Η κουνίστρα, η αδερφή. Χρησιμοποιείται και για (πραγματικές) γυναίκες με την έννοια «τσακλοκούδουνο», «παρτσακλό».

Ουστ μωρή τσιγκολελέτα, που θα μου πεις ότι έχεις πονοκέφαλο απόψε...

Βλέπε π.χ.: http://www.bmwbikers.org/forum/showthread.php?p=26747

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πανηγυριώτικα ή πανηγυρτζίδικα αποκαλούνται απ' «αυτούς που ξέρουν» εκείνα τα λαϊκά άσματα που αποτελούν μίγμα δημοτικού (καγκέλλι κατά προτίμηση), γύφτικου και καθαρού σκυλάδικου.

Οι στίχοι είναι συχνά χειρότεροι και από το σοζέμι, καθώς αποτελούν αληθινά συναξάρια του βίου φορτηγατζήδων, νταβατζήδων, ταξιτζήδων, σουβλατζήδων, σαματατζήδων, αεριτζήδων, μπανιστηρτζήδων κ.ο.κ. Τυπικοί εκπρόσωποι μπορούν να θεωρηθούν καλλιτέχνες όπως οι: Γιωργάκης Τρομάρας, Γιαννάκης Καψάλης, Σοφούλα Βόττα, Τασούλα Βέρρα κ. (άπειροι) ά.

Πήραν την ονομασία τους από το ότι ακούγονται κατά κόρον στα πανηγύρια, όπου αντικατέστησαν τα παραδοσιακά δημοτικά. Ακούγονται επίσης σε σκυλοκαταγώγια της Ομόνοιας, του Μεταξουργείου κ.τ.λ.

Κύρια όργανα: α) σόλο κλαρίνο, β) συνθεζάιζερ κινέζικο για γέμισμα, γ) ηλεκτρική κιθάρα για ρυθμό, αλλά με άθλιο ενισχυτή και άσχετες ρυθμίσεις, δ) ντραμ(ι)ς για φραμπαλά και κέφι, που το χτυπάνε σα γκαζοτενεκέ με κατσαρόλες μαζί.

Κλασικές εταιρείες που εξέδιδαν τέτοια τεχνουργήματα ήταν: ΣΥΜΠΑΝ SOUND, PANIVAR κ.ά.

— Θα 'ρθεις σπίτι τ' απόγε(υ)μα;
— Θα 'ναι κι ο πατέρας σου;
— Ναι, αλλά δεν έχει πρόβλημα.
— Έχω εγώ, όμως! Ακούει όλη μέρα εκείνα τα πανηγυριώτικα και φεύγω με το κεφάλι καζάνι!

Βλέπε και ντηλέυ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κεφαλληνιακή λέξη που δηλώνει απροσδιόριστο τόπο, καθώς και του διαόλου τη μάνα. Λέγεται με κάπως χαβαλεδιάρικη διάθεση, ιδίως από παλαιότερους.

Μάλλον από το ιταλικό Mongibello, λαϊκή ονομασία του ηφαιστείου Αίτνα, τόπου όπου κατοικούσαν δαίμονες, σύμφωνα με την παράδοση.

- Πάλε εχάθηκε ο Νιόνιος. Τώρα δα εδώ δεν ήτουνε;
- Και πού επήε ωρέ; Στο Μιντζιπέλλο;

Από το Χότζειο σχόλιο (από allivegp, 16/04/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο καραγκιόζης, ο γελοίος, ο περίγελως. Λέγεται και για αρσενικούς και για θηλυκές, και χρησιμοποιείται τουλάχιστον 50 χρόνια (σήμερον: 2010).

- Μαλάκα, πάμε Τζέμελλι το βράδυ;
- Σιγά μην πάω πάλι στην κωλότρυπα. Είσαι τελείως νούμερο;

(από Khan, 16/02/15)(από Khan, 25/02/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η γνωστή βεντούζα, συνήθως χρώματος κεραμιδί, για το ξεβούλωμα της λεκάνης (συνήθως από λουκάνα...).

Συνώνυμα: βεντούζα, ξεσκατώστρα.

- Δέκα ώρες προσπαθώ με την ποπέρα φλούτσου-φλούτσου, αλλά τίποτα... Το σκατό έχει σφηνώσει άσκημα, κούκλα μου.
- Άσ' το τότε, Σάκη μου, και πάμε για κανα σπρωξιματάκι.

Αφιερωμένο στον Αλάριχο - Carter USM: A Prince a Pauper\'s Grave... (από HODJAS, 29/03/10)Mary Poppins (από allivegp, 30/03/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στρογγυλοκάθομαι, δε λέω να φύγω και τους γράφω όλους στ' αρχίδια μου.

Μου κατσικώθηκε, που λες, η καριόλα και δεν ξεκόλλαγε για ένα μήνα. Τελικά την κυνήγησα άγρια.

Άμα και κατσικώθηκε στην καρέκλα, άντε να τον κουνήσεις. (από joe909, 03/02/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ευχή που δίνει άνδρας σε γυναίκα (ή και άνδρα) μετά από ένα ξεγυρισμένο τσιμπούκωμα, ακριβώς τη στιγμή που αυτή (ή αυτός) βρίσκεται με τα μόλις εκτοξευθέντα φλόκια στο στόμα του. Υπάρχουν δύο δυνατότητες: α) η λεγάμενη / ο λεγάμενος να έχει ήδη καταπιεί τα φλόκια, οπότε η ευχή είναι κυριολεκτική, β) να βρίσκεται σε δίλημμα για το αν θα τα καταπιεί ή όχι, οπότε τον ενθαρρύνουμε με αυτή την ευχούλα.

(ο γκόμενος μόλις ανακουφισμένος) - Ααααα... (η γκόμενα με μπουκωμένη προφορά) - Γκαι ντώ'α, Μηνά μου;
- Καλή χώνεψη, μωράκι μου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο Καρατζαφέρης, σημασιολογικώς αποκαλούμενος. Είναι αδιάψευστο γεγονός ότι το όνομα του ακραιφνούς Έλληνος πολιτικού μας προέρχεται από το kara = μαύρος, και cafer (αραβ. gafar) = μουσουλμάνος της αίρεσης των «τζαφέρηδων». Έτσι, πολλοί σλανγκίζοντες και πολλές σλανγκίζουσες τον αποκαλούν «Μαύρο Τζαφέρη». Το kara- εδώ είναι μάλλον επιτατικό, αλλά δεν αποκλείεται να αναφέρεται και σε χροιά δέρματος...

Παραλλαγή: Μαυροτζαφέρης

  1. Από εδώ: «Όλα très banal… Κοντεύουμε να γίνουμε ανεπίστρεπτα χώρα βλαχογκλάμουρων. Χριστοφοράκος, Κυριάκος, πάλι Μητσοτάκης, Μαύρος Τζαφέρης, Λαζόπουλος, δικαστήρια, εισαγγελείς, μόνο στρατοδικεία λείπουν…»

  2. Από εδώ: «Με δυο λόγια τους λέει ο Μαυροτζαφέρης… θέλετε να συνεχίσετε να τρώτε από το μέλι; Δώστε σε εμάς το βάζο· Με την ευκαιρία ας επιβάλλουμε τις απόψεις μας·»

(από Αλάριχος Τεκέλογλου, 29/05/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο σερβιτόρος / η σερβιτόρα, με αφαίρεση της κατάληξης, για περισσότερη coolοσύνη και για λογοπαίχνιδο με τα γνωστά εθνικά ονόματα.

- Μπάμπη, βλέπεις πουθενά τη σέρβα να πλερώσουμε;
- Να 'τη ρε! ΚΟΠΕΛΙΑΑΑΑ! ΚΟΠΕΛΙΑΑΑΑΑΑ! ΣΣΣΣ... ΣΣΣΣΟΥ ΠΩΩΩ!

Mila Jovovic: Και Σέρβα και (φουτουριστική) σέρβα. (από Khan, 04/05/10)(από Jonas, 05/05/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η πούτσα. Μάλλον από το κλαρί σε μεγεθυντικό τύπο, ή σύντμηση του καραπουτσακλάρα.

Στην κλάρα μας ρε τι θα πει τ΄αφεντικό!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία