Πίνα Κολάντα (Pina Colada).

Κοινώς η λεύκανση κωλοτρυπίδας. Εκ του χρώματος (λευκού) του ποτού και της ηχητικής γειτνίασης (κολάντα - κώλος).

Η Πίνα Κολάντα εφαρμόζεται σε ινστιτούτα αισθητικής και θεωρείται επέκταση του καλλωπισμού της βουβωνικής χώρας. Η Πίνα Κολάντα δεν είναι συμβατή με τα κουρέμπελα.

  1. - Χθες χρυσή μου πήγα στην Άντζελα. Μού 'κανε ένα μπραζίλιαν φοβερό, και μιας και ήμουν εκεί έκανα και μια Πίνα Κολάντα… Γιατί καλοκαίρι έρχεται ποτέ δεν ξέρεις…

  2. - Κουνιστός ο ξάδελφος, Γιαννάκη…
    - Έλα ρε Κώστα επειδή έχει ξυρισμένο το στήθος του, δηλαδή;
    - Εγώ σου λέω ότι έχει κάνει και Πίνα Κολάντα…

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κολλητός και αδελφικός φίλος του Μαστακουνά (συνήθως) Δημητρίου.

Αμφότεροι παρευρίσκοντο εις άπασας τας σπασαρχιδικές συζητήσεις ή νουθετήσεις.

Ετυμολογικά αυταπόδεικτο.

- Όστις συλληφθεί καπνίζων εις τας τουαλέτας θα οδηγηθεί πάραυτα εις τον Γυμνασιάρχην και αν δεν πάρει πενθήμερον αποβολή να μην με λένε Κωνσταντίνο Μπουλουγρή…
Από την μάζα των συγκεντρωμένων μαθητών: - Ιωάννης Μαστακλάνης.
Ο διπλανός του σφίγγοντας του το χέρι: - Μαστακουνάς Δημήτριος.
Ο Μπουλουγρής: - Ησυχία είπα, τι λέτε εσείς εκεί κάτω Δρακόπουλε;
Ο Δρακόπουλος/Μαστακλάνης: -Τίποτα, Κύριε καθηγητά, τίποτα…

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ταχωνίδης (Κος): Κύριος, γενναιόδωρος πληρώνων αδρώς σε χρήμα ή/και σε είδος την παρουσία μιας Δεσποινίδος ή Κυρίας δίπλα του σαν συνοδεία, παρέα, σχέση, συμβίωση ή σύζυγο. Η Δεσποινίς ή Κυρία ονομάζεται εξ ορισμού Ταπαιρνίδου.

Ο Ταχωνίδης μπορεί να εμφανιστεί και μόνος ψάχνοντας να χορηγήσει ενώ ως ζεύγος απαντάται μόνο με την Ταπαιρνίδου (ενίοτε το σκέλος Ταπαιρνίδου είναι κρυφό αν το επίσημο σκέλος είναι άσχημο, χοντρό και απαίσιο).

-Ρε, μαλάκα Ταχωνίδη, θα σου τα φάει όλα ρε μαλάκα.
-Τι να κάνω ρε συ, αφού με γουστάρει η γκόμενα.
-Τι σε γουστάρει η Ταπαιρνίδου, ρε ζώον! Το πορτοφόλι σου γουστάρει πούναι χοντρό σαν την κοιλιά σου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ταπαιρνίδου (Δις ή Κα): Δεσποινίς ή Κυρία που «τα παίρνει» αδρά για την εκχώρηση οποιασδήποτε «υπηρεσίας» (συνοδείας, παρέας, σχέσης, συμβίωσης, γάμου) προς τον άνδρα. Ο άνδρας αυτός προκειμένου να απολαύσει οποιαδήποτε από αυτές τις υπηρεσίες αναγκάζεται να «τα δώσει» και ως εκ τούτου ονομάζεται «Ταχωνίδης».

Η Δις/Κα Ταπαιρνίδου μπορεί να εμφανιστεί και μόνη ψάχνοντας χορηγό, ενώ ως ζεύγος απαντάται μόνο με τον Κο Ταχωνίδη (ενίοτε το σκέλος Ταχωνίδης είναι κρυφό αν το επίσημο σκέλος του ζεύγους, είναι βλαξ).

-Πήγαμε χθες στο Μέγαρο. Ήταν και η Κυρία Ταπαιρνίδου…
-Η Έρση; Με τον Λέων;
-Ναι ρε, κι ο Ταχωνίδης εκεί, μην λείψει από καμιά φωτογραφία…

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έντονο και οξύ τρίψιμο του τριχωτού της κεφαλής με τους κόμπους (αρθρώσεις) των δακτύλων κατά την διάρκεια κεφαλο-κλειδώματος ή φατούρου.

Συνήθης πράξη «ήπιας» βίας μεταξύ αγοριών στο δημοτικό ή στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου.

Από το τρίψιμο του σαπουνιού για να φύγουν οι βρώμες.

  1. Του τράβηξα ένα κεφαλοκλείδωμα και του ‘κανα κάτι σαπουνάκια που δεν του ‘μεινε τρίχα για τρίχα, του παπάρα.

  2. Έφαγε ένα φατούρο με σαπουνάκια που ήταν όλο δικό του. Ο κωλο-γλύφτης!

  3. - Να σου κάνω ένα σαπουνάκι;
    - Όχι ρε μαλάκα, όχι, άσε με…
    (του ορμάει)- Έλα τώρα…
    - Όχιιιιι… Αααααααααααααα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η ελληνική βερσιόν της λέξης ταρζανέλια.

Θα αποτολμήσω και ετυμολογική προσέγγιση, όλη δικιά μου:

Κουρέμπελα από το κουρ(άδα) (το ποιόν) και (κουνια-)μπέλα (κατάσταση). Δηλαδή κουράδες που κρέμονται και κάνουν κούνια-μπέλα!!! Όπως και ο Ταρζάν στο συνώνυμο λήμμα.

Πώς ακούγεται;

«Θα σου κάψω τα κουρέμπελα.»

Τα κουρέμπελα τα έκαιγαν με αναπτήρα, για να μην πληγώνεται το εργαλείο τους (καθότι ξερά και σκληρά στις κολλημένες τρίχες).

«Άσ' τον αυτόν... του τάχουν κάψει τα κουρέμπελα» (π.χ. για τον παπούστη)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία