Ψηλόφτερες ονομάζονται οι μοτοσυκλέτες οι οποίες είτε προορίζονται για καθαρή χρήση στο χώμα (εντούρο – μοτοκρός), είτε έχουν χωματερό χαρακτήρα (ψευδοεντούρο και κάποια on-off), ενώ ψηλόφτεροι οι αναβάτες τους.

Σε αυτές τις μοτοσυκλέτες, το εμπρός φτερό (λασπωτήρας) δεν βρίσκεται, όπως σε όλες τις υπόλοιπες μοτοσυκλέτες, 3-4 εκατοστά πάνω από τον τροχό, αλλά αισθητά ψηλότερα. Λόγος; Ο εξής: επειδή προορίζονται για χρήση στο χώμα-βουνό (και κυρίως κατά την χειμερινή περίοδο που λόγω των βροχών το χώμα είναι πιο μαλακό), πράγμα που πολλές φορές συνεπάγεται αρκετή, έως και πάρα πολύ λάσπη, εάν το φτερό ήταν «χαμηλά» η λάσπη θα «χτιζόταν» από κάτω και, μόλις θα ξεραινόταν, είτε απλά θα έτριβε το ελαστικό ή και στην χειρότερη θα μπορούσε να μπλοκάρει τον τροχό.

Λοιπον.. φιλοι μου οπως οι περισσοτεροι απο εδω γνωρίζετε.. τελικα ανεβηκα κατηγορια και μαλιστα εγινα ψηλοφτερος χωματινος.. εδώ

ετσι πρεπει! ο ψηλοφτερος μονο με βροχη και λασπη βγαινει! ειναι ενα πραγμα σαν τα σαλιγκαρια! εδώ

Μαουνα το ΤΑακι αλλα μπορει να παει σχεδον παντου οπου πανε και τα ελαφρα ψηλοφτερα ;) Και οχι απλα να περασει αλλα να παει εντουραδικα και να δωσει ευχαριστηση στον αναβατη ;D
εδώ

(από euripidisk, 13/09/12)(από euripidisk, 13/09/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ενίοτε εργοταξιακός ή και ναυτικός-βαπορίσιος (ανάλογα με το πού βρίσκεσαι).

Δεν διαφέρει σε τίποτα με τον κανονικό στιγμιαίο καφέ, νες ή φραπέ (δεν ισχύει για άλλου είδους καφέδες), παρά μόνο στον τρόπο ανακατέματος-χτυπήματος. Κοινώς, είσαι στην οικοδομή, δεν παίζει να κουβαλήσεις μαζί σου μιξεράκι και η γυναίκα σου ξέχασε να σου βάλει το σέικερ. Δεν πίνεις καφέ; Όχι βεβαίως. Παίρνεις δυο πλαστικά ποτηράκια, ε του πούστη, κάπου θα βρεις, και ρίχνεις τον καφέ με το νερό από το ένα ποτήρι στο άλλο (αρκετές φορές) καταφέρνοντας έτσι την τέλεια, λέμε τώρα, ανάμιξη. Βέβαια να μην περιμένουμε να κάνει και ΤΟΝ αφρό, μην το χέσουμε κιόλας, αλλά από τον αχτύπητο είναι καλύτερος.

Η ετυμολογία θαρρώ είναι αυτονόητη.

Ρε πούστη μου πάλι ξέχασα το σέικερ, έχει κανένας ποτήρια να κάνουμε κανένα οικοδομικό;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μανάβικα λέμε τα «καταστήματα» στα οποία έχει τα γνωστά και μη εξαιρετέα φρουτάκια (slot machines). Για να μην γίνει το λήμμα σεντόνι, η ιστορία τους εδώ.

Ο λόγος μάλλον προφανής αλλά για την ιστορία ας πω πως τα περισσότερα σύμβολα που υπάρχουν στους κουλοχέρηδες είναι συνήθως κεράσια, λεμόνια κτλ. Ο ιδιοκτήτης του ευαγούς ιδρύματος ονομάζεται πώς αλλιώς; Μανάβης.

Χρησιμοποιείται επίσης και όρος μαναβική αλλά δεν είμαι σίγουρος για το τι ακριβώς χαρακτηρίζει.

  1. Θέλεις ν'ανοίξεις μανάβικο;(δηλ. μαγαζί με φρουτάκια;). εδώ

  2. Οι δημοσιογράφοι πίεσαν τον κ. Γεωργακόπουλο θυμίζοντας του την περίοδο που τα φρουτάκια ήταν ελεύθερα αλλά αυτός δεσμεύτηκε ότι σε καμία περίπτωση δεν θα επιτραπούν και πάλι τα τυχερά παιχνίδια…Θα ήταν ντροπή να ξαναγίνει η Ελλάδα ένα «Μανάβικο» από το ΠΑΣΟΚ. Να θυμίσω ότι στελέχη της σημερινής κυβέρνησης ήταν που πρώτα είχαν αντιδράσει σε σχέδια επαναφοράς τον κουλοχέρηδων . εδώ

  3. Στο φως το ελληνικό «μανάβικο». «Δεμένα τα χέρια μας με τα μηχανάκια ... Μικρές περιουσίες χάνονται εδώ και χρόνια στα «φρουτάκια» που μπορεί να βρει κανείς ... εδώ

(από euripidisk, 08/06/10)(από euripidisk, 08/06/10)(από euripidisk, 08/06/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση συνώνυμη με το πουλάω παπά, πουλάω ιστορία, είμαι αεριτζής ένα πράμα.

Το εν λόγω τρίφυλλο, ουδεμία σχέση έχει με το γνωστό μπαφοτρίφυλλο, αλλά ούτε και με το σήμα της βαζελομάδαςαλογοτροφής». Είναι το τριφύλλι (ελνστ. τριφύλλιον, υποκορ. του αρχ. τρίφυλλον) και χρησιμοποιείται επί το πλείστον ως ζωοτροφή.

Πιθανή ετυμολογία: Ίσως όταν πρωτοχρησιμοποιήθηκε η συγκεκριμένη έκφραση (πιθανότατα σε κάποιο χωριό) να ήταν πολύ εύκολο να βρεθεί δωρεάν το τριφύλλι που χρειαζόταν ο εκάστοτε ζωοτρόφος για να ταΐσει τα ζωντανά του, άρα το να προσπαθεί κάποιος να του πουλήσει τρίφυλλο να σημαίνει πως τον περνάει για χαζό, πουλώντας του κάτι το οποίο μπορεί να βρει δωρεάν. Σαν να του πουλάς αέρα δηλαδή.

Επίσης πουλώντας σε κάποιον τρίφυλλο (δηλαδή ζωοτροφή) είναι σαν να τον περνάς για ζώο, να προσπαθείς να τον κοροϊδέψεις, να τον υποβαθμίζεις νοητικά ένα πράμα.

  1. - Σε ακούω τόση ώρα να μιλάς και μου φαίνεται πως μας περνάς για χαϊβάνια…
    - Γιατί ρε τι σας είπα;
    - Έλα ρε, τόση ώρα μας πουλάς τρίφυλλο λες και είμαστε βόδια…

  2. - Καλά ρε, δεν νιώθεις τι σε λέω τόση ώρα;
    - Δηλαδή αλήθεια το έφαγες το Λίλιαν;;;;
    - Ε τι λέμε ρε; Σε φαίνεται να σε πουλάω τρίφυλλο;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το Γερμανικό είναι μια παραλλαγή ποδοσφαίρου που παίζαμε τσιμπιρίκοι, ειδικά όταν δεν μαζευόμασταν πολλά άτομα, μιας και αντίθετα με το κανονικό ποδόσφαιρο το Γερμανικό είναι καλύτερα να το παίζουν το πολύ πέντε άτομα (γιατί αλλιώς γίνεται ψιλομπάχαλο). Το έχω ακούσει από κάποιους και ως «ψηλό».

Τρόπος παιχνιδιού:
Στο Γερμανικό δεν υπάρχουν δύο ομάδες, όπως στο κανονικό ποδόσφαιρο, αλλά παίζουν όλοι εναντίον του εκάστοτε τερματοφύλακα. Πρέπει να του βάλουν γκολ αλλάζοντας πάσες, χωρίς όμως να πέσει η μπάλα κάτω. Πριν γίνει κάποιο σουτ πρέπει πρώτα να προηγηθούν τρεις πάσες (στον αέρα εννοείται) και μετά να μπει το γκολ. Εννοείται βέβαια πως η μπάλα δεν πρέπει να σκάσει κάτω προτού περάσει την γραμμή του τέρματος. Αν το σουτ είναι άστοχο (είτε βγει έξω, είτε μπει γκολ ενώ έχει σκάσει κάτω η μπάλα) αυτός που το έκανε γίνεται τερματοφύλακας και ο πρώην τερματοφύλακας μπαίνει μέσα.

Βαθμολογίες:
Όλοι οι παίχτες έχουν από 21 βαθμούς, εκτός από αυτόν που μπαίνει πρώτος τερματοφύλακας που έχει συν 2 για αβάντζο. Για να μειωθούν οι βαθμοί σου πρέπει να γίνεις τερματοφύλακας και να φας γκολ. Ανάλογα με τον τρόπο που τρως το γκολ έρχεται και η μείωση που έχεις (όταν βάζεις γκολ δεν κερδίζεις πόντους, απλά χάνει αυτός που το τρώει.).

Αν δεχθείς γκολ:

  • Από απλό σουτ -1 πόντος
  • Από κεφαλιά -2 πόντοι
  • Από γυριστό σουτ -3 πόντοι
  • Από τακουνάκι -4 πόντοι
  • Από ψαλιδάκι -5 πόντοι

Όταν μείνουν μόνο δύο παίκτες παίζουν πεναλντάκια για να βγει ο νικητής.

Συνηθίζαμε να βγάζουμε ένα παρατσούκλι σε όποιον παίκτη έφτανε τους 10 πόντους και σε όποιον μηδενιζόταν πρώτος να του κρύβουμε κάτι (π.χ. το παπούτσι του). Δεν έφτανε που έχανε δηλαδή του κάναμε και την ζωή μαρτύριο μέχρι να το βρει. Τι τσογλάνια…

Ασίστ: σχόλιο από jimakos στον άλλο ορισμό

Τζίζζζζζ (θυροτηλέφωνο)
- Ναι;
- Άσε τα ναι και κατέβα για μπάλα…
- Πόσοι μαζευτήκατε;
- Με σένα πέντε. Άντε κατέβα…
- Τι μόνο πέντε;
- Σκάσε ρε μίρλα και κατέβα, Γερμανικό θα παίξουμε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πετρέλαιο το [petréleo]: ορυκτός υδρογονάνθρακας σε υγρή μορφή που αποτελεί μια από τις κυριότερες πηγές ενέργειας. Όπως μας πληροφορεί εδώ (λες και δεν το ξέραμε, θα μου πείτε και με το δίκιο σας) ο Τριανταφυλλίδης.

Στα δικά μας τώρα, ποιος είναι αυτός που δεν έχει επισκεφτεί μπομπάδικο και δεν τον έχουν ποτίσει από λιωσέ κουέρβο μέχρι Θήβας Ρήγκαλ; Μάλλον κανένας.

Μπόμπα από μπόμπα όμως διαφέρει. Υπάρχουν μπόμπες που (αν κάποιος δεν το 'χει το άθλημα) δεν τις παίρνει πρέφα, παρά μόνο το επόμενο πρωί που ξυπνά με τις γνωστές παρενέργειες.

Την μπόμπα όμως που χαρακτηρίζουμε «πετρέλαιο» δεν γίνεται να μην την καταλάβεις, αφού η μυρωδιά της είναι τόσο χαρακτηριστική (σαν πετρέλαιο ένα πράμα), που κάλλιστα μπορεί να σου κάψει τα μυτοτρίχια. Το τι γεύση μπορεί να έχει δεν το ξέρω μιας και δεν ήμουν ποτέ τόσο γενναίος ώστε να δοκιμάσω.

  1. Καλό θα ήταν να κάνουμε και έναν διαχωρισμό αυτών που ονομάζονται Β' ποτά και αυτών που είναι πραγματικά πετρέλαια

Φυσικά τα παραπάνω δεν πιάνουν στο βενζινάδικο της παραλιακής/ αεροδρομίου, αλλά σε πολλά clubs μπορεί να γλιτώσετε το πετρέλαιο. Από εδώ

  1. Αν μυρίζει οινόπνευμα, άστο, πέτα το… Καλά, υπάρχουν και κάποια που βρωμάνε πετρέλαιο, αυτά κρατήστε τα για τον λέβητα! Από εδώ

  2. Απλά ανέφερα ότι καλό είναι να μην το πίνουμε έξω που δεν σέβονται τίποτα και σου σερβίρουνε πετρέλαιο γιατί κάνει περίεργη πρόσμειξη.

Υπάρχει και η άλλη λύση από το να κάθεστε και να γράφετε για τα πετρέλαια που πίνετε (άσε που πλέον το πετρέλαιο είναι πιο ακριβό από την βενζίνη και δε συμφέρει οπότε...) Από εδώ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παράγωγο της λέξεως «χάος». Κυρίως το συναντάμε στο α’ ενικό του αορίστου - χαώθηκα - και περιγράφει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το μυαλό κάποιου όταν βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση, όταν τα έχει παντελώς χαμένα.

Είναι σαν ένα βαριάς μορφής βλακ άουτ και δεν πρέπει να συγχέεται με πιο«λάιτ» εκφράσεις όπως: βάρεσα τιλτ, βάρεσα μπιέλα ή χτύπησα στρόφαλο.

Ενίοτε ως παρεμφερές του έμεινα μαλάκας ή του έμεινα κάγκελο.

(Από ό,τι φαίνεται παρακάτω, χρησιμοποιείται πολύ από ατονιστές)

  1. Οταν συνειδητοποιησα τι σημαινουν αυτα το νουμερα χαωθηκα. Μαζι με την Τουρκια εχουμε κατι λιγοτερο απο το ενα δεκατο της παγκοσμιας πελατειας οπλων. Κατι λιγοτερο απο το ενα δεκατο!! από εδώ

  2. Σκεφτομουν το Shimano Nexus 8, αλλα ειδα οτι βγαινει σε 200 διαφορετικες εκδοσεις και χαωθηκα. Απόεδώ

  3. Πλατιασα λιγο ειναι η αληθεια και ισως χαωθηκα. Παντως για να συνοψισω λιγο… από εδώ

  4. - Τι έγινε χθες με την Λίλιαν; Το έφαγες το γκομενάκι;
    - Άσε με μωρέ με την μισοπαρθένα...
    - Γιατί ρε, τι έγινε;
    - Ούτε που κατάλαβα ρε. Δεν πρόλαβα να της πιάσω το μπούτι καλά καλά και με άρχισε κάτι γιαλομιές
    - Ε και μετά;
    - Τι μετά ρε μαλάκα; Αφού με χάωσε τελείως σε λέω, καθόμουν και την κοίταγα σαν το χαϊβάνι μπας και σταματήσει ή μπας και καταλάβω τουλάστιχον τι λέει, αλλά αρκίδια!

(από euripidisk, 17/04/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στη βυζαντινή εποχή, αυτός που κρατούσε τα κλειδιά του παλατιού -ο κλειδοκράτορας δηλαδή- ονομαζόταν παπίας. Είχε το δικαίωμα να παρακάθεται στο ίδιο τραπέζι με τον αυτοκράτορα και να διασκεδάζει στα συμπόσιά του.

Όταν αυτοκράτορας ήταν ο Βασίλειος Β', παπίας του παλατιού έγινε ο Ιωάννης Χανδρινός, άνθρωπος με σκληρά αισθήματα, ύπουλος και ψεύτης. Από τη στιγμή που ανέλαβε καθήκοντα, άρχισε να διαβάλει τους πάντες ακόμη και τον αδελφό του Συμεώνα. Έτσι, κατάντησε να γίνει το φόβητρο όλων.

Όταν κάνεις του παραπονιόταν πως τον αδίκησε, ο Χανδρινός προσποιούνταν τον έκπληκτο και τα μάτια του βούρκωναν υποκριτικά. «Είσαι ο καλύτερος μου φίλος» του έλεγε. «Πώς μπορούσα να πω εναντίον σου;». Η διπροσωπία του αυτή έμεινε κλασική.

Γι' αυτό, από τότε, όταν κάνεις πιανόταν να λέει ψέματα ή να προσποιείται τον ανήξερο, οι φίλοι του του έλεγαν ειρωνικά : «Ποιείς τον παπίαν». Φράση που έμεινε ως τα χρόνια μας με μια μικρή παραλλαγή.

Σσ: Το παρόν μπαίνει ως συμπληρωματικό για τους δύο υπάρχοντες ορισμούς, όχι για προσθέσει κάποια καινούργια έννοια της φράσεως αλλά για την καταχώρηση της (κατ’ εμέ) άκρως ενδιαφέρουσας ετυμολογίας της.

Πηγή: εδώ

στους υπάρχοντες ορισμούς

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σύνθετη λέξη που αποτελείται από τις λέξεις σκεμπές και κοιλιακοί. Παρότι ο σκεμπές είναι ένας, δεν συνηθίζεται να λέμε σκεμπεδιακός, γιατί μάλλον δεν είναι και τόσο εύηχο.

Υπάρχουν βεβαίως βεβαίως και οι μπυροκοιλιακοί ή αλλιώς μπυριακοί, αλλά αυτές οι λέξεις περιορίζονται στον χαρακτηρισμό εμπυρογνωμόνων Μπυρακλίδων μπυροκοιλιάδων.

Αντιθέτως, σκεμπεδιακούς έχουν πολλών λογιών άνθρωποι: βοθροκοίλιδες, σαπιοκοιλιάδες, αρκούδες, liposan, αβοκάντα, μπλαμούτσες, φώκιες, μπουρέκλες, ιπποπόταμοι και λοιπά κινητά χασάπικα που βαριέμαι να κάτσω να κάνω γου ταγκ (γιατί είναι και πολλά, μιας και εδώ έχουμε τιμήσει υπέρ του δέοντος όλους τους συμπαθείς εύχοντρους.

Βέβαια δεν χρειάζεται να είσαι και κρεοπωλείο η αφθονία για να έχεις σκεμπεδιακούς. Μπορεί να έχεις φυσιολογική σωματοδομή, απλά με πιο ενισχυμένη την σκεμπεδιακή χώρα. Κοινώς, αν δεν χτίζεις κοιλιακούς (με την καλή έννοια όμως) ή δεν είσαι καμιά κοκκαλοσακούλα, τότε σίγουρα είσαι ένας από εμάς (;).

Μην ξεχνάμε πως δεν είναι και λίγες οι γυναίκες που υποστηρίζουν πως αν ο άντρας δεν έχει και λίγη κοιλιά δεν λέει… (εκτός και αν αυτό είναι αστικός μύθος που έβγαλαν στην φόρα «χαρούμενα διαμορφωμένοι» άνδρες).

Αντιθέτως με τους παραπάνω χαρακτηρισμούς χρησιμοποιείται πολύ και αυτοσαρκαστικά.

- Καλά, δεν βαρέθηκες κάθε μέρα γυμναστήριο;
- Τι να κάνω ρε; Καλοκαίρι έρχεται, χτίζω κοιλιακούς για την παραλία…
- Γυμναστήρια και μαλακίες… και εγώ που είμαι κάθε μέρα στα κοψίδια μια χαρά κοιλιακούς έχω…
- Τι έχεις είπαμε;
- Εεεεε, νταξ τι κοιλιακοί ,τι σκεμπεδιακοί μωρέ… κλάιν...

(από euripidisk, 10/04/10)(από euripidisk, 10/04/10)Η θεωρία καταρρέει οι χοντροί είναι οι ωραίοι (από euripidisk, 10/04/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αντίστοιχο με το την σακουλεύτηκα / σακουλεύομαι.

Το αν το «την τσουβαλεύτηκα» και «την σακουλεύτηκα» έχουν εντελώς ταυτόσημες ή λίγο διαφορετικές έννοιες είναι λίγο διφορούμενο. Ρεμπετολάγνοι γλωσσολόγοι έχουν εντρυφήσει πάνω στο θέμα εδώ και εκείκαι μάλλον επικρατεί η άποψη πως το «την τσουβαλεύτηκα» σημαίνει πως την «κατάλαβα» την δουλειά, ενώ το «την σακουλεύτηκα» πως την διαισθάνομαι-ψυλλιάζομαιι (λίγο πιο αόριστο δηλαδή), πράγμα που ακούγεται και αρκετά λογικό, αν αναλογιστούμε το μέγεθος του τσουβαλιού και της σακούλας (όσο να 'ναι το τσουβάλι χωράει περισσότερη «γνώση»).

Γεγονός είναι πάντως πως το «σακουλεύομαι» χρησιμοποιείται αρκετά ακόμα και στις μέρες μας, ενώ το «τσουβαλεύομαι» όχι (ίσως να είναι και λίγο κακόηχη σαν λέξη).

Πάντως το καθήκον μου να καταγράψω μια λέξη που τείνει να εξαφανιστεί, το έκανα.

Βαμβακάρης, «Κολπατζού»:

«...Κι αφού με σακουλεύεσαι τι θες να 'σαι μαζί μου,
κι αφού δεν τσουβαλιάζεσαι άλλον να βρεις μικρή μου.
Κι αφού δεν τσουβαλιάζεσαι άλλον να βρεις μικρή μου,
κι αφού με σακουλεύεσαι τι θες να 'σαι μαζί μου...»

Α. Νικολαΐδης, «Την ζούλα μου ανακάλυψαν»:

«Δυο και δυο και άλλα δυο και δυο κ οχτώ δεκάξι
πρέπει να την σακουλευτείς / τσουβαλιαστείς μάγκα δεν είσαι εντάξει». (Στο 1ο και 3ο ρεφρέν λέει σακουλευτείς και στο 2ο τσουβαλιαστείς, άκου στο μήδι).

άλα της ο Απόστολας... (από euripidisk, 07/04/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία