(Δεν) τα καταφέρνει. Είναι κουτός, βλάκας, ανίκανος να φέρει σε πέρας μια απλή δουλειά.

Ο Θανασάρας γατόνι, σκέτη κωλοφωτιά, αλλά ο τζούνιορ δε τα σπάει τα καρύδια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αναφέρεται σαν απαξιωτικός χαρακτηρισμός για άτομα (πολιτικούς, αθλητές, καλλιτέχνες, ηγέτες ή διοικητές κάθε είδους ακόμη κι εραστές).

Σημαίνει αυτόν που παρότι έχει, φαινόταν, ή πλασαριζόταν (π.χ. από τα ΜΜΕ) πως έχει πολλές δυνατότητες, ικανότητες, ταλέντο, υπολείπεται οικτρά σε αποτελεσματικότητα κι απόδοση κι αποδεικνύεται κατώτερος των προσδοκιών ή των περιστάσεων, απογοητεύοντας έτσι όσους στηρίζονταν ή περίμεναν πολλά περισσότερα από αυτόν.

Επίσης, αυτόν που δεν έχει ψυχή, ζωτικότητα, κότσια, αρχίδια, που έχει πέσει σε μια φάση παραίτησης, αδράνειας, απάθειας.

Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα είναι πως, παρότι διατηρεί ακόμα όνομα, μούρη (το κέλυφος) στην όποια πιάτσα, θεωρείται πλέον τελειωμένος, κούφιος, τζούφιος, δήθεν, τίποτας, τενεκές ξεγάνωτος.

Ανάλογα με την περίπτωση, υπονοείται ο βλάκας, ο χαντούμης, ο ατάλαντος.

Σχετικό (αν και σαφώς ...βαρύτερο): «Άδειο παντελόνι».

Όταν αναφέρεται σε ένα έργο, μια επένδυση, μια ενέργεια, μια διακήρυξη, ένα θεσμό και τα συναφή, σημαίνει πως είτε αποδείχτηκε φούσκα, μάπα, μούφα, δηθενιά, αέρας κοπανιστός, είτε πως κατάντησε (με ευθύνη κάποιων γνωστών – αγνώστων) άνευ περιεχομένου και ουσίας, αν κι είχε ξεκινήσει με τις καλύτερες προϋποθέσεις και με μεγάλες προσδοκίες.

Αν το δούμε από οικονομική άποψη, απλώς, δεν τα φέρνει.


Ως προς την ετυμολογία, φρονώ πως μας προέκυψε σαν (μάλλον κακή) απόδοση από τη γαλλιά coquille vide: άδειο κέλυφος / τσόφλι / κοχύλι, παρά απ’ την αντίστοιχη αγγλιά empty shell, που σημαίνει το ίδιο.

Κι αυτό γιατί απ’ το coquille vide αφαιρώντας (pun intended) το q, προκύπτει το «couille vide»: άδειο αρχίδι, γαλλικό λογοπαίγνιο που αποδίδεται συστηματικά σε Γάλλους πολιτικούς, (ενίοτε και μακρινής Ελληνικής καταγωγής –τυχαίο; Δε νομίζω).

Η σχέση (Θεμουσχώραμε τέτοιες μέρες) μυδιού (παντός είδους ) – αρχιδιού στο παρόν σάιτ, είναι αρκούντως γνωστή.

Όχι πως δεν παίζουν και τα «άδειο κέλυφος» / «άδειο όστρακο», αλλά μάλλον μόνο σαν ακριβείς μεταφράσεις της αγγλιάς και χωρίς να σλαγκίζουν (κατά την άποψή μου).

(Απ’ το ΔΠ, κατόπιν ανάρτησης απ’ τον elias_petropoulos)

  1. Όταν ένας ποδοσφαιριστής μένει από δυνάμεις, είναι άδειο μύδι. Δεν έχει να δώσει απολύτως τίποτα. Ακόμα και ο ιδρώτας που βγάζει χαμένος πάει.

  2. ...μπορεί κάποιος με τον μηχανισμό που διαθέτει να μπορεί να εκλεγεί σε κάποιον δήμο. Είτε επειδή δεν τον ξέρουν ότι είναι «άδειο μύδι» και τον ψηφίζει ο κόσμος από άγνοια, είτε γιατί μπορεί να έχει τον τρόπο του να σπρώξει κάποια ψηφοδέλτια στις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες.

  3. Γεια σου ρε Κ.. με την τρέλα σου. Δε λέω, μπορεί να καις λάδια, μπορεί το μυαλό σου να είναι άδειο μύδι, αλλά μας διασκεδάζεις ρε παιδί μου. Τύφλα νa ‘χει το Δελφινάριο.

  4. «Άδειο μύδι» η επίσκεψη Ερντογάν.
    Περισσότερο επικοινωνιακή παρά ουσιαστική ήταν η επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα.


(κι εντελώς διεκπεραιωτικά:)

Για τον Γκρατσόφ, «η πίστη είχε πεθάνει πολύ πριν καταρρεύσει το σύστημα. Πέθανε στην Πράγα, όταν το σύστημα έστειλε τανκς εναντίον των κομμουνιστών που προσπαθούσαν να εκδημοκρατίσουν το σύστημα. Πέθανε στην Πολωνία, όταν ο εργατικός κόσμος στράφηκε εναντίον του συστήματος. Πέθανε στο Αφγανιστάν, όπου η Σοβιετική Ένωση έχασε το καθεστώς της μεγάλης δύναμης, και στην ίδια την ΕΣΣΔ, όταν η οικονομική καταστροφή έγινε η καθημερινότητα του κάθε πολίτη. Τι απέμενε; Ένα άδειο όστρακο.

Σκέπτομαι δηλαδή ότι η βιοηθική είναι μια πολύ ωραία λέξη ¬ αλλά όταν δεν υποστηρίζεται στην πράξη δεν έχει καμία σημασία, είναι ένα άδειο κέλυφος. Με πόσα τέτοια άδεια κελύφη δεν είναι εξοπλισμένο σήμερα το όραμα της ευρωπαϊκής μας ουτοπίας;

(όλα απ’ το δίχτυ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ως μη σλανγκικό επίθετο ο Μπάμπης βεβαιώνει πως σημαίνει αυτόν «που δεν τον διαπερνά το νερό ή άλλο υγρό».

Σλανγκικά ως χαρακτηρισμός, για την ώρα, διακρίνονται δυο κάτια:

Α) Ο σκληρός, αυτός που δεν κωλώνει πουθενά, που δεν μασά τον πούτσο του, που δεν καταλαβαίνει Χριστό, ο ασυγκίνητος, ο σκληρόπετσος, αυτός που δεν τον αγγίζει τίποτε και κανένας.

Εκπέμπει μια λεβέντικη βαρβατίλα εκτιμώμενη διαχρονικά από τις απανταχού κοινωνίες σαν μια από τις βασικές αρετές του αρσενικού.

Χρησιμοποιείται συχνά τόσο στερεοτυπικά, όσο και σχεδόν ειρωνικά, σε αθλητικά σινάφια στις περιγραφές αγώνων που διεξάγονται υπό βροχή για να περιγράψει τον νικητή.

Β) Ο αναίσθητος, αυτός που πουλά τρελίτσα κάνοντας πως δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει γύρω του, αυτός που τον φτύνουν και κάνει πως ψιχαλίζει, ο ανεύθυνος γραψαρχίδας, το τομάρι που δεν αξίζει να ασχολείσε μαζί του αφού δεν πρόκειται να βγάλεις άκρη.

Εκπέμπει μια ειρωνική, ήπια (αφού στέκεται μακριά από τα όρια του χυδαίου) οργή, ικανή όμως να αποδομήσει φτιασιδωμένα επιμελώς προσωπεία.

1ο

Αδιάβροχος Χάμιλτον! Ούτε η βροχή, ούτε κανένας αντίπαλος… Ο Λιούις Χάμιλτον πήρε την pole position για το Grand Prix της Μαλαισίας με τον Σεμπάστιαν Φέτελ με Ferrari να χώνεται ανάμεσα στις δύο Mercedes.

2ο

-…Ο επαναπατρισμός ήταν δύσκολος. Δεν έχω συνηθίσει ακόμα και είμαι στα περίεργα μου γενικά. Αν είναι θα σου πω να τα πούμε. Καλά είσαι;

-Πάντα καλά είμαι εγώ βρε, είμαι αδιάβροχος.... Όποτε θες να τα πούμε, σφύρα.

3ο

-Κι αν κατηγορηθείς ως υπερφίαλος, για υπέρμετρη φιλοδοξία ή αλαζονεία;

-Δεν φοβάμαι τίποτα. Κατηγορήθηκα τόσες πολλές φορές που άλλη μια δεν νομίζω να κάνει τη διαφορά. Έγινα αδιάβροχος. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να λέει ό,τι θέλει και εγώ έχω το δικαίωμα να πράττω όπως θέλω. Δεν έχω να δώσω εξηγήσεις.

4ο

Καλά ...γιατί κατηγορείτε τις ΕΠΙΤΥΧΙΕΣ του ΕΘΝΟΠΑΤΡΙΩΤΗ ΑΝΤΩΝΑΚΗ? Είσαστε κατά των ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ? .....Ντροπή καλέ ντροπή..... αριστερίζετε μου φαίνεται και εμμένετε στον σταλινικό κρατισμό. Α πα πα πα Τι πράγματα είναι αυτά... τη στιγμή που ο Αδιάβροχος, ο Πεχλιβάνης, ο Εγγυητής, ο Αποκαταστάτης των αδικιών, ο ....Άνθρωπος (με το Α κεφαλαίο), ο Ακούραστος, ο Αταλάντευτος, ο Αμαρτωλός, ο ΚΑΤΩΒΡΑΚΙΑΣ ....ΑΝΤΩΝΑΚΗΣ ΣΑΜΑΡΑΣ .....αγωνίζεται για να μπορέσει να ΞΕΠΟΥΛΗΣΕΙ τα ΠΑΝΤΑ ΣΤΑ ΚΟΡΑΚΙΑ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΔΥΣΑΡΕΣΤΗΘΕΙ ΚΑΝΕΝΑ.

5ο

Κι έτσι παρά τους πανηγυρισμούς συχνά - πυκνά των παπαγάλων στα ΜΜΕ, φθάσαμε ως εδώ: οι ξένοι σοφοί που θα έφερνε στη χώρα ο κ. Παπανδρέου να 'ναι οι κομισάριοι του ΔΝΤ. Και τώρα παραδίδοντας τα κλειδιά της χώρας στους Επικυρίαρχους γίνεται ο πρώτος πρωθυπουργός υπό κατοχήν στη μεταπολιτευτική περίοδο. Όμως, αδιάβροχος ο μοιραίος αυτός άνθρωπος, δήλωνε χθες στη βουλή ότι «εμείς δεν πανηγυρίσαμε ποτέ», δειλός, έριχνε το φταίξιμο για τον ερχομό του ΔΝΤ στις «συντηρητικές δυνάμεις της Ένωσης» και μιθριδατικός, διακήρυττε ότι τώρα «νιώθει πιο σοσιαλιστής παρά ποτέ».

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεκτικά σημαίνει αυτόν που δεν τον έχουν κατουρήσει / λερώσει με ούρα, αλλά και αυτόν που δεν έχει κατουρήσει.

---Επειδή το κατούρημα είναι και ένα διάλειμμα που επιβάλλει το πάνσοφο σώμα στο διαταραγμένο από τον εργασιακό ή άλλο φόρτο πνεύμα, προσφέροντας και μια ψυχική ανακούφιση, ο όρος χρησιμοποιείται και για να δηλώσει πως κάτι πάει σερί χωρίς μια, ενίοτε, αναγκαία παύση. Αυτό μπορεί να σημαίνει είτε καταπίεση, είτε εξαιρετική αντοχή, πάντα σε υπερβολικό βαθμό.

---Επειδή ο ακατούρητος δεν είναι λερωμένος, ο όρος δηλώνει αυτόν που σε αντίθεση με τους όμοιούς του απολαμβάνει καλής φήμης, που δεν έχουν ράμματα για τη σούφρα του, που δείχνει άξιος εμπιστοσύνης και αψεγάδιαστος.

---Επειδή η σκληρότητα είναι απαραίτητος όρος για την ομαλή λειτουργία του κλειδιού του παραδείσου, η φύση προνόησε ώστε να αιματώνεται ολονυχτίς, εν είδει προπονήσεως, όταν το πάνω κεφάλι βρίσκεται σε φάση REM. Εξού οι πασίγνωστες πρωινές σηκωμάρες που συνήθως φεύγουν μετά το πρώτο κατούρημα.

Εξού λοιπόν «το ακατούρητο», το εξαίρετα ηδονικό -ιδιαιτέρως για την παρτενέρ- πρωινό πήδημα που εξασφαλίζουν οι κατουρόκαβλες του ακατούρητου.

Μπορεί να πέσετε πάνω και στα μοραΐτικα «ακατούρηγος» / «ακατούρηγο».

1α.
Παιδιά το 6Ν μιλάμε το βάζω σε εκτός δρόμου διαδρομές και είναι πολύ σκυλί. Tα όποια προβλήματα, δουλεύει σαν ταξί δεν κατεβαίνει παράθυρο συνοδηγού βάζει νερά από κάπου πίσω κτλ... δεν με απασχολούν ιδιαίτερα γιατί το αυτοκίνητο δε μασάει. Έχει κάνει χίλια χιλιόμετρα σε μια μέρα ακατούρητο μιλάμε. Με άλλο αυτοκίνητο θα έκανα μια στάση. Μ’ αυτό δεν φοβάμαι τίποτα!!!!

1β.
Και καμία μεταγραφή να μην κάνει ο Ολυμπιακός, με την ομάδα που έχει τώρα, ακατούρητος θα το πάρει. Νομίζω πως θα είναι το πιο εύκολο πρωτάθλημα!

1γ.
-Τουλάχιστον πάει η χρονιά! Αρχίζουν οι διακοπές.
- Όχι για όλους. Στις δυο τελευταίες τάξεις του λυκείου, τα παιδιά τον πάνε ακατούρητο όλο τον Ιούλιο. Από φροντιστήριο σε φροντιστήριο τρέχουν μέσα στους πέντε καύσωνες.

2α. Κάποιοι άλλοι τρέχουν από σχέση σε σχέση για ν αποφύγουν την μπόχα της άλλης ψυχής. Ελπίζουν ίσως πως θα βρουν τον ακατούρητο άλλο. Απλά ζουν στα ρηχά, ανικανοποίητοι χωρίς να ξέρουν το γιατί, αποξενωμένοι και από τον εαυτό τους που δεν μαθαίνουν να αποδέχονται .

2β.
Πολλοί θα θέλανε να «τα χώσω» στους αδέξιους δεξιούς που μας κυβερνούν. Άλλη μια μπατούλια, θα ‘θελαν να τα σύρω στους προηγούμενους, τους «σοσιαλιστές», που από την ιδεολογία τους κράτησαν το «…λιστές», αφού το αναβάθμισαν σε «…ληστές».
Τι μας μένει; Μα οι ακατούρητοι, οι πραγματικοί, οι αδοκίμαστοι (στην Ελλάδα), οι άπαιχτοι. Ποιοι είναι αυτοί; Μα οι…

(Όλα ως εδώ απ’ το δίχτυ)

  1. Ντιν-Νταν! Ντιν-Νταν!
    -Δόξα τω Θεώ!
    -Χρρρ. Χρρ. Χρ. Τι; Μα! Μωρή λυσσάρα!!
    -Ααχχχχχ! Ααααχ! Ναι! Ναι!! ΝΑΙΑΙΑΙΑΙ!!!!

Ντριιιν-Ντριιιν!
-Εμπρός!
-Αχ μανούλα μου έγραψες πάλι!!
-Τι; Αα! Σου ‘κανε το ακατούρητο;
-Κάπως έτσι.
-Εμ! κάτι ξέρουμε κι εμείς οι παλιές κύρ-Ασκητή μας!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αλλάζω χαβά, στάση, τακτική, πολιτική, τον μέχρι τώρα τρόπο συμπεριφοράς κι αντιμετώπισης καταστάσεων ή ατόμων.

Σε α’ πρόσωπο χρησιμοποιείται απειλητικά από κάποιον που τα ’χει πάρει στο κρανίο, προς γνώσιν και συμμόρφωσιν πάντων εμπλεκομένων που το ‘χουν παραχέσει, δηλώνοντας από ‘δω και πέρα λιγότερο ανεκτικός κι υποχωρητικός, ορίζοντας έτσι μια καινούργια κόκκινη γραμμή.

Στα άλλα πρόσωπα, επιπλέον, έρχεται πιο κοντά στα: «την κάνω γυριστή», «τα γυρίζω» οπότε αποτελεί στην ουσία μομφή στη σταθερότητα των απόψεων αυτού για τον οποίο μιλάμε, άρα και στην αξιοπιστία του.

Παίζει και το «γυρίζω την πλάκα» αλλά λιγότερο στο α’ πρόσωπο, σαν πιο παρεξηγήσιμο.

Όπου πλάκα βέβαια, η παλιά πλάκα γραμμοφώνου από βακελίτη αρχικά, από βινύλιο στη συνέχεια, όπως τα λέει κι ο Βασίλης-7, στην πασίγνωστη αδερφή έκφραση σπάω πλάκα.

  1. Αν συμβεί όμως αυτό και ξεκινήσουν να ανακρίνουν τους κατηγορούμενους με βάση τα φανερά στοιχεία της αστυνομίας, τότε υπάρχει κίνδυνος ν' αντιληφθούν οι κατηγορούμενοι ότι οι ανακριτές δεν έχουν γνώση των κασετών της αστυνομίας και ν' αλλάξουν συμπεριφορά, ώστε να επωφεληθούν από τη μεταξύ τους σύγκρουση. Να επωφεληθούν από την αδυναμία της αστυνομίας να παρουσιάσει τα παράνομα στοιχεία της. Να αλλάξουν την πλάκα και να αρνούνται τις ομολογίες τους, επικαλούμενοι τον φόβο εξαιτίας των απειλών της αστυνομίας.

  2. Λοιπόν!! Τέρμα τα δίφραγκα!! Αρκετά μου σπάσατε τ’ αρχίδια με τις μαλακίες του ο καθένας, δε θα με καβαλήσετε κιόλας!! Άιντε μην αλλάξω την πλάκα και γίνει της Κορέας εδώ μέσα!!

  3. Οι πιο απρόβλεπτες μεταμορφώσεις είναι οι “Ομηρικού” τύπου. Οι Οβιδιακές μεταμορφώσεις συντελούνται μία φορά και δεν απογίνονται. Οι μεταμορφώσεις στα ομηρικά έπη, όμως, είναι περιστασιακές: Γινόμενες και απογινόμενες ανάλογα με τις σκοπιμότητες που εξυπηρετούν. Τις Ομηρικές μεταμορφώσεις υιοθέτησαν οι Οικουμενιστές. Μόλις διαπιστώσουν έντονη αντίδραση γυρίζουν την πλάκα, κερδίζουν χρόνο και επανέρχονται δριμύτεροι.

(όλα απ’ το δίχτυ, εκτός του 2.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνηθέστερα στο γ’ πρόσωπο η φράση χρησιμοποιείται:

  • Όταν θέλουμε να δείξουμε πως συνέβη μεν κάτι, με το οποίο όμως δεν αξίζει να ασχοληθούμε στα σοβαρά. Εξάλλου, ανέκαθεν η ενασχόληση με τρίχες κατσαρές ή όχι, απ’ ένα σημείο και μετά είναι ένδειξη μειωμένης σοβαρότητας. Πολύ κοντά στο νόημα τα: χέστηκ’ η φοράδα στ’ αλώνι, χέστηκ’ η Φατμέ στο γενί τζαμί και τα σχετικά.
  • Όταν θέλουμε να δηλώσουμε πως κάποιος άλλαξε άποψη ή στάση απέναντι σε κάποιο ζήτημα και πως ενίοτε, η αλλαγή αυτή είναι τόσο ριζική, σε σημείο να εμφανίζεται ή να λανσάρεται τελείως διαφορετικά στο κοινό του. Η δε θέση της χωρίστρας (δεξιά ή αριστερά) χρησιμοποιείται με νόημα, ιδιαίτερα για πολιτικά πρόσωπα, σαν ένδειξη των πεποιθήσεών τους, τουλάχιστον τη δεδομένη στιγμή.
  • Όταν θέλουμε να δείξουμε πως, μεταφορικά ή και όχι, κάποιος έβαλε στη θέση του κάποιον που είχε πάρει πολύ αέρα, περισσότερο ή λιγότερο βίαια. Όταν λέγεται από αλάνι, ανάλογα με τη διατύπωση, υπονοείται ξεκάθαρα πως έπεσε ή θα πέσει βρωμόξυλο.
  1. - Η κατάσταση με τα ΜΜΕ είναι γνωστή. Ακόμα και να αλλάξει χωρίστρα ο Σαμαράς θα το κάνουν θέμα. Δυστυχώς όμως δεν υπάρχει και αντίλογος από τα στελέχη της ΝΔ.

  2. - Βασικά, αν δεν μου αρέσει το εισόδημά μου ή έχω πρόβλημα με τη χωρίστρα του υπουργού, θα κλείσω δέκα κεντρικούς δρόμους της Αθήνας με το ΙΧ μου (θα αλλάζω δρόμο ανά ώρα) και να πάτε όλοι να πνιγείτε.
    - Το αίτημα των αγροτών να αλλάξει η χωρίστρα του υπουργού, να την κάνει αριστερά δλδ είναι αδιαπραγμάτευτο.

  3. - H Amy είχε γίνε κουφέτο να το πιπιλίσεις με κάποια φιλενάδα της και εκεί που τα κορίτσια ήταν έτοιμα να ρουφήξουν τη σκόνη από τις γωνίες του δωματίου, μπουκάρει το χαμαντράκι της Amy, με ορέξεις και για τις δυο κορασίδες. Τότε είναι που η Amy του χυμάει με σκοπό να του αλλάξει τη χωρίστρα. Καυγαδάκι το είπαν μετά.

(όλα απ’ το δίχτυ)

  1. - Ίσα ρε πούστη, μη ‘ρθω εκεί και σου αλλάξω τη χωρίστρα!!

Μια κυβέρνηση που δεν μπορεί να εφαρμόσει τον αντικαπνιστικό νόμο θέλει να τα βάλει με τις πετρελαϊκές. Πρώτα πρέπει να αλλάξουν τη χωρίστρα τους. (από sstteffannoss, 09/07/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από το τούρκικο tas: λεκάνη, κύπελλο, δοχείο μας προέκυψε το τάσι και το υποκοριστικό του τασάκι που χρησιμοποιείται για το σταχτοδοχείο.

Σε καφέ και καφετέριες την αγγαρεία του να αλλάζεις κάθε μια και δυο (άντε κάθε τρεις και λίγο) τα γεμάτα από στάχτες κι αποτσίγαρα τασάκια με άδεια, ενίοτε πλυμένα κι όχι απλώς αδειασμένα, συνήθως εκτελούν γκαρσονάκια που ουδείς θεωρεί πως είναι κάτι σπέσιαλ στην εργατική πυραμίδα ως προς τις ικανότητες και τη συνεισφορά, αν μη τι άλλο ως προς την συγκεκριμένη αγγαρεία.

Παρά τις όποιες αντιρρήσεις συνδικαλιστικών φορέων και της κάστας των μπάτλερ, ατράνταχτη απόδειξη αποτελεί η απουσία αντίστοιχου μεταπτυχιακού.

Εξού και οι μειωτικές για κάποιον εκφράσεις «τον έχω για να αλλάζει τα τασάκια», «κάνει μόνο για να αλλάζει τασάκια» κι όλες οι παρεμφερείς.

Όλες; Μια αστική ελάφρυνση στην προφορά του –σ- (σίγμα) κι ένα μόνο –ι- (γιώτα) στην ουρά χωρίζουν το τούρκικο taşak: όρχις, αρχίδι από το τασάκι: σταχτοδοχείο.

Αν λοιπόν αντί του «αλλάζω», ακούσετε «αδειάζω» στην χρήση της έκφρασης, αναρωτηθείτε μήπως πρόκειται για λογοπαίγνιο κάποιου γνωρίζοντα.

Αν ναι και στην ομήγυρη υπάρχουν και έτερος, οι πιθανότητες αυξάνουν. Αν η σκούφια τους κρατά από Θεσσαλία και πάνω, ακόμη περισσότερο.

Αν η έκφραση εκστομίστηκε με προσωπική αντωνυμία στο α’ πληθυντικό και άρθρο, μιλάμε σχεδόν για βεβαιότητα.

Αν δε, αφορά εσάς παρόντα και συνοδεύεται από έστω διακριτικότατη θωπεία του καβάλου του λαλήσαντα, ναι ήρθε η ώρα, αφενός αν σας παίρνει, και αφετέρου αν σας χαλά, να προσβληθείτε σφόδρα και να πράξετε τα δέοντα.

1ο

Η επικράτηση του ΟΧΙ είχε ως αποτέλεσμα την παραίτηση του Αντώνη Σαμαρά αλλά αυτό είναι μεγάλο πλήγμα για τη χώρα, αφενός επειδή ο Αντώνης Σαμαράς ήταν η εγγύηση πως η Νέα Δημοκρατία θα πάει στο 3% και αφετέρου επειδή θα ήταν πολύ χρήσιμος στην εθνική ομάδα διαπραγμάτευσης γιατί χρειάζεται κάποιος για να φέρνει τους καφέδες και να αλλάζει τα τασάκια.

2ο

Επίσης, αυτό το κράτος-μπαμπάς μπορεί επιτέλους να αναλάβει και τη ριζοσπαστική πρωτοβουλία να μας αδειάζει τα τασάκια ή να μας χτυπάει απαλά την πλάτη να ρευτούμε πριν κοιμηθούμε. Μόνο αστυνομικούς μη στείλει γι' αυτή τη δουλειά. Έχουν τη φήμη πως έχουν βαρύ χέρι.

(Όλα απ’ το δίχτυ*)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απηχεί το κάπως μπρουτάλ: «η ζωή είναι ένα αγγούρι που άλλοι το τρώνε και δροσίζονται κι άλλοι το τρώνε και ζορίζονται» όπου το γνωστό λαχανικό εννοείται τόσο με την κυριολεκτική, όσο και με την κατά linc751979 σλανγκική του έννοια, του υπερμεγέθους πούτσου, που εξηγεί την καταγεγραμμένη από Τριαντάφυλλο και Μπάμπη σημασία του (της δυσκολίας, της δυσχέρειας) που έκαναν πως δεν καταλαβαίνουν.

Περιγράφει μια παγκόσμια κοινωνική σταθερά που πρέπει να αλλάξει, μια κι όσοι ανήκουν στο δεύτερο σκέλος διαρκώς πληθαίνουν, παρ’ όλα όσα ευαγγελίζονται οι διάφοροι –ισμοί απανταχού στον πλανήτη.

Ακούγεται και μόνο του το δεύτερο σκέλος, υπονοώντας τα πάντα υπόλοιπα.

Η φράση είναι γνωστή στο σάιτ αφού εμφανίζεται σε σχόλια των electron εδώ κι εδώ, του GATZMAN και του ο αυτοκτονημένος, που την ανέφεραν σαν μήτρα των παρόμοιων στο νόημα:
«Άλλοι αγκομαχάνε κι άλλοι καυλομαχάνε» του Vrastaman και

«Άλλοι λιάζονται κι άλλοι ξεκωλιάζονται» του Titanomikroulis, αντίστοιχα.

Παρεμπιπτόντως, το επίσης εννοιολογικά παρόμοιο -ασφαλώς μη σλανγκικό: «Άλλοι πετούν, άλλοι πεινούν» έγινε σύνθημα της Ελληνικής Εταιρίας Προστασίας της Φύσης (ΕΕΠΦ) μιας δράσης της, στο πλαίσιο του Δικτύου Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης «Φύση Χωρίς Σκουπίδια», με σκοπό την αλλαγή συμπεριφοράς ως προς την υπερκατανάλωση, τη σπατάλη πόρων και τα διαφορετικά μοντέλα απόρριψης σκουπιδιών μέσα από απλές καθημερινές πρακτικές, φιλικές προς το περιβάλλον.

Ο Βελωνιακός, είναι στην ίδια μοίρα με εμάς φέτος. Μόνο που πήγαινε για ch. l., κύπελλα και μεγαλεία, ενώ εμείς χωρίς προετοιμασία, τώρα προσπαθούμε να φτιάξουμε ομάδα. Στο μεταξύ μας ματς, έφαγε πάντως το αγγούρι του (άλλοι το τρώνε και δροσίζονται, άλλοι το τρώνε και ζορίζονται) και ζορίστηκε.

(από το δίχτυ)

Άντε!! Και καλό καλοκαίρι!! (από sstteffannoss, 21/06/11)(από Khan, 02/04/14)

Βλ. επίσης στο δικό μου δεν χωράει, στο δικό σου κολυμπάει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προέρχεται απ’ το ρήμα αρβαλάω: προκαλώ θόρυβο, φασαρία, συχνά βροντώντας κάτι, (κι αυτό απ’ τη ρίζα -ρα- > ρήγνυμι (γ>β) > ραβάσσω > αρραβάσσω (α, ευφωνικό.) > αραβέω > άραβος > αρβαλώ).

Κυριολεκτικά σημαίνει:

1. θόρυβος, φασαρία, αναστάτωση,

2. όλοι μαζί, ο ένας πάνω στον άλλο, αλλά και με τη σειρά / αράδα,

3. λαβή κατσαρόλας (και γενικά σκεύους). Θηλυκοποιημένο, απ’ το αρβάλι που είναι μεταλλικό κινητό χερούλι καζανιού, κατσαρόλας μεσαίου μεγέθους, χύτρας, κουβά ·όταν δεν χρειάζεται να μετακινήσουμε το σκεύος, πέφτει στο πλάϊ (κάνοντας θόρυβο - αρβαλώντας).

4. Kατά τόπους:

i) χάλκινο σκεύος περίπου σε μέγεθος κατσαρόλας που είχε τέτοια λαβή, (αρβαλωτό), ii) χάλκινο δοχείο για μεταφορά νερού, πλατύτερο κάτω απ’ ότι επάνω, (αρυβαλίδα).

Επίσης (πιο σλανγκικά):

5. Χαβαλές (όπως έφη panas στον άλλο ορισμό), πλάκα (με την έννοια κάνω πλάκα), αστειότητα, μαλακία (με την πιο αθώα έννοια του κάνω μαλακίες), μπάχαλο.

6. Είμαι χαλαρά, αραχτός, αποδιοργανωμένος, χύμα, στην κοσμάρα μου, τα ‘χω γράψει όλα στ’ αρχίδια μου. Εξού κι η φανταρίστικη έκφραση αρβάλα αρμ για το χυμαδιό.

7. Παίρνω αρβάλα σημαίνει κατατροπώνω, κατανικώ, παίρνω φαλάγγι.

Υπάρχουν και:

8. Tο αρβάλησε που σημαίνει: χάζεψε, έχει χάσει τα λογικά του και δεν ξέρει τι λέει

9. O αρβάλας: ο άγαρμπος, ο ατσούμπαλος (που λέγεται στην Άρτα).

  1. «..Αχάραγα έφθασαν στη θέση «Κοτρώνι» που ‘ναι του γέρο-Ζάβαλη τ’ αλώνι, και τι χαρά που ευρήκαν εκεί Μανιάτικη σταφίδα, απλωμένη μεσ' τ’ αλώνι. Τσαρδέψαν και άρχισαν τον χορό. Χόρευαν και τραγουδούσαν με χάρη τα νεραϊδόπουλα με τα όργανα και τα ταμπούρλα.
    Μα ο γέρο-Ζάβαλης κοιμότανε κάπου κει κοντά στ' αλώνι με τον έγγονά του, τον Γιάνναρο, για να μην του κλέψουν την σταφίδα που είχε απλωμένη να λιαστεί και να ξεραθεί. Αλλ' όμως με την αρβάλα ξύπνησε ο Ζάβαλης….»

  2. «Πολύς κόσμος στο λιωφορείο. Αρβάλα ήρθαμαν.» (απ’ το λεξικό των αρχαίων Σελλών)

  3. «…Άντε Βασιλάκη, πήρες αρβάλα τους γάμους και έχεις αφήσει τους μαλάκες (που σου συμπαραστέκονταν) να βράζουν στο ζουμί τους…»

  4. «..Πολλά σχολεία έχουν όντως σοβαρά προβλήματα και οι μαθητές αντιδρούν έχοντας αιτία, αλλά σε ακόμα περισσότερα, η κατάληψη είναι απλώς... αρβάλα και μίμηση!...»

  5. «…Πολύ ποτάκι και αρβάλα με αρκετό ξενύχτι έτσι για να ξαναγεμίσουμε τις μπαταρίες μας. Αξίζει να το ρίχνεις έξω…»

  6. «…Αγόρασα κάποτε μια ξεκλείδωτη σε AGP/PCI Albatron (AMD 754 socket) μόνο και μόνο για την αρβάλα τη δούλεψα για 3-4 ώρες και μετά την έστειλα στα σκουπίδια....»

  7. «Καμιά αρβάλα ή κάποιο αξιόλογο περιστατικό έχει ν’ αναφέρει κανείς;»

  8. –Καλά ρε παιδιά ποιός ηλίθιος στέλνει τρία ανεκπαίδευτα μπατσάκια για να ξηλώσουν χασισοφυτεία στο Ηράκλειο; Ξέρετε η ΕΛΑΣ να παίρνει συμβασιούχους;
    -Λάθος! Ο ένας ήταν υποδιευθυντής της ασφάλειας και πήγαν για παρακολούθηση όχι για σύλληψη αλλά πήγαν αρβάλα αρμ.

  9. «…Σε ρεπορτάζ τοπικού σταθμού, στο σημείο του ατυχήματος, πέρναγαν μηχανάκια με οδηγούς αρβάλα αρμ, ξεκράνωτοι κτλ. Έναν μπάρμπα με παπάκι τον ρώταγαν κι έλεγε ότι έτρεχε, και ότι δεν πρέπει να τους γράφουν για κράνος μέσα στην πόλη η τροχαία, σπάνιο φαινόμενο στην Κρήτη…»

  10. «…Εσείς πάντως να ξέρετε ότι δεν κερδίζουν πάντα οι πονηροί και πως αν φύγουμε από το σενάριο ίσως μετρήσουμε πολλά (εννοεί κέρδη) όπως και στο Αλβαλάδε όπου μετά από ένα μονόλογο των Πορτογάλων ένας Ριμπερί μαζί με κάποιους ακόμη τους πήραν αρβάλα…»

(όλα απ’ το δίχτυ).

Καζάνι όπου φαίνεται το αρβάλι (από sstteffannoss, 02/01/11)Πώς σταματά η αρβάλα!! (από sstteffannoss, 03/01/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κάποιοι θεωρούν τις διαφορές μεταξύ πορνογραφίας και ερωτικής λογοτεχνίας θολοκουλτουριάρικες δηθενιές ανάξιες καταγραφής σε περιοχές που πιάνει το μελάνι. Σαν αδιάσειστο τεκμήριο επικαλούνται την ακούσια αιμάτωση και την αύξηση της σχετικής υγρασίας σ’ αυτές ακριβώς τις περιοχές αναγνωστών κι αναγνωστριών.

Με σλόγκαν «μ’ ένα Άρλεκιν ..ξεχνιέσαι» τα γυναικεία / αισθηματικά μυθιστορήματα της ομώνυμης σειράς καλύπτουν (απ’ το ’49 στον Καναδά, απ’ το ’79 στην ψωροκώσταινα) τις ... λογοτεχνικές ανάγκες πλείστων όσων γυναικών κάθε ηλικίας και τάξης που τη βρίσκουν με ρομάντζα και καυτά ερωτικά πάθη σε ντεκόρ εξωτικά ή και κοσμοπολίτικα κάθε άλλο παρά ιφκινθιακά.

Με ευφάνταστους τίτλους στυλάκι «Απαγορευμένη Έλξη» και τον αξέχαστο σε μια παρέα «Βαθιά στην κοιλάδα, ψηλά στο βουνό», κάργα με αφόρητα κλισέ του τύπου «..προτού προλάβει να καταλάβει τι γινόταν, εκείνος την τράβηξε κοντά του και ανασήκωσε το πιγούνι της με το δάχτυλό του. Και για μια στιγμή που κράτησε αιώνες, η Ρόουζ ξέχασε τα πάντα, συγκλονισμένη από το άγγιγμά του..» οδήγησαν πολλές στον εθισμό με τον ακαταμάχητο ...Αρλεκίνο.

Που έχει τετράγωνο θεληματικό πηγούνι, αδρά χαρακτηριστικά, δυνατά και γραμμωμένα μπράτσα, κοιλιακούς σκακιέρα, στήθος μάρμαρο, λαίμαργα χείλη, αρχαιοελληνική μύτη, αετίσιο βλέμμα, ατσάλινη θέληση, τόλμη και γοητεία, περηφάνια και προκατάληψη, καυτό μόριο αλλά υπομονή και τρυφερότητα στο ξεπαρθένιασμα, είναι ψηλός, ματσό, συχνότατα γόνος κι αγνοεί το καραφλάζ και τις καπότες (πού να του χωρέσουν άλλωστε;).

Ηθικός αυτουργός του «δεν υπάρχεις» και του «δεν υπάρχουν άντρες πια»; Εξωπραγματικών προσδοκιών οπότε και κερατωμάτων, καταθλίψεων και διαζυγίων ή απλή φαντασίωση που υποβοηθά ενίοτε σε μη προσποιητούς συζυγικούς οργασμούς;

Ο όρος έπαιξε αρκετά μεταξύ γυναικών, κυρίως στα 80ζ, άλλοτε υποτιμητικά και κοροϊδευτικά, άλλοτε συνωμοτικά όπως κι άλλοι παρόμοιας ετυμολογίας όπως ο Νόρος από τα παρεμφερή Βίπερ Νόρα.


Αφιερωμένο στον alexismpolis για την εδώ εξέλιξη του όρου.

Το πρόβλημα δεν είναι η θεματολογία του γιατί ακόμη και στο αυστηρά προκαθορισμένο πλαίσιο που κινούνται τα βιβλία που κρύβουν βαθιά μέσα στις σελίδες τους ένα ’’Αρλεκίνο’’ μπορεί κάποιος να βρει κάτι καλό. Το θέμα είναι ότι όλα τα βιβλία του είδους γράφονται από γυναίκες και απευθύνονται σε γυναίκες με τρόπο κάθετο που δεν αφήνουν την παραμικρή ελπίδα σε άντρα, πιθανό αναγνώστη, να τους ρίξει μια ματιά παραπάνω.

(Απ’ το δίχτυ)

...σχεδόν βάναυσα... (από jesus, 26/03/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία