Πιθανότατα προέρχεται από το αγγλικό cockblocked που δηλώνει την διακοπή της σεξουαλικής πράξης από τρίτο πρόσωπο, από αμέλεια ή δόλο.

- Και πάνω στην ώρα που είμαι έτοιμος να μπω, χτυπάει η πόρτα και είναι η ξαδέρφη της που έχουν να μιλήσουν από πέρσι και έπαθα κοκομπλόκο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία