Ευχή που λέγεται προς τα εσχάτως εμβολιασθέντα άτομα. Πανδημιακό κοβιντιακό λήμμα, του πρώτου κύματος των εμβολιασμών, την περίοδο των πρωτοθρομβώσεων των Αστραζένεκανς.

-Έκανα το εμβόλιο! - Άντε! Καλή ανοσία! Ποιο έκανες; - Το Άστραζένεκα. - Α, οκ, θα πεθάνεις λοιπόν.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Αν και δεν είναι αποκλειστικά ελληνική έκφραση, αλλά μάλλον διεθνής, η χρήση της έχει κατακλύσει τα κοινωνικά δίκτυα και αναφέρεται και από Έλληνες χρήστες. Η φράση χρησιμοποιείται με σαρκαστική διάθεση εναντίον οποιουδήποτε εκφράζει κάποια ξεπερασμένη ή παλιακιά άποψη. Η ελληνική απόδοση της έκφρασης βρίσκεται κάπου μεταξύ του "δε μας χέζεις ρε μπάρμπα" και του "ρε μπάρμπα, βγάλε το σκασμό επιτέλους, πήξαμε στη μαλακία".

Boomers είναι στην πραγματικότητα η γενιά των ανθρωπων οι οποίοι γεννήθηκαν κατά τα έτη 1946-1964, δηλαδή η γενιά που στην Ελλάδα μέχρι πρότινος, αναφέραμε ως "γενιά του Πολυτεχνείου". Συγκεκριμένα, μετά τον Β' Π.Π. οι άνθρωποι ξεπατώθηκαν να καβαλιούνται, με αποτέλεσμα μια ταχεία παγκόσμια αύξηση των γεννήσεων (έγινε "μπουμ") εκείνη την περίοδο. Οι μπούμερς είναι η γενιά η οποία εδραίωσε με τις πράξεις της τον καπιταλισμό και κατέστρεψε μια για πάντα την περιβαλλοντική ισορροπία του πλανήτη, ενώ ταυτόχρονα χέστηκε στα γκαφρά.

Παιδιά των μπούμερς είναι οι millenials (μιλλένιαλς), άνεργοι και αποτυχημένοι (σύγχρονοι) τριαντάρηδες, των οποίων η ζωή καταδικάστηκε για πάντα στη λήθη από τις επιλογές των γονιών της, δηλαδή των μπούμερς (μπαμπά σ'αγαπώ κι ας τό'ριξες πασοκ, αχ). Οι μπούμερς για πολύ καιρό κορόϊδευαν και υποτιμούσαν τους μιλλένιαλς, κατακρίνοντάς τους μεταξύ άλλων και για "υπερευαισθησία", αν και στην πραγματικότητα, τα δεδομένα που παρέδωσαν στους μιλλένιαλς και που οι τελευταίοι κλήθηκαν να διαχειριστούν, ήταν τραγικά (επαγγελματικά, οικονομικά και κοινωνικά).

Οι μπούμερς, ως άλλοι θείοι που κάθονται με τη νεολαία, υποτίμησαν τις επόμενες γενιές, πράγμα που τελικά τους γύρισε μπούμερανγκ: όταν αναγνωρίστηκαν οι συνθήκες που οδήγησαν την ανθρωπότητα στο χείλος της ανυπάρξιας (πάνω στο οποίο ακόμη παραπέουμε), οι μπούμερς κρίθηκαν ως οι απόλυτα ένοχοι. Και πλέον ο παλιός καλός καιρός, αναγνωρίστηκε ως μούφα. Και πια οι μπούμερς έγιναν αντικείμενο χλευασμού και ειρωνίας.

Κλείνοντας να σημειώσω ότι: (α) η φράση έχει κατηγορηθεί από τους ίδιους τους μπούμερς ως ρατσιστική ηλικιακά -ageist, αγγλιστί (μαλιστα, οκ μπούμερ) και (β) η φράση, λανθασμένα, χρησιμοποιείται και εναντίον ανθρώπων μικρότερης ηλικίας, κυρίως από πιτσιρίκια εναντίον των Generation X (οι νεολαίοι των 90ς).

Επίσης, για να λέμε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη, δεν τα κάνανε όλα λάθος οι δόλιοι. Στη γενιά αυτή οφείλεται το civil rights movement, το stonewall, το τρίτο φεμινιστικό κίνημα, το πασοκ... Ουπς, λάθος το τελεύταιο!!

Παράδειγμα:

-Κοίτα εκεί κατάσταση! Είναι πράγματα αυτά, νέα κοπέλα με τατουαζ και σκουλαρίκια στη γλώσσα; -Οκ μπούμερ.

-Το να υποτιμάς την άποψη κάποιου λόγω της ηλικίας του, είναι ρατσιστικο. -Οκ, μπούμερ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Εις την κρητικήν: σκαλίζω, αναμοχλεύω. Συνηθέστερη χρήση: για όσους σκαλίζουν τη μύτη τους, ιδίως για εκείνους που επιδίδονται σε πραγματική ανασκαφή και ο δείκτης τους σχεδόν χαϊδεύει μέρος του μυαλού τους.

  1. Οι άντρες αδυνατούν να καταλάβουν πως τους βλέπουμε στα φανάρια όταν ξαγκλούν τη μύτη τους.

  2. Στη Σάμο, όλοι ανεξαιρέτως ξαγκλούν τη μύτη τους έτσι! Δημόσια, χωρίς καμιά αιδώ! Σου μιλάνε και ξαγκλούν τη μύτη τους λες και περιμένουν να βγει ο θησαυρός από εκεί!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η διαδικασία pot-σης κατά την οποία δύο ή περισσότεροι pot-ες είναι συνδεδεμένοι με κάμερα μέσω διαδικτύου και πίνουν χόρτο. Η φράση αυτή έχει ως γλωσσική βάση της τον όρο cyber sex.

Cyber pot βέβαια, να πίνουν μόνοι τους, οπότε μπαίνουν on-line και πίνουν με φίλους τους από άλλες πόλεις ή χώρες. Το σωστό cyber pot προϋποθέτει όσοι είναι on camera να πίνουν. Ε, τι; μισές δουλειές θα κάνουμε;

- Ήμουν χθες Skype και μιλούσα με την Inga, τη φίλη μου από τη Σουηδία. Δυο ώρες κάναμε cyber pot, λιώσαμε!
- Α, δηλαδή πάθατε υπερχόρτωση!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σεφ ή εστιατόριο που έχει βραβευτεί με αστέρι Μισελέν. Η λέξη καθιερώθηκε με το πρώτο ελληνικό Μάστερ Σεφ (με τον Πετρετζίκη), όμως έγινε μέρος καθημερινότερων συζητήσεων με τα επόμενα, στο Σταρ.

Παράδειγμα:

  1. Μισελενατο εστιατόριο ακριβώς δίπλα από την κεντρική πλατεία της Λιλ. Τα πάντα άψογα από το σέρβις μέχρι το φαγητό. https://www.tripadvisor.com.gr/Restaurant_Review-g187178-d2294762-Reviews-Monsieur_Jean-Lille_Nord_Hauts_de_France.html

  2. (Απόσπασμα απο συνέντευξη Πετρετζίκη σε Ε. Μελέτη).

Μ: Στο δοκιμαστικό, τι σε έβαλαν να κάνεις βασικά; [...] Εσύ ήξερες τι μενού παρουσιάζει το εστιατόριο; Π: Ήτανε Μισελενάτο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Το χαλάζι, στην κρητική. Το ανεβάζω, γιατί τη βρίσκω τρομερά χαριτωμένη λέξη. Πρέπει δε να σημειωθεί πως είναι τόσο ισχυρή η χρήση της λέξης αυτής έναντι της «χαλάζι», που έπρεπε να φτάσω 18 και να φύγω από την Κρήτη για να ανακαλύψω πως τελικά είχα δει «χαλάζι» κι απλώς μου το είχαν συστήσει ως «κουκοσάλι».

Θεσσαλονικιός: Α, κοίτα χαλάζι!
Κρητικός: Τι χαλάζι ρε; Αυτό είναι κουκοσάλι!
Θεσσαλονικιός: Χαχαχαχαχα «κουκοσάλι»; Τι λες ρε χωριάταρε;! Από τα Ούα κατέβηκες; Χαχαχαχαχαχα!
Κρητικός (έτοιμος να κλάψει): Μα αλήθεια, κουκοσάλι...

(από mafie, 04/09/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αμερικάνικη έκφραση που χρησιμοποιείται για να ορίσει μια κατηγορία σεξουαλικής σχέσης μεταξύ δύο (ενδεχομένως και περισσότερων, δε μπορώ να το πω αυτό με βεβαιότητα) ανθρώπων.

Οι «friends with benefits» είναι οι φίλοι, οι οποίοι κάνουν σεξ. Οι λόγοι ποικίλλουν: είτε δεν έχουν γκόμενο/α, είτε γενικά δεν κάνουν σεξ πολύ καιρό οπότε παρηγοριούνται σεξουαλικά στον ώμο -ή όπου αλλού- του φίλου τους, είτε το σεξ είναι εξαιρετικό -οπότε γιατί να το κοψείς, κλπ κλπ κλπ... Εδώ, πρέπει αν τονιστεί πως σε αυτή τη μορφή σχέσης, το σημαντικότερο στοιχείο είναι η φιλία: οι friends with benefits είναι πρωτίστως φίλοι (διόλου τυχαίο που στον εν λόγω όρο πρώτη λέξη είναι το «friends») και μετά σεξουαλικοί παρτενέρς.

Σε αυτή τη μορφή σχέσης, όπως και σε άλλες ανάλογες -ως προς την προχειρότητα- δεν υπάρχει φυσικά αποκλειστικότητα και οι φίλοι μπορούν να κάνουν σεξ και με άλλους -φίλους ή μη.

Δε θα έπρεπε να μπερδεύεται ως προς το περιεχόμενό του ο όρος αυτός με το «fuck buddies», μιας και οι τελευταίοι δεν είναι φίλοι, απλώς πηδιούνται περιστασιακά: οι friends with benefits θα πάνε την άλλη μέρα για καφέ∙ οι fuck buddies, όχι.

Το σεξ με τη Λίλιαν* ήταν εξαιρετικό, οπότε αν και θέλουμε να παραμείνουμε φίλοι, αποφασίσαμε να βρισκόμαστε που και που και να την κάνω να λέει τον Δεσπότη Τζέσικα.

*αντιλήφθηκα πως εδω μέσα η Λίλιαν είναι το κατ' εξοχήν παράδειγμά σας σε ο,τιδηπότε σχετίζεται με σεξ, οπότε το δανείζομαι -συγχωρέστε με για το θράσος μου.

(από Vrastaman, 29/08/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαμηλός τοίχος, στην ουσία τσιμεντένιος και συνεχής φράχτης.

Εξαιρετικά χρήσιμος για τα πιτσιρίκια να κάθονται να τρώνε παγωτό και για τους εφήβους να κάθονται αντιμέτωπα και να χαμουρεύονται.

Η μαμά στον πιτσιρικά της:
- Βρασίίίδααααα! Κατέβα από το μπεντένι πουλάκι μου, γιατί άμα πέσεις και χτυπήσεις και ανοίξει το κεφάλι σου, θα σε σκοτώσω!

(από mafie, 27/08/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ρήμα της κρητικής διαλέκτου, που χρησιμοποιείται κυρίως στον αόριστο της παθητικής φωνής, «λιγωμαριάστηκα, λιγωμαριάστηκες κλπ».

Σημαίνει ότι κάποιος έχει καταναλώσει τόσο μεγάλη ποσότητα γλυκών που του έρχεται αναγούλα.

Συνώνυμο, το «λιγώθηκα», αν και σε άλλο ορισμό, έχει εύστοχα σχολιαστεί πως το «λιγώθηκα» σημαίνει και λαχτάρησα κάτι πάρα πολύ, πράγμα που δεν ισχύει για το «λιγωμαριάστηκα».

Έφαγα ένα δίλιτρο παγωτό και λιγωμαριάστηκα, γι' αυτό έχω τον κουβά από δίπλα, για να είμαι σε ετοιμότητα όταν θα μου έρθει ο εμετός.

(από ironick, 06/11/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη ευρέως χρησιμοποιούμενη εις την κρητικήν, ιδίως κατά τα παιδικά παιχνίδια, αλλά και γενικότερα: ζαβολιά, απάτη, κλεψιά, cheat - κατά τους φίλους μας τους Αμερικανούς.

Χιλετζιάρης είναι αυτός που κάνει χιλετζιές.

- Όταν ο Κωστάκης «τα φυλάει» κάνει χιλετζιές, όλο κοιτάζει και βλέπει που κρυβόμαστε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία