Άτομο –κυρίως νεαρής ηλικίας– που δεν ασχολείται σχεδόν καθόλου με την πολιτική, αλλά έχει μπει σε κάποια αριστερή πολιτική νεολαία για λόγους κοινωνικοποίησης.

Υπάρχουν παρόμοια στοιχεία σε όλες τις πολιτικές νεολαίες, αλλά για κάποιο περίεργο λόγο δεν υπάρχουν αντίστοιχες λέξεις για τη δεξιά ή το κέντρο.

Δες το τυπάκι με τη γλοιωδώς φροντισμένη κοτσίδα από την ΑΡΕΝ. Χθες μου έλεγε ότι ο Μαρξ είναι καλός αλλά προτιμάει τον Σπένσερ. Κλασική περίπτωση αριστεροχαρούμενου.

(από Vrastaman, 20/07/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άτομο με αριστερή ιδεολογία που θεωρεί ότι θα κερδηθούν πανεύκολα όλες οι διεκδικήσεις του κι έχει καβάτζα μπύρες και γαμάτα ηχοσυστήματα για να είναι ωραίο το πάρτι τη μέρα που θα αρχίσει η επανάσταση.

Ο αριστεροχαρούμενος μου λέει ότι έχει ετοιμάσει γιαούρτια για τους ματατζήδες κι είναι μέσα στην καλή χαρά. Πάω να τον ενημερώσω για τον κίνδυνο να βρεθεί με ανοιγμένο κεφάλι κι ύστερα ας πάρει την απόφασή του.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μέσα στους ελαιώνες της Μυτιλήνης έχει αναπτυχθεί μία συγκεκριμένη αργκό. Βάζω τις λέξεις που ξέρω κάτω από το ίδιο λήμμα.

α) Τέμπλα: Ειδικά επεξεργασμένο ραβδί έτσι ώστε να εξυπηρετεί το ράβδισμα της ελιάς

β) Κουρούκι: Καρπός ελιάς που δεν έχει μαζευτεί εγκαίρως, έχουν φύγει όλοι οι χυμοί του κι έχει καταστεί τελείως άχρηστος.

γ) Κασίμι: Κτήμα που έχει ενοικιαστεί. Στο κασίμι ένας γεωργός συνθηκολογεί με τον ιδιοκτήτη ενός κτήματος και το νοικιάζει για κάποια χρόνια. Ο γεωργός αναλαμβάνει την υποχρέωση να το περιποιηθεί έτσι ώστε να κάνει πολύ καρπό και οικειοποιείται την σοδειά για το διάστημα αυτό έναντι ενός ποσού ή μέρους της παραγωγής. Στο τέλος ο ιδιοκτήτης, εκτός από το άμεσο κέρδος που του παίρνει από τον ενοικιαστή, ξέρει ότι θα έχει κι ένα περιποιημένο κτήμα.

δ) Νταϊφάς: Πλήθος γεωργών που μοιράζονται τις υποχρεώσεις, το κεφάλαιο και το κέρδος σε ένα κασίμι. Ό,τι είναι το σύνολο των ομόρρυθμων εταίρων σε μία εταιρία είναι ο νταϊφάς στο κασίμι.

ε) Κωλοριζήτης: Κλαδιά που φυτρώνουν στη ρίζα του δέντρου και παίρνουν μεγάλο μέρος των χυμών του, εμποδίζοντας το υπόλοιπο να κάνει καρπούς και δυσκολεύοντας το στρώσιμο των διχτυών. Φυτρώνουν σε πλήθη και κατά κανόνα κόβονται, εκτός από τις περιπτώσεις πολύ γέρικων δέντρων που αφήνονται ένας- δυο κωλοριζήτες να αναπτυχθούν και να αντικαταστήσουν τον κύριο κορμό που δεν του έχουν μείνει πολλά ψωμιά.

στ) Φαγάς ή γαμιάς.
Κλαδί που φυτρώνει στο κέντρο του δέντρου, απορροφά δυσανάλογα πολύ χυμό σε σχέση με τον καρπό που παράγει κι εμποδίζει τον ήλιο να φτάσει στα υπόλοιπα μέρη που πρέπει. Τον σκοτώνεις όσο είναι μικρός.

ζ) Καλαθάκι: Τις πρώτες φορές που μαζεύει κάποιος ελιές βολεύεται κατά κανόνα να τις μαζεύει με το δεξί, να τις βάζει στο αριστερό, κι όταν έχουν μαζευτεί πολλές στο αριστερό να τις πετάει στο δίχτυ. Σε αυτή την περίπτωση το αριστερό χέρι λέγεται και «καλαθάκι». Αυτή η διαδικασία μειώνει την παραγωγικότητα κι είναι κάτι που προσπαθεί ο κόσμος να καταπολεμήσει αφού είναι πιο αποτελεσματικό να μαζεύεται και με τα δύο χέρια ο καρπός και να ρίχνεται στο δίχτυ. Κάποιοι γηραιοί Μυτιληνιοί χρησιμοποιούν την φράση που λέγαν οι επιστάτες «μην κάνεις καλαθέλια» θέλοντας να πουν «μην κωλυσιεργείς».

η) Σάκιασμα: Η διαδικασία κατά την οποία μαζεύονται οι ελιές από τα δίχτυα και μπαίνουν σε σακιά.

θ) Μπασάκι: Τα παλιά χρόνια, τότε που το λάδι είχε μία υπολογίσιμη εμπορική αξία, οι φτωχοί αθρώποι πήγαιναν μετά το σάκιασμα και μαζεύαν τις ελιές που είχαν μείνει κάτω. Αυτή η διαδικασία λεγόταν «μπασάκι». Σε περιόδους μεγάλης φτώχειας οι κτηματίες άφηναν εσκεμμένα πολλές ελιές αμάζευτες ώστε να τις πάρουν αυτοί που είχαν ανάγκη.

ι) Μηχανή: Το ελαιοτριβείο.

ια) Τσίτα: Πολύ μικρό κλαδί ελιάς που έχει πελεκηθεί έτσι ώστε να τρυπήσει το σακί με τον καρπό και να το εμποδίσει να ανοίξει. Αυτό χρησιμοποιούνταν κυρίως παλιότερα που το υλικό του σακιού ήταν βαρύ, τώρα βολεύει πιο πολύ ο σπάγκος.

α) Αυτή η τέμπλα είναι τόσο κοντή που δεν φτάνει να ραβδίσω ούτε το μισό ύψος του δέντρου.

β) Μέχρι να αποφασίσεις να στρώσεις δίχτυα, όλες οι ελιές σου γίνανε κουρούκια.

γ) Δεν βρίσκω κάτι που να δείχνει την διαφορά του από το κτήμα.

δ) Ούτε δούλευε ούτε πλήρωνε. Ήταν τόσο ανεπρόκοπος που τον διώξαμε από τον Νταϊφά.

ε) Μήτσο, κόψε τους κωλοριζίτες να στρώσουμε δίχτυα με την ησυχία μας.

στ) Κόψε αυτό το κλαδί. Φυτρώνει στο κέντρο και θα εξελιχθεί σε έναν πρώτης τάξεως γαμιά.

ζ) Μην κάνεις καλαθάκια, μάζευε ελιές και με τα δυο σου τα χέρια.

η) Μόνο το σάκιασμα έμεινε και τελειώσαμε.

θ) Ο γέρος λέει: «όταν ήμουν μικρός το έσκαγα από το σχολείο για να πάω στο μπασάκι να βγάλω κανένα φράγκο.

ι) Σήμερα τελειώσαμε το σάκιασμα και πήγαμε τις ελιές στη μηχανή για να βγει το λάδι.

ια) Παράτα το χουζούρι και βάζε τις τσίτες πιο καλά να μην ανοίξουν τα σακιά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φράση που ακούγεται από τα μεγάφωνα του συρμού του μετρό όταν αναχωρεί από το Σύνταγμα.

Ο Ευαγγελισμός είναι νοσοκομείο στην εν λόγω περιοχή. Στην σλανγκική χρησιμοποιείται όταν αυτός που την εκφέρει, αν και υγιής, νιώθει ότι έχει φτάσει στα όριά του από διάφορους παράγοντες κι από στιγμή σε στιγμή θα καταλήξει εκεί.

- Καλά ρε φίλε, πώς την παλεύεις κάνοντας τρεις δουλειές, πηγαίνοντας στο γυμναστήριο και με την Μαιρούλα να σε πρήζει;
- Δεν είμαι σίγουρος ότι την παλεύω. Επόμενη στάση: Ευαγγελισμός.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το προφορικό πλησίασμα δύο ανθρώπων σε χώρο με πολύ δυνατή μουσική, κλαμπ ως επί το πλείστον, με σκοπό την ερωτική συνεύρεση. Επειδή ότι και να πει ο κάθε ένας ακούγεται μόνο ένα «θου θου θου» και το άλλο άτομο υποκρίνεται πως καταλαβαίνει και βρίσκει τα λεγόμενα ενδιαφέροντα, μπορεί ο ένας ή η άλλη να μιλάει για αιμορροΐδες ή για ποίηση, αλλά τίποτα δεν αλλάζει στο αποτέλεσμα.

- Ο Βάγγος δεν θα έρθει στο άφτερ;
- Τον αφήσαμε πίσω, είναι στα «θου θου θου» με μία κοπελίτσα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αν κι άρχισε ως χαρακτηρισμός για τους αλκοολικούς και τα πρεζάκια, λόγω του ότι η ενασχόλησή τους με τα εν λόγω αθλήματα τούς καίει πολλά εγκεφαλικά κύτταρα, κατέληξε να προορίζεται για όλους όσους είναι τόσο πωρωμένοι με οποιοδήποτε χόμπι, ώστε στερούνται εξ αιτίας του μεγάλο μέρος των δραστηριοτήτων που, από τον υπόλοιπο κόσμο, θεωρούνται σημαντικές.

Ρε καμένε, στην παραλία είσαι. Παράτα την κάμερα κι έλα να κάνεις καμιά βουτιά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γυναίκα που έχει λίγα περισσότερα κιλά από αυτά που απαιτεί η μόδα, αλλά είναι γλυκιά κι άνετη με τη σεξουαλικότητά της και τα χρησιμοποιεί σαν στολίδι της.

Μωρό μου, δεν είσαι χοντρή, είσαι απλά καραμελωμένη. Σταμάτα επιτέλους την κωλοδίαιτα και φτιάξε τίποτα της προκοπής για να φάμε.

Η Marie Eclair, είναι μια γυναίκα με πάΧος. Εσύ. (από Galadriel, 26/01/13)

πρβλ. ζουμπουρλούδικο, τομπουρλίκα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα ρασταφάρια που έχουν τέσσερις-πέντε τεράστιες τζίβες οι οποίες αποτελούνε το σύνολο της κόμης τους.

Προήλθε από τα κείμενα του Λάβκραφτ που θέλουν τους κθούλου να έχουνε πλοκάμια στο κεφάλι τους.

Δεν ξαναπάω σε ρέγγε πάρτι. Είναι γεμάτα κθούλου που την πίνουν.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ιδιωματισμός της Λήμνου. Λέγεται και «κομματάκι». Χρησιμοποιείται χωρίς άρθρο κι εκφράζει πολύ λίγη ποσότητα μη μετρήσιμου ουσιαστικού.

Δώσε κομμάτι φαΐ και σε μένα ρε μπάρμπα, έχω να φάω από χθες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα λευκά εσώρουχα, μάρκας κυρίως μινέρβα. Ο χαρακτηρισμός προέρχεται από την παρατήρηση ότι η παραμικρή απροσεξία γίνεται εύκολα αντιληπτή από οποιονδήποτε έχει την ατυχία να δει τον φέροντα χωρίς παντελόνι.

Ο αδερφός μου μου καβατζώνει όλα τα καλά εσώρουχα και στο τέλος μένω μόνο με τους κουραδορουφιάνους.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία