Η ηλίθια, η χαζή γκόμενα που είναι συνήθως ντυμένη, και στολισμένη άθλια και έχει μυαλό τυρόπιτα.

- Καλό θέμα αυτή η Νατάσσα;
- Τι καλό ρε! Αυτό το σαχλοκούδουνο δεν ξέρει ούτε να μιλήσει ούτε να ντυθεί!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εμφανίζομαι απρόοπτα, ξαφνικά.

Συναντάται και αλλιώς ως η ξεμπούκα, η ξαφνική εμφάνιση.

Ξεμπουκάρανε ξαφνικά πίσω από την πόρτα και μας την πέσανε άσχημα, φάγαμε ένα βρωμόξυλο σε λέω!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Το πολύ και ανελέητο ξύλο, το οποίο συνήθως περιλαμβάνει και διάφορα αντικείμενα πάσης προελεύσεως.

Τους είχαμε προειδοποιήσει να μην μας ξανακολλήσουνε. Και την άλλη φορά μας κάνανε μαγκιές και τελικά τους ρίξαμε ένα βρωμόξυλο με κάτι καρέκλες και ρόπαλα που τους έφυγε η μαγκιά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πλούσιος, αυτός που έχει πολλά λεφτά.

- Ωραία μουνιά κυκλοφορεί ο Τάκης ρε!
- Εννοείται ρε όλα στα γούστα είναι, φορτωμένο τυπάκι, δεν έχει πρόβλημα.

Το θέμα είναι να είσαι φορτωμένος βάσει του ορισμού. Αλλιώς, έτσι φορτωμένος, όχι μουνί δεν βγάζεις βόλτα, ούτε κουτσή κατσιλιέρα (σλαγκασίστ). (από Galadriel, 27/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ένας καυστικός τρόπος προσβολής για κοντούς ανθρώπους που είναι απατεώνες, ανάξιοι εμπιστοσύνης.

Αυτός ο μπασμένος έχει πολύ μυαλό το καθίκι. Μας πήρε και τα λεφτά και την γκόμενα ο κοντοπούτανος κι εξαφανίστηκε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το προσποιητό, το και καλά, το κατα φαντασίαν.

Λέξη τουρκικής προελεύσεως.

Ήρθε χθες και μας τό 'παιζε ντεμέκ άρρωστος, ότι δε μπορεί λέει να έρθει για δουλειά γιατί έχει πυρετό! Ο ρεμπεσκές!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Η περίεργη, η κουτσομπόλα γκόμενα, αυτή που θέλει να τα ξέρει όλα και στήνει αυτί συνέχεια.

Ρε Βίκυ τι θέλεις γαμώτο; Σα τη χεζόμυγα έρχεσαι δίπλα μου σε ότι λέω και ότι κάνω τόση ώρα;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Το νεαρό, το μικρό γκομενάκι. Συνήθως αναφέρεται σε άτομα μικρότερης ηλικίας.

Ρε σε λέω είχε κάτι πιπίνια στην παραλία, θα σου έφευγε η μαγκιά στα ίσα!

Σχετικά: παστάκι, παστάκι

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαζολογώ, κάνω μαλακίες, φέρομαι βλακωδώς.

Μετά από δυό ποτά η γκόμενα αρχίσε τα τσιλιμπουρδίσματα και καταλάβαμε όλοι τι μυαλά κουβαλάει κι αυτή και οι φίλες της.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Συντομογραφία και ανασύνταξη του την κάνω, δηλαδή φεύγω, αποχωρώ.

Την-κά-νω -> Τη-γκα-νά

- Πότε θα τελειώσετε με τα ποτά; Πήγε 6 η ώρα άντε, εγώ τηγκανά παιδιά να ξέρετε.

βλ. και τιγκανά

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία