1. Σύνολο προσώπων που προσέρχονται με σπουδή. Από το μεσαιωνικό ουσ. αλλάγιον = μοίρα στρατού για την αλλαγή φρουράς (μαλλάι: αναδίπλωση συλλαβής με μ)
    πηγή : Τομπαΐδης -Συμεωνίδης Συμπλήρωμα Ιστορικού Λεξικού Ποντιακής Διαλέκτου

  2. Σπουδή άνευ λόγου
    πηγή : η γιαγιά μου

  1. Κουβαλήθηκε στο γάμο η σάρα και η μάρα, όλο το αλλάι-μαλλάι.
  2. Έναν λόγον είπα σε και συ αλλάι-μαλλάι εχολιάστες (θύμωσες).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γειά σου αμόρε!

Η φράση «για περάστε γιατσεμόρε» ακούγεται στο τραγούδι του «Θίασου» του Αγγελόπουλου σε πολλά μέρη του έργου. Έσπαζα το κεφάλι μου να καταλάβω τι λέει, μέχρι που κάποτε μου το εξήγησε μια από τις ηθοποιούς που έπαιξε στο έργο: ήταν προσφιλής χαιρετισμός προς τους περαστικούς, από γυναίκες που έκαναν τον κράχτη σε επιχειρήσεις θεάματος. Επειδή όμως η λέξη «αμόρε» ήταν άγνωστη στα λαϊκά στρώματα (γεια σου Αλέκα με τα ωραία σου) , αυτοί άκουγαν ό,τι ήθελαν.

Για περάστε, γιαξεμπόρε!

με ανάλυση... (από MXΣ, 08/11/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κρεβάτι, το μέρος όπου κοιμάται κάποιος.

Από το τουρκικό yatak, που σημαίνει κρεβάτι, άντρο, λημέρι.

Ο σκύλος βρήκε το γιατάκι του λαγού.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άνθρωπος ανυπόληπτος, απόβρασμα της κοινωνίας.

Α, ρε που τ'ς ήβρες αυτοίν' τ'ς λεμέδες ; (ιδ. Θεσσαλίας)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το δέντρο Φτελιά ή Πτελέα.

Ο Καραγάτσης πήρε αυτό το ψευδώνυμο επειδή συνήθιζε να διαβάζει κάτω από μια φτελιά.

Ανάμεσα σε δύο από αυτά τα καραγάτσια (από knasos, 06/11/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η πολύ κοντή γυναίκα, τόσο κοντή, που όταν κλάνει σηκώνεται σκόνη Πηγή: ανώνυμος θεσσαλονικιός ταξιτζής.

Άιντε μωρή κλανοσκονίστρα, το μίνι σε μάρανε!

βλ. και σκων' σκον'

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γυναικείο εσώρουχο, στριγκάκι.

Εκ του «τυροκόφτης». Ένα πολύ αποτελεσματικό εργαλείο που χρησιμοποιείται στις ταβέρνες για την κοπή της τυριού φέτα. Υπερέχει σε σχέση με τη χρήση μαχαιριού, γιατί προσφέρει μια καθαρή επιφάνεια κοπής χωρίς να κολλάει τυριά επάνω του κατά τον τεμαχισμό.

Καλά ε, αυτός που έφτιαξε το στριγκάκι, ταβερνιάρης θα ήτανε στα νιάτα του. Αυτό δεν είναι βρακί, είναι εργαλείο για δυσκοίλιες !

(από Gambertais, 15/08/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αναφέρεται σε περιπτώσεις που κάποιος βρίσκει τον όμοιό του. Κάτι παρόμοιο με το «βρήκε ο Φίλιππος το Ναθαναήλ».

Προέρχεται μάλλον από την αντίστοιχη τουρκική παροιμία «τεντζερέ γιουβαρλαντούμ καπακγί μπολντού».

Ρε παιδί μου, αυτοί οι δυο είναι τάλε κουάλε. Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πορτοφόλι γεμάτο με χαρτονομίσματα, στην αργκό των κλεφτρονιών.

«Τα λεμονάδικα»:
Εμείς τρώμε τα λάχανα
βουτάμε τις παντόφλες
για να μας βλέπουν ταχτικά
τις φυλακής οι πόρτες.

(από Khan, 06/11/11)

βλ. και πράσο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λιώνω, συνθλίβω.
Ιδιωματισμός κατοίκων της Ιωνίας.

Δε βλέπεις που πατάς; Το λιάτσασες το σύκο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία