίδια μου και τρέχα»

Δεν διευκρινίζεται η κατεύθυνση προς την οποία θα τρέξει το υποκείμενο, ούτε και η απόσταση. Η αθλητική υπόσταση της φράσης δίνει περισσότερη έμφαση.

  1. «πάρε τα αρχίδια μου και πήδα»

Κι εδώ δεν διευκρινίζεται το είδος του άλματος. Μπορεί να είναι επί κοντώ, τριπλούν, εις ύψος, ή και εις μήκος. Άλλη μια χρήση με αθλητική χροιά, εκτός εάν θεωρηθεί ότι τα αρχίδια μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως σχοινάκι. Χρησιμοποιείται και αυτή για να αποδοθεί μεγαλύτερη έμφαση.

  1. «πάρε τα αρχίδια μου και τσούλα»

Και αυτή η μορφή χρησιμοποιείται για να προσδοθεί μεγαλύτερη έμφαση. Πολύ πιθανόν τα αρχίδια να χρησιμοποιούνται ως τροχήλατο μεταφορικό όχημα, ή απλά ως κυλιόμενα σφαιρίδια.

  1. «πάρε τα αρχίδια μου και κάνε τα κορνίζα»

Απόδοση με χιουμοριστική τάση, η οποία μπορεί να αντιμετωπιστεί και ως διακοσμητική άποψη.

  1. «πάρε τα αρχίδια μου και προχώρα»

Σε αυτή τη μορφή, τα αρχίδια ενδεχομένως να παίζουν ρόλο παπουτσιών, μαγκούρας, διαφόρων αξεσουάρ βαδίσματος, ή/και ποδιών.

  1. «πάρε τα αρχίδια μου και τόκισέ τα»

Αυτή η χρήση ως επενδυτική συμβουλή, προτρέπει κοροϊδευτικά τον συνομιλητή να επενδύσει στα αρχίδια του ομιλούντος, αφού έτσι κι αλλιώς τοκίζοντας αρχίδια, αρχίδια τόκο θα λάβει.

  1. - Ρε φίλε, θα μου δανείσεις 1000€;
    - Πάρε τα αρχίδια μου ρε λαμόγιο. Μας έχεις δαγκώσει όλους στην παρέα.

  2. - Γιώργο, ζήτησες την αύξηση που λέγαμε από το διευθυντή;
    - Ναι. Και πήρα τα αρχίδια μου.

  3. Παίξαμε φουλ επίθεση την Κυριακή και πήραμε τα αρχίδια μας.

  4. - Ρε, αυτό το κομμάτι που έφραξες είναι δικό μου οικόπεδο.
    - Αφού δεν έχεις συμβόλαιο ρε. Πάρε τα αρχίδια μου και τρέχα τώρα.

  5. - Μεγάλε, εγώ μαλάκας είμαι που περιμένω μισή ώρα με τα αλάρμ; Τι έρχεσαι και χώνεσαι στο πάρκινγκ έτσι;
    - Πάρε τα αρχίδια μου και πήδα ρε. Ας προλάβαινες.

  6. - Θα σου κάνω μήνυση.
    - Δεν έχεις μάρτυρες. Πάρε τ' αρχίδια μου και τσούλα.

  7. - Ρε Μάκη θα μου βρεις εισιτήρια για το ματς;
    - Τώρα που το θυμήθηκες Μητσάρα, πάρε τα αρχίδια μου και κάν' τα κορνίζα.

  8. - Αφεντικό, κανένα μετρητό θα πέσει γαμώ την οικοδομή;
    - Πάρτε τ' αρχίδια μου και τοκίστε τα ρε. Αφού ο ιδιοκτήτης δεν έφερε το χρήμα ακόμη.

1.25. Δεν μπα να θέλεις ό,τι θες... (από Khan, 27/03/10)Κύριε πρέσβη μας κακομαθαίνετε. (από Galadriel, 29/03/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαρακτηρισμός από τη μαρίδα (κοινώς νεολαία) για τόπο, πόλη, κατάστημα, ή σημείο όπου ο μέσος όρων ηλικίας των θαμώνων ή όσων κατοικούν εκεί είναι κοντά στον μέσο όρο ζωής. Η λέξη προέρχεται από το ότι η χρήση τεχνητής οδοντοστοιχίας σε αυτές τις ηλικίες θεωρείται δεδομένη.

Χαρακτηριστικά μασελάδικα:

  • Αιδηψός,
  • Καμένα Βούρλα,
  • Αλυσίδα καφέ «ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ» (για τους παλιότερους),
  • Καφέ Μεγάλη Βρετανία (Στο Σύνταγμα),
  • Παπαγαλίνο καφέ (για κάποιους).
  1. - Ρε Γιώργο, κάθε χρόνο τις μισές διακοπές στην Αιδηψό θα τις περνάς;
    - Ναι ρε πούστη μου. Κάθε χρόνο με τους γονείς μου, ακολουθάμε τον παππού στην στο μασελάδικο.

  2. - Μαίρη, ξεποδαριαστήκαμε. Δεν καθόμαστε για έναν καφέ;
    - Καλά είσαι σοβαρή; Στο μασελάδικο το Παπαγαλίνο θα κάτσω; Πάμε πιο κάτω να καθίσουμε, να χαζέψουμε και κανένα τεκνό.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η αγαμία είναι όρος που περιγράφει την κατάσταση στην οποία έχει περιπέσει κάποιος, του οποίου τα γεννητικά όργανα, λόγω μή σεξουαλικής χρήσης, έχουν περισσότερη σκόνη από τα παρατημένα και ακατοίκητα ερείπια.

Σχετικό: αγαμοσύνη αλλά δίχως την τάση ιεροποίησης της καταστάσεως.

- Ρε Κώστα πως πάει; Όλα καλά;
- Καλά ας τα λέμε.
- Γαμείς καθόλου ρε;
- Δράμα. Μετά τη Μαρία δε μου έχει κάτσει γκόμενα.
- Τι λές ρε; 2 χρόνια; Τέτοια αγαμία ούτε ιερομόναχος.

(από notheitis, 06/06/10)(από Τσακ εις την μέσην, 25/10/10)

Ακόμη: αγαμησιά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υπάρχουν δύο ορισμοί με επικρατέστερο τον πρώτο.

  1. Τοπογραφικός: Το μέρος στο οποίο παρευρίσκονται υπεράριθμαι γκόμεναι. Η χαρά του καβλωμένου. Ο παράδεισος του άνδρός. Βλ. και μουνόλακκος.

  2. Μετεωρολογικός: (απίθανος σε αυτό τον κόσμο) Όταν πνέουν άνεμοι ισχυροί συνοδευόμενοι από ιπτάμενα αιδοία, ή βρέχει καταρρακτωδώς αιδοία.

Καλά, ρε φίλε, τι μουνοθύελλα ήταν κι αυτή εχθές; Τόσες γκόμενες δεν είχαν ξαναπεράσει από το μαγαζί ποτέ. Έπαθα πλάκα.

(από patsis, 30/03/11)(από patsis, 30/03/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκτός του ότι το χωνί είναι κωνικό σκεύος / εξάρτημα μέσω του οποίου γίνεται έκχυση υγρών εντός δοχείων, υπάρχουν και εξής άλλοι ορισμοί:

  1. Χωνί ονομάζεται η γκόμενα η οποία τα παίρνει όλα και όλους δίχως ενδοιασμούς και αναστολές (συνώνυμο / συναφές: χοάνη).

  2. Χωνί ή χώνος χαρακτηρίζεται ο πούστης που παίρνει ό,τι του κάτσει.

  3. Χωνί χαρακτηρίζεται απαξιωτικά το απύθμενου βάθους ή και εύρους αιδοίο (συνώνυμο / συναφές : άπατα).

  4. Εάν δεν χαρακτηρίζεται ως χωνί ολόκληρη η ομάδα, τότε χαρακτηρίζονται συνήθως τερματοφύλακες ή αμυντικοί των οποίων η απόδοση δεν είναι η επιθυμητή, ή σε μεμονωμένες φάσεις με αντίπαλο παίκτη γίνονται ρόμπα.

  5. Χωνί χαρακτηρίζεται κάποιος λόγω επανειλημμένων αποτυχιών σε κάποια δραστηριότητα, είτε αυτή είναι αθλητική, επαγγελματική, ή σπανίως κοινωνική. Επίσης χωνί χαρακτηρίζεται όποιος όταν βγαίνει για ποτό, γίνεται κωλοτρυπίδι.

  1. - Ρε συ εχθές πήδηξα τη Λουίζα.
    - Κι εσύ τη Λουίζα; Όλη η σχολή έχει πάει με το χωνί.

  2. - Λες να τον παίρνει ο Βασίλειος;
    - Καλά είσαι σοβαρός; Ο μεγαλύτερος χώνος στην Ευρώπη είναι ρε.

  3. - Καλά ρε, μπουκάλι σαμπάνιας έχωσε το ξέκωλο;
    - Γιατί, έχει κανένα πρόβλημα με τέτοιο χωνί η κοπέλα;.

  4. α. Ξυπνήστε ρε μαλάκες. Παίξτε λίγο άμυνα !!! Χωνιά μας κάνανε.

β. Ρε χωνί, πώς τα τρως έτσι; Πουτάνα σε κάνανε.

γ. Τι τάβλι να παίξω μαζί σου ρε χωνί; 3 Χρόνια έχεις να με κερδίσεις.

δ. Πώς τα κατεβάζεις έτσι τα σφηνάκια ρε χωνί; Χαλάρωσε.

(από dimitriosl, 24/03/10)Νικήτας Χωνιάτης (από Khan, 25/03/10)The name is Χουνί. Ανάλια Χουνί. Και είναι η πρώην του Σλάβοι Ζίζεκ. (από Khan, 20/05/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σύνθετη λέξη από τις «πούτσα» (το ανδρικό μόριο) και «χαμπέρι» (στα τούρκικα τα νέα). Χρησιμοποιείται ως όρος για τις συζητήσεις μεταξύ ανδρών σε ανδροπαρέες, ή για τα νέα που αφορούν μια ανδροπαρέα.

-Ρε συ έλα να δούμε το ματς με τους άλλους… Να βρεθούμε όλοι μαζί, να πιούμε καμιά μπύρα και να πούμε και κανένα πουτσοχάμπερο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία