Η στείρα προβατίνα, συνήθως μεγάλης ηλικίας. Υποτιμητικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για γυναίκες. Ο όρος απαντάται στην Ήπειρο. Πρβλ. και τον άλλο ορισμό του λήμματος που έχει παραπλήσια σημασία.

Πήγε βρε να μου πουλήσει μια μαρμάρω δέκα χρονών για ζυγούρι ο τζερεμές, ο πάσλας!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαϊδευτικά ο ράπερ. Από το Αγγλικό rapper = ο μουσικός της μουσικής rap.

Ραπερόνια σαν εμένα δε μασάνε ρε! Εγώ κάτι Νίβο και κάτι Τους τούς τρώω για πρωινό! Τύφλα νά' χει ο Έμινεμ!

Α α αρχίδια (από Khan, 24/11/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνδυασμός του μπορντό, του ρόδινου και του κόκκινου χρώματος.

Γνωστή απόχρωση περσικών και μη χαλιών, όπως εύγλωττα την έχει περιγράψει η μεγάλη χαλιέμπορας Δέσποινα Μοιραράκη.

Και αυτό το υπέροχο χαλί (σήκωσέ το ρε Μωχάμετ!), με 3.500 κόμπους ανά τετραγωνικό και υπέροχο μπορντοροδοκόκκινο στρίφωμα, μόνο, μόνο, ξαναλέω, 500 ευρώ!

Αυτό κι αν είναι μπεστσέλερ! (από Khan, 14/02/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ντοπιολαλιά της Ηπείρου που σημαίνει φτιάχνω, αλλά συνήθως χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη σεξουαλική πράξη. Το -σ- στη λέξη προφέρεται παχύ.

- Χθες βγήκα με τη Φρόσω. Ωραία γκόμενα.
- Ωραία ίσως, την έσιαξες όμως;

Δες και σάχνω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ειδική συσκευή με μορφή χαμηλού και παλαιού κουτιού με εφαρμοσμένο περιστρεφόμενο βουρτσάκι στο κάτω μέρος του, που χρησιμοποιείται για την περισυλλογή ψίχουλων από το τραπέζι του φαγητού και ενίοτε και από το πάτωμα. Απαντώνται και παραλλαγές με διπλή ή τριπλή βούρτσα ή και με λαβή.

Συναντάται επίσης και με την ονομασία «μπάτλερ», ονομασία η οποία συνηθίζεται κυρίως για πιο πολυτελείς παραλλαγές.

Εδώ το έκοψες βρε το ψωμί; Χάλια τα έκανες όλα! Φέρε την ψιχουλιέρα από την κουζίνα γρήγορα!

(από Nakas, 12/11/11)Ψωμί για τοστ χωρίς κόρα - για τους ψιχασθενείς (από dryhammer, 29/06/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο αυτόχθων κάτοικος των Αθηνών, σε αντιπαραβολή με τους εσωτερικούς μετανάστες που κατέκλυσαν την πρωτεύουσα ειδικά μετά το 1950.

Κατά μια άποψη το όνομα προέρχεται από τους «γκάγκαρους», ένα τύπο εμπροσθογεμούς τουφεκιού που χρησιμοποιήθηκε από τους Αθηναίους κατά την υπεράσπιση της πόλης τους (ή πιο σωστά κωμόπολης τότε) κατά τις πολιορκίες της επανάστασης του 1821.

- Εμένα η οικογένειά μου είναι ντόπιοι πάππο προς πάππο.
- Γκάκαροι δηλαδή.
- Ε, βέβαια, όχι σαν τους δικούς σου τους μπουρντζόβλαχους!

Lady Gaga. 100% gagara (από GATZMAN, 28/10/10)Γιούρι Γκαγκάριν. Ενας in Γκαγκαρος.  (από GATZMAN, 28/10/10)Radio Ga-Ga (από HODJAS, 14/04/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αρχαίος Έλληνας στρατηγός του 5ου αιώνα π.Χ. που έδειχνε ιδιαίτερη προτίμηση σε μεγαλύτερες και ωριμότερες γυναίκες. Απαντάται και ως Milfιάδης.

- Χτύπησα τρελό γκομενάκι χτες βράδυ! Τριανταπέντε και βάλε, χωρισμένη με παιδί, αλλά τούμπανο! Έχω πάθει πλάκα!
- Μα ποιος είσαι ρε φίλε, ο Μιλφιάδης;!

Ο Μιλφιάδης Βαρβιτσιώτης φουχτώνει τα γινωμένα θέλγητρα της Χριστίνας Παππά  (από σφυρίζων, 24/06/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χιουμοριστική έκφραση, κυρίως μοτοσυκλετιστών, που περιγράφει την παροιμιώδη αντοχή των Honda ή διακωμωδεί την ενίοτε κακή τους ποιότητα.

- Βρε, ακόμη με το Τρανσάλπ ξακόσια κυκλοφορείς;
- Χόντα, όλο προσόντα, φίλε μου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τμήμα της πρύμνης διαφόρων παραδοσιακών σκαφών. Πρόκειται για πλατύ, κάθετο τμήμα του άνω μέρους του σκαριού που δημιουργεί ευρύτερο κατάστρωμα από πάνω του. Επισήμως λέγεται δικρόα ή καθρέφτης. Γνωστό συχνά και με την αγγλική του ονομασία transom.

- Και πώς ξεχωρίζει κανείς το τραχαντήρι από το βαρκαλά;
- Πρώτα απ' όλα ο βαρκαλάς έχει παπαδιά και το τρεχαντήρι όχι.
- Αααα...

(από Nakas, 15/03/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός των κατοίκων της Σαλαμίνας. Προέρχεται πιθανότατα από το αρβανίτικο μπακούκος (κοντόχοντρος) και σχετίζεται με την αρβανίτικη καταγωγή πολλών κατοίκων του νησιού. Απαντάται και η έκφραση Μπακαουκία στην αργκό των ναυτών που υπηρετούν στο ναύσταθμο του νησιού.

- Σειρά, πώς την περνάς στο ναύσταθμο;
- Άσε ρε φίλε, έχω κάτι μπακαούκηδες άλλο πράμα! Όλοι μαζί πιάνουν δεν πιάνουν ένα 50 IQ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία