Ελήφθη. To 'πιασα. Ακούει.

- Άλλαξαν τα σχέδια για το βράδυ, άκυρο το έξω, θα μαζευτούμε στου Γκιμπ για pro.
- Ρότζερ.

(από Vrastaman, 08/06/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η μαλακία πάει σύννεφο.

Πιο δυνατό όμως και πιο γαμιστερό ως φράση, δηλώνει μαλακία άνευ ορίων, μέχρι εξάντλησης των αποθεμάτων, κυριολεκτικώς και μεταφορικώς.

  1. - Δεν αντέχονται τα παλουκάρια, δύο λεπτά συζήτησης και τραβάς τα μαλλιά σου μετά.
    - Αφού ρε η μαλακία πάει στεφάνι εκεί μέσα, απορώ γιατί μιλάς μαζί τους.

Βλέπε και πάει η μαλακία γόνατο και συννέφιασε, ή η μαλακία πάει σύννεφο...;.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κατά Βάνα Μπάρμπα, σημαίνει τα πάντα. Κάθεται σε οποιαδήποτε πρόταση θες να πεις κάτι και δεν ξέρεις να το περιγράψεις.

- Πώς θα είναι η φετινή σεζόν;
- Όχι γεμάτη όπως τις άλλες χρονιές, άλλωστε όταν πλησιάζεις τα 40 (!!!) πρέπει να κάνεις και λίγη κράτει. Φέτος θα αφιερώσω τον χρόνο μου σε μένα και στην κόρη μου. Θα πάω ταξίδια, θα γράψω στο slang.gr ότι μου έρθει στην καούκα, θα κάνω πράγματα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ψητό λέμε τον μπάφο, γιατί όταν σκάει μυρίζει σαν μπριζόλα. Όταν σου πει κάποιος «πάμε για τίποτα ψητά», είναι συνθηματικό να πάτε για μπάφο.

— Τι θα κάνεις πιο αργά; Έχω κάτι ψητά σπίτι και λέω να τα δοκιμάσω.
Μέσα.

Δες και μπριζολάτη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Θα το πέρναγα βρέξει χιονίσει αλλά το έχωσε και η μαριαηομορφη στο πρόχειρο.

Προέρχεται από διαφήμιση κινητής τηλεφωνίας και το λέει όλος ο κόσμος κι ο ντουνιάς τις τελευταίες μέρες.

Ο τύπος που το λέει στη διαφήμιση είναι φλωράς και βλακόμετρο αλλά στη σλανγκ το λέμε ειρωνικά όταν είμαστε σίγουροι για ένα συμπέρασμα που βγάλαμε και ειρωνευόμαστε το συνομιλητή μας που μας αμφισβητεί.

Ρε συ σου λέω αφού το ξέρω σίγουρα, η Μαρία δεν έχει γκόμενο.
— Λες μαλακίες, έχει και παραέχει. Χτες βράδυ την πήραμε τόσα τηλ. και δεν απάνταγε. Τυχαίο; δε νομίζω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έτσι το πεντακοσάευρο από το χρώμα του. Λέγεται κάργα από τραπεζοϋπάλληλους αλλά και γενικότερα.

Με μωβ (μόνο μωβ και τίποτα άλλο) λένε κυκλοφορούν κάποιοι πλουσίου, πχ Τζίγγερ.

- Παρακαλώ.
- Ανάληψη 4 χιλιάρικα.
- Ταυτότητα.
- ...
- Έχω μωβ και κατοστάρικα, σε τι τα θέλετε ;
- Δώμου 2 μωβ και τα υπόλοιπα πράσινα.

(από perkins, 07/07/10)

Δες ακόμη: καφετί, κίτρινα, γιοφύρι, πράσινα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Ο βρωμύλος, δι' ευνόητους λόγους.

  2. Ο αραγματίας, ο βαρεμάρας, ο ρούχλας που βαριέται που ζει και αράζει συνέχεια σπίτι του, όπως το κουνάβι στη φωλεά του. Συνώνυμο: καναπές.

Σχετικό ρήμα: κουναβιάζω = αράζω μέσα και δεν έχω όρεξη ούτε για μπλακ κάβιαρ, ρουχλιάζω, μουχλιάζω κλπ.

  1. - Άντε ρε κουνάβι ξεκόλλα λίγο απ τον καναπέ σου να πάμε για κανένα ποτάκι.
    - Βρε δε γαμιέσαι κι εσύ κι ο γρύλος σου..

  2. - Ρε μην κουναβιάζεις σου λέω, Σάββατο βράδυ πάλι στο σλανγκ θα κάτσεις, παρέα με τους καμένους;
    - Εσύ τι ζόρι τραβάς; Ναι θα αράξω σλανγκ και πήγαινε τώρα να δεις αν έρχομαι.

(από GATZMAN, 07/07/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η γενική είναι σλανγκ όταν τίθεται (από το ρ. τίθω, όπως λέει η Άνζελα) αντί ονομαστικής. Πάντα γενική ενικού, όχι πλήθους.

πχ:
απιστεύτου
απάρτου
αγαμίδου
πλουσίου

Σημείωση ότι τα παραπάνω λέγονται. Μην πιάσει κανείς και κάνει την τρίχα τριχιά και εφευρίσκει απ' τη γκλάβα του γενικές. Μόνο ό,τι έχει ακούσει.

  1. Η γκόμενα είναι απιστεύτου.

  2. Έχει να γαμηθεί από τον καιρό του μελχισεδεκ, απαρτου και αγαμίιδου γωνία σου λέω.

  3. Έσκασε κι ο κλασικός ο μαλάκας ο πλουσίου με το κουγιέν να μας κάνει επίδειξη την ψωλή του.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Γαλλοπρεπής κατάληξη κλπ.)

Εμπόρευμα, συνήθως ρούχο ή παπούτσι, που δεν είναι φιρμάτο. Απλά πάνω δε γράφει τίποτα, είναι αυτό που είναι γιατί έτσι γουστάρει, ούτε νίκε ούτε αντίντασλερ και κέρατα.

Είναι πάμφθηνο και ανεξιχνίαστου προέλευσης (συνήθως σινικής). Πουλιέται μαζικά στα καλάθια (Αιόλου, Αθηνάς, Μοναστηράκι, κλπ). Το προτιμούν τσίπηδες και φτωχοί. Έγκλημα καθοσιώσεως να φοράς αμαρκέ αν οι παρέες σου είναι υψηλού και μεγαλοπιασμένες και θες να φαίνεσαι τρέντι.

Σχετικό με το αμαρκέ είναι το μάρκα μ' έκαψες. Όταν η μάρκα είναι παγκοσμίως άγνωστη και ανύπαρκτη.

- Γιατρός άνθρωπος και φοράει παπούτσι πάνινο αμαρκέ με δέκα ευρώ απ την Αιόλου.
- Ναι, είναι μεγάλος εβραίος δεν το ήξερες ;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Πεντακάθαρο χωρίς ίχνος βρομιάς.

  2. Σένιο, χωρίς προβλήματα.

- Κυρά-Κούλα στον έκανα γουλί τον καμπινέ!
(Κώστας Τσάκωνας στη «Μεγάλη Απόφραξη» - θέλει να πει ότι ξεβούλωσε τη λεκάνη από το σκέτο και ότι πλέον είναι έτοιμη προς χρήση και κατάχρηση χωρίς προβλήματα).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία