Ο κτηνοβάτωρ στο πιο κυριλέ. Αυτός που δεν πηγαίνει αδιακρίτως με αμνοερίφια και γαϊδούρες αλλά μόνον με κατσίκες για τους κάτωθι σοβαρούς(όπως μου έχουν πει)λόγους:
1) Ο κώλος της κατσικούλας είναι άτριχος και ροζέ, και το περίνεο βελούδινο.
2) Επίσης είναι ο καλύτερος μάστορας, όπως λένε, καθώς κατασκευάζει όλες τις βερβέλες* ολόιδιες.
3) Η κατσίκα έχει χαμηλό κέντρο βάρους και καλύτερα αντανακλαστικά στο κούνημα της πυέλου
4) Το χαμηλό ύψος του στόχου ευνοεί και τους επίδοξους κτηνοβαίνοντες μικρότερης ηλικίας από τους αποκλειστικά γαϊδουρογάμηδες κάνοντας έτσι το κατσικομπήχτειν πιο δημοφιλές στις μικρές ηλικίες.
5) Η κατά φύσιν και η παρά φύσιν πράξη δεν έχουν σημαντικές ποιοτικές διαφορές μεταξύ των.
6) Όπως και να το κάνουμε και ο πιο δύσπιστος θα συμφωνούσε στο ότι η κατσίκα και πιο κοριτσίστικη φωνή έχει, και πιο ωραία μαλλιά (και γένια) αλλά και τα πιό ωραία βυζάκια απ' όλες τις άλλες.
Ανέκδοτο εις θέσιν παραδείγματος!
Στην Ελληνική ύπαιθρο κάπου, ένα παλληκάρι είχε ένα κοπάδι γίδες τις οποίες και είχε ξεσκίσει στο μπούτσο. Όλες. Όλες εκτός από μία μελαχρινή παρθένα με τσιγκελωτό ματόκλαδο. Κάποια φορά λοιπόν με ένα κόλπο κατάφερε να της αποσπάσει την προσοχή και έχοντας κατεβάσει ήδη τα βρακιά του σε θέση πιγκουινάτου, πήδηξε, της τον κάρφωσε και την τσάκωσε από τα κέρατα. Ενοχληθείσα σφόδρα η μικρά άρχισε να τρέχει αφηνιασμένη, με χίλια. Βγήκε από το μαντρί και έφτασε στο πρώτο χωριουδάκι με τον εραστή - βιαστή να της τον έχει μέσα, να κρατιέται ξεβράκωτος απ' τα κερατά της και σχεδόν να μην ακουμπάνε τα πόδια του στο έδαφος. Έτσι λοιπόν, το σύμπλεγμα αυτό περνούσε σφαίρα μέσα από κάτι σοκάκια του χωριουδακίου, όπου σε ένα πλατύσκαλο καθόταν μια γριά, με τα γυαλιά της κατεβασμένα στο ύψος της μύτης της και έπλεκε. Παίρνοντας λοιπόν το ζεύγος από μπρος της με τα χίλια , η γριά σήκωσε βιαστικά το κεφάλι της να κοιτάξει και αφού είδε ό,τι είδε αναφώνησε με επιτίμηση:
Μπει διούλε* μέσα σου ρεντίκολο, βρακί δεν έχεις να βάλεις στο γκώλο σου, τα μηχανάκια σε μαράνανε.
*Διάολε