Το averta paga είναι νεώτερη έκφραση και σημαίνει: «πληρώνω συνέχεια», αφού paga = πληρωμή.

Μεταφορικά σημαίνει μια κατάσταση ή ένα άτομο που μας αναγκάζει να την πληρώνουμε συνέχεια εμείς.

Ρε φίλε μας έχεις πρήξει. Αβέρτα-πάγκα μας φέρνεις λογαριασμούς. Άει στο διάολο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η έκφραση «θα σου ξηγηθώ αλμυρό φιστίκι»
ή το άλλο : «της / του ξηγήθηκε αλμυρό φιστίκι» ,
είναι πολύ παλιά, ήμουνα παιδί όταν την άκουγα.

Υποθέτω ότι ξεκίνησε από το ότι, εκείνα τα χρόνια, δεκαετίες '50-60, τα ανάλατα φιστίκια Αιγίνης ήταν δυσεύρετα και ακριβά. Και σήμερα ακόμα είναι πιο ακριβά από τα άλλα, αν και πλέον δεν είναι δυσεύρετα -χώρια που σήμερα κυκλοφορούν και με χωρίς τσόφλι, πασπαλισμένα με αλάτι κι αυτά.

Έτσι , τα μόνα αλμυρά φιστίκια που υπήρχαν τότε, ήταν αυτά που λέγονταν τότε -και σήμερα λέγονται έτσι- «αράπικα φιστίκια», επειδή ερχόντουσαν από την Αφρική.

Τώρα, κυρίες και κύριοι, το κάθε άτομο μπορεί να κάνει τους απαραίτητους σεξουαλικούς συνειρμούς γύρω από το «αράπικο», για να φτάσει στο υπονοούμενο. Το άμοιρο κι αθώο φιστικάκι, βέβαια, δεν παραπέμπει σε τέτοιου είδους συνειρμούς, εξάλλου είναι και πολύ μικρό. Πλην όμως, αυτό το άτιμο επίθετό του παραπέμπει.

Όταν ήμουνα παιδί άκουγα και το: «θα φας φιστίκι αλμυρό», κι εννοούσαν αυτό που εννοείται και σήμερα. Πάντως, πρέπει να υποθέσουμε ότι είναι το αλάτι που κάνει τη διαφορά κι όχι μόνο το «αράπικο». Υπάρχουν και τέτοια φιστίκια χωρίς αλάτι.

Άρα, άρα ... το αλάτι κάνει τη διαφορά.
Τσούζει το άτιμο, τσούζει ... χεχεχε.

  1. Εγώ σου ξηγιέμαι όμορφα κι εσύ μου ξηγιέσαι αλμυρό φυστίκι.

  2. (διάλογος αυθεντικός που ήκουσα κάποτε παρά τω καφενείω:)
    - Τι έγινε ρε, τη φιστίκωσες τελικά;
    - Μωρέ την έσκισα τη σκρόφα, της βγήκαν τα φλούδια από τη μύτη και τ' αυτιά!

:-) (από MXΣ, 28/04/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η ψυχαναγκαστική τάση κάποιου για συνεχές άραγμα σε σαιζ-λονγκ, με τα πόδια ορθάνοιχτα, φορώντας ένα σορτσάκι και βυθιζόμενος σε βαθιά κατάθλιψη καθώς αναλογίζεται τις δυστυχίες και κακουχίες που υφίστανται τα δύσμοιρα ανθρωπάκια του Τρίτου Κόσμου. Οι σκέψεις αυτές τον οδηγούν στην κατάθλιψη και καταφεύγει σε απανωτές φραπεδιές, ουίσκια, βότκες, παγωτά, ξύσιμο των αχαμνών του σε βαθμό νευρικού τικ, κι άλλα πολλά.

Οι ψυχολόγοι προτείνουν ως θεραπεία την ρίψη του ασθενούς στην παράπλευρη πισίνα, αφού προηγουμένως έχεις αδειάσει το νερό της• στη συνέχεια πετάς τ' απομεινάρια του και τον σ' ένα ενυδρείο με σκυλόψαρα. Η θεραπεία έχει μόνιμα αποτελέσματα, μετατρέποντας τον ασθενή από αρχιδοξεκουράστρα σε κωλοπιλάλα.

  1. - Σήκω μωρή αρχιδοξεκουράστρα κι έλα να με βοηθήσεις στη μετακόμιση.
    - Δε μπορώ έχω σοβαρή εργασία.
    - Τι σοβαρή εργασία έχεις εσύ ρε μουνόψειρα;
    - Αυτό ακριβώς που είπες, έχω αρπάξει μουνόψειρες κι όλο τα ξύνω.

  2. - Μωρή αρχιδοξεκουράστρα σήκω και κάνε κάτι επιτέλους. Αράχνες έχει πιάσει ο κώλος σου έτσι αραχτός που είσαι συνέχεια.
    - Γι' αυτό δε σηκώνομαι, δε θέλω να χαλάσω τις φωλίτσες τους. Είμαι πολύ ζωόφιλος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η λέξη «ντράβαλα» είναι πολύ παλιά κι αγνώστου ετυμολογίας. Σημαίνει: φασαρίες, καυγάδες, μπερδέματα, τραβολογήματα κ.λπ.

Το πιο πιθανό για μένα είναι ότι προέρχεται από τα τραβολογήματα, που για λόγους εξωγενείς τής γλώσσας μας (η οποία δεν έχει λέξεις γνήσια ελληνικές που ν' αρχίζουν από «ντ»), έγινε ντ-ραβολογήματα και μετά παράλλαξε στο «ντράβαλα». Μάλλον επειδή με το «ντ» ακούγεται πιο βαριά ηχητικά .

Πάντως την άκουγα απ' όταν ήμουν πιτσιρικάς, κάπου εκεί στις αρχές τού 1900 δηλαδή (κλείνω τα 107 εφέτος).

  1. - Κανόνισε την πορεία σου ρε χλιμίτζουρα, γιατί θα έχουμε ντράβαλα.

  2. - Μωρή σουρτούκω, σε βλέπω να πηγαινοέρχεσαι παρέα με τον μαλακοβιόλη Λούλη και θα έχουμε ντράβαλα εγώ κι εσύ.

  3. - Γιατί άργησες ρε μαλακοτρίφτη;
    - Άσε ρε γαμώτο, έπεσα σε μια πορεία κι είχα ντράβαλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι μια λέξη που σημαίνει το άτομο που κάνει γύφτικη ζωή, αλλά και τον γυφτιάρη τσιγκούνη τού κερατά. Πολύ περιφρονητική λέξη, ιταλικής προέλευσης, από τα χρόνια τής Φραγκοκρατίας, όπου τότε σήμαινε τον σκλάβο, τον δυστυχή.

Λέξη χαμένη μέσα στον χρόνο. Το caci στα σημερινά Ιταλικά δεν υπάρχει ως πρόθεμα τυπικό κι ούτε το cacivel μπόρεσα να βρω.

Στα Ελληνικά λέμε και το «κατσιάζω», που σημαίνει το να μην πολυχαϊδεύεις ένα γατί επειδή θα «κατσιάσει», θα πέσουν οι τρίχες του, θα μαδάει δηλαδή. Gatto είναι η λέξη στα Ιταλικά για την / τον γάτα / γάτο, αλλά σε πολλές περιοχές τής Αχαγιάς (Αχαϊας) κατσούλι λένε γενικά το γατί. Η προφορά μιας λέξης αλλάζει κατά πολύ από μέρος σε μέρος και είναι δύσκολο να βρεις το από που ξεκίνησε μια έκφραση, ιδιαίτερα όταν τα γλωσσικά δάνεια από τη μια γλώσσα στην άλλη μπερδεύονται με τα χρόνια.

Παράδειγμα από τον μεγάλο μας ποιητή Νίκο Καββαδία :

«...Κάτω απ' τον ήλιο αναγαλιάζαν οι ελιές και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές τότες που σ' έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια...»

(μπόλια = φακιόλι, τσεμπέρι, μαντήλα, γεμενί, βενετσιάνικη λέξη που σημαίνει κάποιον που τον έχουν τυλίξει σε κάτι για να μη φαίνεται η φάτσα του)

και λίγο πιο κάτω λέει ο καλός μας μια πιο συνηθισμένη λέξη :
«... Ατσίγγανε κι αφέντη μου με τι να σε στολίσω φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό...»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από @BeatKiddo: «μαλακοπίτουρας είναι ο μαλάκας που ανακατεύεται με τα πίτουρα και τον τρώνε οι κότες τελικά».

Δεν είναι σωστό να προσθέσω νέο ορισμό στη λέξη αυτή αφού ο φίλος μας BeatKiddo την ετυμολόγησε πολύ σωστά με 3 λόγια, πλην όμως δεν την έβαλε ως νέο και σωστό ορισμό κι έτσι πέρασε ως σχόλιο απλό. Συντρέχω εγώ για χάρη του, αλλά κι επειδή βρε παλιόπαιδα δεν αφήνετε καν μια λέξη στην ησυχία της για να την προσδιορίσει κάποιος παλαιότερος που την άκουγε επί χρόνια. Ντροπής και αίσχος σας και θα διαμαρτυρηθώ στον Μπαμπινιώτη για να λάβει μέτρα εναντίον σας. Καταντάει σκάνδαλο η συμπεριφορά σας. Στο επί τούτου θέμα μας τώρα, περί τής λέξεως δηλαδής.


Ο καθαρόαιμος κι αρχέγονος μαλάκας όταν συνδυάζεται με τα πίτουρα που τρώνε οι κότες γίνεται τόσο μαλακοβιόλης (μαλάκας για τα μπάζα δηλαδή) που καταντάει να κυλιστεί καταχαμέ παρέα με τις κότες. Γίνεται ένα πράμα με τις κουτσουλιές τους και τα πίτουρά τους. Μιλάμε δηλαδής για τεράστια ξεφτίλα που όμως περνάει απαρατήρητη από τον γνήσιο μαλακοπίτουρα, διότι αυτός ηδονίζεται να τον τρώνε οι κότες. Την καταβρίσκει ο μαλθακο-τσούτσουνος εκεί μέσα στα κοτέτσια, είναι το φυσικό του περιβάλλον, για εκεί γεννήθηκε, και μόνο από παρεξήγηση παράλογη συμβαίνει συχνά να βλέπουμε τέτοια αξιοθρήνητα τυπάκια να γίνονται πρωθυπουργοί μιας όποιας χώρας ή και πρόεδροι τής πιο ισχυρής χώρας τού πλανήτη Γη (μήπως αυτόν τον έρμο πλανήτη πρέπει να τον λέμε Γείτσα κι όχι Γη; Από το «γείτσες» που λέμε όταν κάποια/ος φτερνίζεται. Με τις υγείες σας δηλαδής, διότι σάς βλέπω σφόδρα εξαντλημένη κυρία μου).

*ΥΓ @BeatKiddo Σε σύντρεξα ωρέ'μ για έκανα λάθος που το έγραψα;

- Ρε Γιώργη τι θα γίνει μ' αυτόν τον Παρτσακλή; (αληθινά ονόματα δε λέμε, οικογένειες δε θίγουμε)
- Τι έγινε πάλι με δαύτον;
- Πάει συνέχεια ο βρωμόπουστας στον διευθυντή και λέει ένα σωρό αρχιδιές για όλους μας εδώ μέσα. Τι διάολο συμβαίνει μ' αυτόν τον κοπρίτη; Εϊναι ρουφιάνος;
- Όχι ρε συ, χαλάρωσε, μαλακοπίτουρας είναι ο ηλίθιος κι όλο ανακατεύεται παντού. Δεν είναι ρουφιάνος, καραγκιόζης ολκής είναι, χέστονα ρε Θάνο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παίδες δε γνωρίζω αν έχει ξαναμπεί κάπως παρόμοια το θέμα. Σε μια πρόχειρη αναζήτηση δε μου βγήκε κάτι σχετικό. Λοιπόν, πάω στο θέμα κι άμα έχει ξαναμπεί με ειδοποιάτε.

Οι τραβηχτικές, λοιπόν, είναι ένα μυστήριος όρος τής Οικονομικής Επιστήμης. Παρουσιάζει το εξής παράδοξο δε: αντίθετα με όλα τα σχετικά τής Οικονομίας, που είναι πανεύκολα στη θεωρία, αλλά παπάρια στην πράξη, οι τραβηχτικές είναι πολύ δύσκολες στη θεωρητική εξήγηση, αλλά πανεύκολες στην πράξη. Τι εννοεί τώρα ο ποιητής; Λοιπόν, ως τραβηχτικές εννοούμε τα, με διάφορους τρόπους, ποσά που ρουφάνε από τα διάφορα αρσενικά τα πάσης φύσεως θηλυκά.

Φυσικά υπάρχουν κι οι τραβηχτικές των παιδιών από τούς γονείς τους, αλλά αυτές εμπίπτουν σε άλλη κατηγορία. Τα ανά τις εποχές ευκατάστατα αρσενικά αποτελούσαν κι αποτελούν μόνιμο στόχο για κάθε θηλυκό που σέβεται τον εαυτό του και πιστεύει ακράδαντα ότι το μοναδικό μουνί που υπάρχει και αξίζει στον κόσμο όλο είναι το δικό του.

Πολύ πρόσφατα κάποια... χμ...χμ... γκεχ-γκεχ... «κυρία« Τζούλια (γνωστότατη τοις πάσι, θεωρώ) έκανε την εξής συνταρακτικότατη δήλωση: «Δεν κάνω βίζιτες, επειδή δεν υπάρχει στον κόσμο άντρας που θα πληρώσει τόσο πολλά λεφτά προκειμένου να με έχει».
Μάλιστα, κι ας πάμε παρακάτω.

Εδώ στο παρακάτω είναι και το όλο θέμα. Άμα το θηλυκό αρχίσει τις τραβηχτικές του δεν έχει τελειωμό, όλο στο φέρε-φέρε και δώσε-δώσε θα είναι. Κάποιοι τής Ψυχολογίας το λένε αυτό «γυναικεία απληστία», όμως αυτά είναι θεωρίες τής επιστήμης.

Πιστεύοντας ακράδαντα ότι μέχρι και οι πέτρες κατάλαβαν το θέμα, προχωρώ πάραυτα στα παραδείγματα, μην και τυχόν ξέφυγε κάτι.

  1. - Τζουτζούκο μου πάλι τέλειωσαν τα λεφτά που μου έδωσες, λίγα ήταν.
    - Βρε Καιτούλα, την τελευταία φορά σού έδωσα αρκετά για να χτίσεις σπίτι, τι τα κάνεις τα λεφτά βρε αγάπη μου;
    - Γλυκούλη μου είσαι πολύ πίσω, κάθε μέρα οι τιμές ανεβαίνουν.
    πώς νομίζεις τα καταφέρνω κι εγώ; Πολύ στενά ζω, το ξέρεις.
    - Καλά γλυκιά μου, πάρε τώρα αυτά κι άμα τελειώσουν πες μου.
    - Είσαι ένας άγγελος τζουτζούκο μου.

  2. - Ζιζή μου, σού άνοιξα λογαριασμό στην τράπεζα για να έχεις να παίρνεις όποτε έχεις ανάγκη, αλλά κάθε τόσο με ειδοποιούν ότι ο λογαριασμός σου είναι μείον, τι γίνεται βρε καρδούλα μου;
    - Τι θες να γίνεται Ζαχαρία μου; Βάζεις πολύ λίγα και τελειώνουν γρήγορα, γυναίκα είμαι κι εγώ, τι θες να κάνω; Έχω ανάγκες.
    Αν δε με θες πες μου να φύγω απ' τη ζωή σου και να πάω να κλειστώ σε μοναστήρι.
    - Όχι βρε Ζιζίκα μου, δεν είπα αυτό, σε αγαπώ πολύ και σε θέλω αλλά κι εσύ βρε λατρεία μου κάνε και λίγο κράτει.
    - Τι εννοείς Ζαχαρία; Να πάω τώρα αμέσως στο μοναστήρι;
    - Αμάν βρε αγάπη μου, τι είσαι εσύ; Λέω μονάχα να μην παίρνεις μαζί σου τον ταμία κι όλο το χρηματοκιβώτιο κάθε φορά που πας στην τράπεζα.

(εδώ πέφτει ο μπερντές)

(από Stravon, 09/06/10)Πολιτικής εγχειρίδιον!!! (από Stravon, 09/06/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εδώ υπάρχει βέβαια και σαφέστατα ένα παιχνίδι ηχητικό. Παίζουμε με τις λέξεις ΠΑΣΟΚ, κομμούνα και μούνα.

Και τι υπονοεί ο ποιητής με τέτοιου είδους λογοπαίγνια; Πολύ απλά είναι τα πράγματα κυρίες και κύριοι. Στις οργανώσεις τού ΠΑΣΟΚ υπάρχουν ένα σωρό νεαρά μουνάκια που εύκολα τα χτυπάς παίζοντάς το αριστερών ιδεολογιών. Με πέντε-δέκα αριστερο-αφασό-μαλακιούλες τα έχεις ρίξει και πηδήξει. Έτσι κι αλλιώς κι αυτά τα δύστυχα δε θέλουν κάτι άλλο.

Μπουζουριέρα, βιτρίνα, είναι όλο το αριστερό στυλάκι τους. Να πηδηχτούνε θέλουν τα καημένα αλλά επειδή είναι και «ντροπαλά» το παίζουν πολιτικοποιημένα στο ροζ στυλάκι.

Στο ίδιο ροζ στυλάκι πηδιώντουσαν αδιάκριτα στα τέλη των '70 και τα άλλα παρόμοια θηλυκά της οργάνωσης «Ρήγας Φεραίος» τού ΚΚΕ εσωτερικού. Θυμάμαι να γινόμαστε μέλη του για να πηδήξουμε.

Αναρτήθηκε κατόπιν έκκλησης του Vrastaman.

Γαμώ το φελέκι μου, πρέπει να παραθέσω και παράδειγμα για να βγει το λήμμα, άντε κι ας βάλω κάτι πασίγνωστο :

- Τι έγινε τελικά ρε, την πήδηξες την πασοκoμούνα;
- Σιγά τα δύσκολα ρε, χώρια που με κυνηγάει τώρα να τρέχω στις μαζώξεις τους!

Και σιγά μην πάω...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία