Προέλευση εκφράσεως:

Στον υδρόμυλο ή τον ανεμόμυλο παλιά, υπήρχε πρόβλημα με τη σειρά στο άλεσμα, καθώς ο μύλος δούλευε με χαμηλό ρυθμό και οι πελάτες κατέφθαναν εποχιακά και όλοι μαζί. Ο μύλος δούλευε ασταμάτητα όλο το 24ωρο και όταν ο καημένος ο μυλωνάς κοιμόταν, εξυπηρετούσε παντοιοτρόπως τους πελάτες η μυλωνού. Προφανώς, επειδή το παράκανε και λίγο στη «εξυπηρέτηση», στο τέλος πάθαινε σήκωση του πρωκτού, με αποτέλεσμα ο κώλος της να χάνει το σχήμα του και την καλή του φήμη.

Εναλλακτικά: καλλιγραφία στον κώλο της μαϊμούς.

-Δεν μπορώ να καταλάβω τι σόι ξενοδοχείο είναι αυτό, δεν έχει σεσουάρ στο μπάνιο !
-3 Αστέρων είναι, τί περίμενες; Στης Μυλωνούς τον κώλο ζητάς καλλιγραφία, μου φαίνεται !

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεκτικά, το λατομείο. Κατ' επέκταση, προσβλητική αναφορά στο ποιόν κάποιου.

Εκ του τουρκικού damar (φλέβα πετρώματος).

- Αει πάαινε ρε χαζουντάμαρου! (ιδ. Θεσσαλίας)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γυναικείο εσώρουχο, στριγκάκι.

Εκ του «τυροκόφτης». Ένα πολύ αποτελεσματικό εργαλείο που χρησιμοποιείται στις ταβέρνες για την κοπή της τυριού φέτα. Υπερέχει σε σχέση με τη χρήση μαχαιριού, γιατί προσφέρει μια καθαρή επιφάνεια κοπής χωρίς να κολλάει τυριά επάνω του κατά τον τεμαχισμό.

Καλά ε, αυτός που έφτιαξε το στριγκάκι, ταβερνιάρης θα ήτανε στα νιάτα του. Αυτό δεν είναι βρακί, είναι εργαλείο για δυσκοίλιες !

(από Gambertais, 15/08/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στράτευμα μηχανικού και σκαπανέων.

Από το Λατινικό fossa (όρυγμα, τάφρος, λάκκος). Στα ποντιακά: φοσίν (λάκκος).

Βλ.: «Το Ιστορικό Λεξικό της Ποντιακής Διαλέκτου», Άνθιμος Παπαδόπουλος.

- Των εχθρών τα φουσάτα περάσαν...

- Χτάλεψον το φοσί σ' («Σκάψε το λάκκο σου» στα ποντιακά).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λιώνω, συνθλίβω.
Ιδιωματισμός κατοίκων της Ιωνίας.

Δε βλέπεις που πατάς; Το λιάτσασες το σύκο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαμηλό υφασμάτινο στρωσίδι σαν λεπτό μαξιλάρι, που χρησίμευε για να κάθεται κανείς στο πάτωμα.

Έχει στ' αυτιά της κρεμασμένες τις Κυκλάδες
κι είν' το κρεβάτι της μιντέρι του φονιά...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαρακτηριστικό γνώρισμα, κυρίως του προσώπου.

Έχει τα ίδια σουσούμια με τον ξάδερφό του.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το πέτρωμα χαλαζίας ή τσακμακόπετρα. Χρησιμοποιήθηκε για να πυροδοτούνται οι ίσκες στα καρυοφύλλια (χτυπώντας την με το πριόβολο παράγονταν σπίθες). Ο Μακρυγιάννης κάνει πολλές τέτοιες αναφορές.

Λόγω της σκληρότητας του πετρώματος, έφτασε να σημαίνει κατ' επέκταση τον άνθρωπο τον αμόρφωτο, που δεν επιδέχεται πνευματική καλλιέργεια.

Είναι μεγάλο στουρνάρι, δεν παίρνει από λόγια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η γυναίκα η ανάφτρα.

Μη τη βλέπεις έτσι χαμηλοβλεπούσα. Αυτή αγόρι μου, τον παίρνει πράσο και στον κάνει κουνουπίδι.

βλ. και πουτσανάφτρα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πορτοφόλι γεμάτο με χαρτονομίσματα, στην αργκό των κλεφτρονιών.

«Τα λεμονάδικα»:
Εμείς τρώμε τα λάχανα
βουτάμε τις παντόφλες
για να μας βλέπουν ταχτικά
τις φυλακής οι πόρτες.

(από Khan, 06/11/11)

βλ. και πράσο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία