Πολύ γριά.
Παλιά παιδική έκφραση συνοδευόμενη ενίοτε από το «γριά».
Ουστ από δω μωρή γριά γκρανκάσα που θα μου πεις να μην παίζω μπάλα το μεσημέρι!
Πολύ γριά.
Παλιά παιδική έκφραση συνοδευόμενη ενίοτε από το «γριά».
Ουστ από δω μωρή γριά γκρανκάσα που θα μου πεις να μην παίζω μπάλα το μεσημέρι!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Αυτή που το πάει το γράμμα, τον γυρεύει, χωρίς όμως να φτάσει στο σημείο να είναι ζητιάνα του πέους.
Παιδική κυρίως έκφραση που χρησιμοποιούνταν παλιά εναντίον κοριτσιών που δεν συμπαθούσαμε.
Άντε μωρέ από δω με την κωλοκουνίστρα!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Ο τακτικός χρήστης μπάφου.
Αυτοί εδώ που βλέπεις στον διάδρομο της εστίας είναι κάτι ιταλοί μπαφιώτες από το erasmus. Έχουν κλείσει και τις πόρτες και το 'χουν ντουμανιάσει.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Ο βλάκας. Αυτός που δεν του κόβει. Χρησιμοποιείται όταν δε θέλουμε να καταφύγουμε σε χυδαίες εκφράσεις εναντίον κάποιου.
Τι λέει ο αστραπόγιαννος;
Χαρακτηρισμοί με κύριο όνομα για συνθετικό: αστραπόγιαννος, βιαστικοθοδώρα, βουβαντώνης, γερολάζαρος, γυναικοθόδωρος, λωλοστεφανής, μαλακαντρέας, μαλακαντώνης, μουγγοθόδωρος, ντελημπάσχος, ντελήσαββας, παστρικοθοδώρα, στραβόγιαννος, τρελαντώνης, τρεμολάζαρος, τρομπογιώργης, τρυπαντωνάκης, ψευτοθόδωρος.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Αυτός που σκάει μπάφο.
Ο ντάτουρας είναι παράφραση του ψυχοτροπικού φυτού «ντατούρα» που ευδοκιμεί κυρίως στο Μεξικό.
Χρησιμοποιείται και σαν παρατσούκλι-χαιρετισμός.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Παρακμιακή έκφραση που υποδηλώνει γκόμενα άγρια, μηχανή στο κρεββάτι, με απόδοση δίχρονης μηχανής.
Πω ρε μάγκα, το είδες το δίχρονο;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Φασαρία, διαπληκτισμός. Αντίστοιχο του κυπριακού μπασαμά.
Έγινε μεγάλη αντράλα χτες στο μπαρ.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Το άτομο εκείνο που λόγω σωματοδομής, χαρακτηριστικών προσώπου, ντυσίματος και εν γένει απολίτιστης συμπεριφοράς, θυμίζει πρωτόγονο.
- Κοίτα ρε μαλάκα ένα αυστραλοπίθηκα που πάει να την πέσει στην Τζενούλα...ωρέ έχει να πέσει πολλή χυλόπιτα!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Συνώνυμα: λέει μαλακίες, τον γράφω στα αρχίδια μου.
- Άμα έρθω εκεί θα σου πω εγώ ποιος είναι μαλάκας...
- Ρε δε πά' να γαμηθείς να ασπρίσεις;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Ο λαϊκός τύπος που έχει κάποιες τρέντυ πινελιές. Δεν χρησιμοποιείται υποτιμητικά, αλλά σαν χαιρετισμός μεταξύ φίλων που γνωρίζονται καλά μεταξύ τους.
Με την ίδια έννοια χρησιμοποιείται και το «τρεντάκος».
- Τι κάνεις τρεντόπουλο, πώς πάει;
- Έλα ρε τρεντάκο, πού χάθηκες;
Βλ. και βλαχοτρέντι, τρέντι, τρέντυς, τον άντρα παλιά, τον ήθελαν λεβέντη. Τώρα τον θέλουν αδελφή και τον φωνάζουν τρέντι
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία