Όταν κάποιος έχει πολλά λεφτά, τα κάνει μασούρια:

α) για μεγαλύτερη ασφάλεια και τσιγκουνιά (τα κουβαλάει μαζί του)
β) για εξοικονόμηση χώρου (ώστε να χωρέσουν και οι αυριανές εισπράξεις).

  1. Καλά ρε, δανεικά σου ζήτησα, αν θέλεις μη δίνεις... κάν' τα μασούρια.

  2. Πω πω, αυτός βγάζει τόσο χρήμα, που το βράδυ κάνει μασούρια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο όρος τσίου χρησιμοποιείται επίσης και ως παρατσούκλι σε γνωστούς / φίλους που έχουν επώνυμα πτηνών και με τους οποίους υπάρχει μεγάλη οικειότητα: πχ. Γίωργος Περδίκης, Δημήτρης Τρυγώνης κλπ.

- Θα έρθει ο τσίου σήμερα; - Ποιος εννοείς; Ο Γιώργος ή ο Μήτσος;

(από Vrastaman, 20/10/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέγεται όταν σε μια δύσκολη κατάσταση συμβαίνει κάτι αναπάντεχο και την κάνει ακόμα δυσκολότερη.

- Αγάπη μου, τα λεφτά στην τράπεζα μας τελειώνουν... Πώς θα βγάλουμε το μήνα; Α! ξέχασα να σου πω... Μας ήρθε κι η ΔΕΗ...
- Δεν είχαμε σκατά, μας ήρθε ένα βαρέλ'...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία