Πρόκειται για χαρακτηρισμό που αναφέρεται σε ιδιαίτερα μη ευειδείς γυναίκες, η εξωτερική εμφάνιση των οποίων, σε συνδυασμό με το υψηλό τουπέ που εσφαλμένα (προφανώς) διαθέτουν, θέτει κάποιον στη διαδικασία να κατασκευάσει λήμμα στο slang.gr, προκειμένου να περιγράψει την ασχημοσύνη αυτών των κορασίδων, καθώς και να μετριάσει την εύλογη άρνηση του προς το πρόσωπό τους.

Η όψη αυτών κρίνεται άκρως επικίνδυνη για την υγεία των οφθαλμών του βλέποντος, ο οποίος εύχεται το μόνο λειτουργικό σημείο του οφθαλμού του να είναι το «τυφλό σημείο». Μία πολύ γνωστή ασθένεια που οφείλεται σ 'αυτό το γεγονός είναι η θλάση οφθαλμού, καθώς και η εμφάνιση καταρράκτη σε νεαρή ηλικία.

Υ.Γ. Τα γυαλιά ηλίου δεν φέρουν διαφορετικό αποτέλεσμα.

Ρε φίλε προχθές μου την έπεσε μια γκόμενα,πραγματικό θεόμπαζο,εύκολα κέρδιζε το βραβείο της επιτυχίας της ασχήμιας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για τον κατ' ευφημισμόν μάγκα, ο οποίος αυτοαποκαλείται ατρόμητος και θαρρετός, ωστόσο σε κάποια δύσκολη περίσταση μόνο φόβο και ατολμία έχει να καταδείξει. Το πρώτο συνθετικό (κουραμπιές) χρησιμοποιείται για να δείξει κάτι το ευπαρουσίαστο, το οποίο, όμως, θρυμματίζεται σχετικά εύκολα.

Ρε φίλε, αυτός ο Μηνάς σκέτος κουραμπιεδόμαγκας είναι, προχθές που μας κόλλησαν τρεις αλβανοί αυτός έκλασε μαλλί και άρχισε να τρέχει.

(από Sasa, 17/05/10)

βλ. και κουραδόμαγκας

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για παρετυμολογία της γνωστής έκφρασης «εκ του περισσού», η οποία δηλώνει ότι κάτι είναι περιττό, ότι κάτι ουσιαστικά δεν έχει καμία σημασία για την εξέλιξη κάποιας κατάστασης.

Με την έκφραση «εκ του Περισσού» δηλώνεται κάθε ενέργεια η οποία δημιουργείται και κατευθύνεται από το κεντρικό Eλληνικό κομμουνιστικό φρούριο (ή αλλιώς «σπίτι του λαού») που εδράζεται στη περιοχή του Περισσού. Τέτοιες ενέργειες αποτελούν προτάσεις, προκηρύξεις, εφημερίδες, τηλεοπτικά κανάλια, φει βολάνς κ.α., τα οποία ακολουθούν τη σκληρή κομμουνιστική γραμμή και τα οποία προσδιορίζουν τους στόχους και τις επιδιώξεις της ταξικής πάλης (κατά το «πάλη μωρό μου λείπεις πάλη μ' εγκαταλείπεις» που αναφέρεται σε γνωστό ελληνικό γυφτοπόπ άσμα).

Μετά την εξαγγελία των νέων μέτρων απο τη κυβέρνηση, εξεδόθη άμεσα προκήρυξη εκ του περισσού.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει οτι κάποιος είναι εξαντλημένος.

-Πάμε καμιά βόλτα το βράδυ;
-Μπα, είμαι σκοτωμένος, όλη τη μέρα έτρεχα για δουλειές στο κέντρο.

Σκοτώθηκε στη δουλειά ο καημένος. Κυριολεκτικά όμως αααααχαχαχα. (από Galadriel, 26/10/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο καυλαμάς, κατά τον λακαμά και όχι κατά τον Παλαμά (που μάλλον ιεροσυλία θα αποτελούσε), δηλώνει ότι κάποιος έιναι εντελώς μαλάκας, ότι κάποιος είναι κάτοχος p.hD με αντικείμενο τη μαλακία. Το πρώτο συνθετικό (καύλα) χρησιμοποιείται εμφατικά για να δηλώσει την ένταση και το ευμέγεθες της μαλακίας, η οποία εννοείται με το «μάς», του οποίου η ολοφραστική εκφορά παραλείπεται σκοπίμως για λόγους ευηχότητος και ηθικοπλαστικής προκατάληψης.

- Πώς έμαθε η δικιά σου τα καμώματά σου με την Άννα;
- Της τα είπε ο Τάκης.
- Αυτός είναι εντελώς καυλαμάς ρε, μη μου πεις ότι ακόμα του μιλάς;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το πασαπόρτι (ιγκλιστί passport) έχει την ίδια ακριβώς σημασία με το διαβατήριο. Η λέξη πασαπόρτι «εξελληνίστικε» απο τους εωσφόρους Διδασκάλους του Γένους (π.χ. Αδαμάντιος Κοραής), οι οποίοι πρόκριναν ότι η γλώσσα των Ελλήνων έπρεπε να καθαρθεί από κάθε αλλότρια επιρροή. Έτσι το πασαπόρτι μετονομάστηκε σε διαβατήριο.

Το εν λόγω λήμμα χρησιμοποιείται και μεταφορικά δηλώνοντας ότι κάποιος (συνήθως απατημένος σύζυγος, ή δύσγαμος) διώχνει τη γυναίκα του από το σπίτι και από τη ζωή του παραχωρώντας της μεταφορικά πασαπόρτι.

  1. Τον τελευταίο καιρό δε μου τα λέει καλά η Κατερινούλα. Αν συνεχίσει έτσι θα της δώσω πασαπόρτι.

  2. - Γιαγιά βιάσου, θα χάσουμε το αεροπλάνο.
    - Περίμενε λίγο, δε βρίσκω το πασαπόρτι μου.
    - Ποιό πασαπόρτι ρε γιαγιά, διαβατήριο το λένε...

(από Khan, 18/05/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για παρετυμολογία της λέξης λιμοκοντόρος που χαρακτηρίζει μειωτικά κάποιο νεαρό, ο οποίος συμπεριφέρεται επιδεικτικά και επιτηδευμένα παριστάνοντας κατ' ουσίαν το γόη (τεντυ μπόυ).

Η λέξη λημμοκοντόρος ανήκει εις τη σλανγκική γλώσσα και συντίθεται από τις λέξεις λήμμα+κοντά+οράω. Ως εκ τούτου δηλώνει τον κοντόφθαλμο λημματοδότη, ο οποίος στη προσπάθεια του να ορίσει κάποιο λήμμα παραλείπει σημαντικές πληροφορίες, όπως για παράδειγμα η ύπαρξη παράλληλων χρήσεων του λήμματος, τόσο σε μεταφορικό, όσο και σε κυριολεκτικό επίπεδο.

Επίσης, η λέξη χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάποιον που τίθεται στη διαδικασία παραγωγής κάποιου ορισμού έχοντας ως αυτοσκοπό τη προσωπική ανάδειξη του ιδίου χρησιμοποιώντας πολύ συχνά φθηνές πρακτικές εντυπωσιασμού.

-Καλά ο Κώστας έχει μυηθεί βαθιά εις το zeroαστρισμό.
-Αφού είναι λημμοκοντόρος, ο γελοίος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επίθετο που φανερώνει ότι κάτι είναι μοναδικό στο είδος του και ως εκ τούτου θαυμαστό, όπως μοναδικά και θαυμαστά είναι και τα ομηρικά έπη.

- Ρε φίλε, κοίτα ένα κώλο που έχει η γκόμενα!
- Πωω ρε φίλε τι λες τώρα, μιλάμε για επικό κώλο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για ρήμα, το οποίο ανήκει στη γλωσσική οικογένεια των καλιαρντών και το οποίο δηλώνει τη γεμάτη ζωντάνια και άρωμα ενέργεια του πέρδομαι - κλάνω.

Το παρόν λήμμα απαντάται στο βιβλίο Καλιαρντά (Αθήνα, 1971) του αλήστου μνήμης Η. Πετρόπουλου, ενώ για περαιτέρω μελέτη του ζητήματος (της κλανιάς) ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ανατρέξει στο σχετικό ενδελεχώς δοσμένο λήμμα.

-Ρε Μήτσο τε λε ρε αυτός;
-Τε λε;
-Λε ότι θα σε τσαλακώσει!
-Θα τον ρελιάρω τον αβροβάτη στη μάπα και θα ψάχνει τρούπα να κρυφτεί.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη που στα καλιαρντά αναφέρεται κατ' εξοχήν για να περιγράψει τον ομοφυλόφιλο.

Ο παραλληλισμός έγκειται στο ιδιαίτερο σχήμα της δαντέλας, το οποίο προσδιορίζεται από ένα διάτρητο πλέγμα από λεπτές κλωστές, οι οποίες διατάσσονται στο εν λόγω πλέγμα με τη χρήση μιας βελόνας, της οποίας χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι η στρογγυλή της αιχμή (αγκυροβελόνα).

Εδώ, η ομοιότητα της τεχνικής πλεξίματος με αυτή της τεχνικής πισωκολλήματος είναι πρόδηλη, ενώ παράλληλα ομοιότητα παρουσιάζεται και με τη συνεπακόλουθη (σε σπάνιες, αλλά καθόλου άγνωστες περιπτώσεις) γνωστή σε χειρουργικά φόρα τεχνική της πρωκτοραφής.

Ο τύπος είναι εντελώς δαντέλα, από το πολύ γαμήσι ψάχνει χειρουργό για να του κάνει πρωκτοραφή.

Αρσενικό και παλιά δαντέλα (από HODJAS, 26/05/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία