Αναφέρεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες το άτομο νιώθει να χάνει τη λογική του, είτε ένεκα της νοητικής σύγχυσης που μπορεί να του προκαλέσει ένα γεγονός, είτε ένεκα του ηθελημένου υπερβολικού πάθους που τον διακρίνει ως προς ένα στόχο (π.χ. η προσήλωση σε μια ποδοσφαιρική ομάδα). Πολύ συχνά χρησιμοποιείται και για να δηλώσει καταστάσεις ακραιφνούς πρηξαρχιδισμού.

  1. Τι είναι αυτές ρε; Χτες βγήκαμε για καφέ και δεν το κλείσανε το γαμημένο το στόμα τους. Άσε τα μυαλά πουρές γίνανε.
  2. ΑΠΟΕΛ ΚΑΙ ΤΑ ΜΥΑΛΑ ΠΟΥΡΕΣ
    (σύνθημα Κυπριακής ομάδος)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται όταν κάποιος αλλάζει εντελώς τις απόψεις του και τα λεγόμενά του μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Φράση δηλωτική του κωλοτούμπα, που στη γεωγραφική περιοχή της κάτω Βαλκανικής ή αλλιώς Ελλαδιστάν τείνει να αποκτήσει εθνικό χαρακτήρα και συνήθεια πασών των κατατρεγμένων Ελλήνων, από πολιτικούς εκατομμυριούχους, μέχρι ταξιτζήδες μεροκαματιάρηδες.

- Ρε αυτός δεν έλεγε ότι η λαϊκή επανάσταση θα μας σώσει; Τι δουλειά έχει με τα τσιράκια του Βαρδινογιάννη;
-Έτσι έλεγε, αλλά δε του 'ρθε βολική η επανάσταση και τώρα τα μαζεύει.

Δες και σχήμα γνωστού αγνώστου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δηλώνει την επικείμενη πράξη αφόδευσης. Συνήθως λαμβάνει χώρα όταν ο φίλος μας βρίσκεται σε δημόσιο χώρο και προφανώς δεν είναι προγραμματισμένη, πράγμα που πανικοβάλει έτι περισσότερο τoν άτυχο φίλο.

- Εεε,θα με συγχωρέσετε για λίγο, έχω μια δουλίτσα.
- Τι έπαθες ρε;
- Τίποτα μωρέ,έχω συνάντηση με τον πρόεδρο. Πάω κι έρχομαι.
- Ααα πάρε και χαρτί μαζί σου, για καλό και για κακό.

(από sytalkas, 08/02/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει οτι κάποιος είναι εξαντλημένος.

-Πάμε καμιά βόλτα το βράδυ;
-Μπα, είμαι σκοτωμένος, όλη τη μέρα έτρεχα για δουλειές στο κέντρο.

Σκοτώθηκε στη δουλειά ο καημένος. Κυριολεκτικά όμως αααααχαχαχα. (από Galadriel, 26/10/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για ρήμα, το οποίο ανήκει στη γλωσσική οικογένεια των καλιαρντών και το οποίο δηλώνει τη γεμάτη ζωντάνια και άρωμα ενέργεια του πέρδομαι - κλάνω.

Το παρόν λήμμα απαντάται στο βιβλίο Καλιαρντά (Αθήνα, 1971) του αλήστου μνήμης Η. Πετρόπουλου, ενώ για περαιτέρω μελέτη του ζητήματος (της κλανιάς) ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ανατρέξει στο σχετικό ενδελεχώς δοσμένο λήμμα.

-Ρε Μήτσο τε λε ρε αυτός;
-Τε λε;
-Λε ότι θα σε τσαλακώσει!
-Θα τον ρελιάρω τον αβροβάτη στη μάπα και θα ψάχνει τρούπα να κρυφτεί.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για έκφραση η οποία ανήκει εις την γλωσσική οικογένεια των καλιαρντών και η οποία ακολουθεί τη γενικότερη γλωσσοπλαστική κατεύθυνση του εν λόγω λεξιλογίου. Κατ' ουσία η έκφραση αυτή αποτελεί κατάρα που συνήθως αποδίδεται σε νεαρές κορασίδες, αλλά και σε άτομα του ετέρου φύλου σημαίνοντας την αδυναμία κατάκτησης κάποιου στόχου, την αδυναμία ευρέσεως κάποιου ποθητού αντικειμένου.

Πέραν της μεταφορικής χρήσεως της, η έκφραση χρησιμοποιείται και κυριολεκτικά σε περίπτωση που κάποια ψωνισμένη (προφανώς, αλλιώς δεν εξηγείται) γκόμενα μας δώσει πασαπόρτι και εμείς με επιδεικτικό τρόπο τις μεταφέρουμε τις ευχές μας με αυτόν τον ευχάριστο γλωσσικό τρόπο.

Ενίοτε συνοδεύεται από κάποιον επιθετικό προσδιορισμό αρνητικής σημασίας, το οποίο δίνει μεγαλύτερη ένταση στη κατάρα.

  1. -Έλα ρε ψηλέ κάνε μου τη χάρη και φτιάξε το pc. -Ρε δικέ μου σου λέω δεν έχω χρόνο ούτε να ρελιάρω. -Που να ζητάς ψωλή και να μη βρίσκεις ούτε δάχτυλο μαλάκα ψηλέ!

  2. -Ρε μωρό γιατί μου ζητάς να χωρίσουμε, μόλις που γνωριστήκαμε, δε με ξέρεις καθόλου για να μου λες ότι δε σου αξίζω. -Είπα Τ Ε Λ Ε Ι Ω Σ Α Μ Ε! -Που να ζητάς ψωλή και να μη βρίσκεις ούτε δάχτυλο παλιομαλάκω!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το πασαπόρτι (ιγκλιστί passport) έχει την ίδια ακριβώς σημασία με το διαβατήριο. Η λέξη πασαπόρτι «εξελληνίστικε» απο τους εωσφόρους Διδασκάλους του Γένους (π.χ. Αδαμάντιος Κοραής), οι οποίοι πρόκριναν ότι η γλώσσα των Ελλήνων έπρεπε να καθαρθεί από κάθε αλλότρια επιρροή. Έτσι το πασαπόρτι μετονομάστηκε σε διαβατήριο.

Το εν λόγω λήμμα χρησιμοποιείται και μεταφορικά δηλώνοντας ότι κάποιος (συνήθως απατημένος σύζυγος, ή δύσγαμος) διώχνει τη γυναίκα του από το σπίτι και από τη ζωή του παραχωρώντας της μεταφορικά πασαπόρτι.

  1. Τον τελευταίο καιρό δε μου τα λέει καλά η Κατερινούλα. Αν συνεχίσει έτσι θα της δώσω πασαπόρτι.

  2. - Γιαγιά βιάσου, θα χάσουμε το αεροπλάνο.
    - Περίμενε λίγο, δε βρίσκω το πασαπόρτι μου.
    - Ποιό πασαπόρτι ρε γιαγιά, διαβατήριο το λένε...

(από Khan, 18/05/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για έκφραση που αναφέρεται κατ' αποκλειστικότηταν εις τους πρεσβύωπας μεσήλικας, οι οποίοι είθισται να χρησιμοποιούν τ' αρχίδια τους ως αναλόγιο και το τουτού τους ως σελιδοδείκτη.

Η κατάσταση αυτή είναι δηλωτική του επικείμενου παροπλισμού, τόσο ψυχικού, όσο και σωματικού του μεσήλικος ανδρός, ο οποίος από εδώ και στο εξής θα δύναται να συνουσιασθεί μόνο δια των οφθαλμών, λόγω ανυπέρβλητων λειτουργικών προβλημάτων.

- Ρε τι έπαθε ο Μήτσος και έχει το τελευταίο καιρό νεύρα;
- Τίποτα ρε, απλά όποιος διαβάζει με τ' αρχίδια γαμάει με τα μάτια.
- Αα κατάλαβα, ξεκίνησαν τα γνωστά προβλήματα της πρεσβυωπίας.
- Ακριβώς.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αναφέρεται στην κατάσταση που έχει περιέλθει κάποιος έπειτα από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ: συγκεκριμένα στην πολλαπλή αποβολή ασυνήθιστα μεγάλης ποσότητας γαστρικού περιεχομένου εκ του στόματος.

Ο «κώλος» χρησιμοποιείται αυθαίρετα και συνειρμικά, καθώς ο περί ου ο λόγος ντίρλας αποβάλει τα ίδια του τα σωθικά, έχοντας χάσει τον έλεγχο του εαυτού του.

Ρε τα έμαθες για τη Βάλια;Προχθές που βγήκαμε έξω ήπιε όλο το Βόσπορο και μετά ξέρναγε το κώλο της.Αφού τη πήγαμε στο νοσοκομείο και τη βάλανε στον ορό για να συνέλθει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για παρετυμολογία της λέξης λιμοκοντόρος που χαρακτηρίζει μειωτικά κάποιο νεαρό, ο οποίος συμπεριφέρεται επιδεικτικά και επιτηδευμένα παριστάνοντας κατ' ουσίαν το γόη (τεντυ μπόυ).

Η λέξη λημμοκοντόρος ανήκει εις τη σλανγκική γλώσσα και συντίθεται από τις λέξεις λήμμα+κοντά+οράω. Ως εκ τούτου δηλώνει τον κοντόφθαλμο λημματοδότη, ο οποίος στη προσπάθεια του να ορίσει κάποιο λήμμα παραλείπει σημαντικές πληροφορίες, όπως για παράδειγμα η ύπαρξη παράλληλων χρήσεων του λήμματος, τόσο σε μεταφορικό, όσο και σε κυριολεκτικό επίπεδο.

Επίσης, η λέξη χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάποιον που τίθεται στη διαδικασία παραγωγής κάποιου ορισμού έχοντας ως αυτοσκοπό τη προσωπική ανάδειξη του ιδίου χρησιμοποιώντας πολύ συχνά φθηνές πρακτικές εντυπωσιασμού.

-Καλά ο Κώστας έχει μυηθεί βαθιά εις το zeroαστρισμό.
-Αφού είναι λημμοκοντόρος, ο γελοίος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία