Το νεαρό, το μικρό γκομενάκι. Συνήθως αναφέρεται σε άτομα μικρότερης ηλικίας.

Ρε σε λέω είχε κάτι πιπίνια στην παραλία, θα σου έφευγε η μαγκιά στα ίσα!

Σχετικά: παστάκι, παστάκι

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η περίεργη, η κουτσομπόλα γκόμενα, αυτή που θέλει να τα ξέρει όλα και στήνει αυτί συνέχεια.

Ρε Βίκυ τι θέλεις γαμώτο; Σα τη χεζόμυγα έρχεσαι δίπλα μου σε ότι λέω και ότι κάνω τόση ώρα;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Το προσποιητό, το και καλά, το κατα φαντασίαν.

Λέξη τουρκικής προελεύσεως.

Ήρθε χθες και μας τό 'παιζε ντεμέκ άρρωστος, ότι δε μπορεί λέει να έρθει για δουλειά γιατί έχει πυρετό! Ο ρεμπεσκές!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ένας καυστικός τρόπος προσβολής για κοντούς ανθρώπους που είναι απατεώνες, ανάξιοι εμπιστοσύνης.

Αυτός ο μπασμένος έχει πολύ μυαλό το καθίκι. Μας πήρε και τα λεφτά και την γκόμενα ο κοντοπούτανος κι εξαφανίστηκε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πλούσιος, αυτός που έχει πολλά λεφτά.

- Ωραία μουνιά κυκλοφορεί ο Τάκης ρε!
- Εννοείται ρε όλα στα γούστα είναι, φορτωμένο τυπάκι, δεν έχει πρόβλημα.

Το θέμα είναι να είσαι φορτωμένος βάσει του ορισμού. Αλλιώς, έτσι φορτωμένος, όχι μουνί δεν βγάζεις βόλτα, ούτε κουτσή κατσιλιέρα (σλαγκασίστ). (από Galadriel, 27/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το πολύ και ανελέητο ξύλο, το οποίο συνήθως περιλαμβάνει και διάφορα αντικείμενα πάσης προελεύσεως.

Τους είχαμε προειδοποιήσει να μην μας ξανακολλήσουνε. Και την άλλη φορά μας κάνανε μαγκιές και τελικά τους ρίξαμε ένα βρωμόξυλο με κάτι καρέκλες και ρόπαλα που τους έφυγε η μαγκιά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εμφανίζομαι απρόοπτα, ξαφνικά.

Συναντάται και αλλιώς ως η ξεμπούκα, η ξαφνική εμφάνιση.

Ξεμπουκάρανε ξαφνικά πίσω από την πόρτα και μας την πέσανε άσχημα, φάγαμε ένα βρωμόξυλο σε λέω!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Η ηλίθια, η χαζή γκόμενα που είναι συνήθως ντυμένη, και στολισμένη άθλια και έχει μυαλό τυρόπιτα.

- Καλό θέμα αυτή η Νατάσσα;
- Τι καλό ρε! Αυτό το σαχλοκούδουνο δεν ξέρει ούτε να μιλήσει ούτε να ντυθεί!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το κατακάθι του καφέ.

Από την τουρκική λέξη telve.

Του άρεσε τόσο πολύ το καφεδάκι που του 'ψησα, που το ήπιε όλο μέχρι τον ντελβέ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκπλήσσομαι, μένω μαλάκας, μένω κάγκελο.

- Μαλάκα είδες τι πίπινους κυκλοφορεί ο Νίκος;
- Ναι ρε, τα είδα προχθές και έμεινα παγωτό! Τρομερά!

Βλ. και παθαίνω πλάκα, καγκελώνω, μένω καρότο, μένω κούκλα, μένω πίπα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία