O λωλός είναι ένα από τα καλύτερα δολώματα για μεγάλα λαβράκια και τσιπούρες. Πρόκειται για δελεαστικότατο μεζέ, αφού τα ψάρια τον βλέπουν ακόμη και τη νύχτα, κάποια τμήματά του φωσφορίζουν.

O λωλός φτιάχνεται από χταπόδι.

Φτιάχνουμε έναν ωραίο λωλό και είναι έτοιμος να δολωθεί με πολυάγκιστρο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εμπόριο μούνων (λογοπαίγνιο με το δουλεμπόριο).

Διάλογος μεταξύ εφήβων:
- Τον είδες ρε, αυτός έχει τόσα μουνιά... για πάρτη του!!
- Σώπα ρε τι κάνει, μουνεμπόριο;
- Όχι ρε μαλάκα, έχει τα μπικικίνια!!

Ο μαχαραγιάς (από GATZMAN, 25/03/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που καταδεικνύει την αρκετά όμορφη γυναίκα, η οποία στη δεδομένη χρονική περίοδο είναι χωρίς συνοδό, αλλά δεν θέλει κανέναν.

Διαθέτει πολύ τουπέ και ύφος (ύφος χιλίων καρδιναλίων και βάλε).

Γενικά είναι απρόσιτη και υπεράνω (εξ ου και το -ντίβα).

Γύρω της οι άντρες την θαυμάζουν, αυτή όμως τους κοιτά σαν κουνούπια.

Άσε ρε φίλε, δνε παλεύεται με τίποτα σου λέω... είναι σολοντίβα.

από τα solo + diva

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο εργάτης του μουνιού.
Λογοπαίγνιο με τον «μιναδόρο», εργάτη ορυχείου.

ιδιο με τον ορισμο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο τρελούτσικος, ο φευγάτος, αυτός που γυρνάει σα σβούρα, ο ανυπόμονος σε οτιδήποτε.

Κάτσε σε μια μεριά ρε τζιρανανά.

Ο Πρόεδρος της Μαδαγασκάρης Φιλιμπέρ Τσιρανανά. (από Khan, 22/03/11)Στο 1.11. (από Khan, 28/04/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στην τσακωνική διάλεκτο σημαίνει «Καλώς ήρθατε» (Λεωνίδι Αρκαδίας)

Γεια σας φίλοι μου... «Καούρ εκάματε».

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο κακιασμένος, όλα του φταίνε, στριμμένος, δεν θέλει κανέναν, ακόμα και τα αθώα παιδάκια τον ενοχλούνε.

Κρύψου, κρύψου... θα μας δει ο φρικαντέλος.

Fricadelle με πατάτες (από poniroskylo, 22/03/11)Φρικαντέλα - Η μάγισσα που μισούσε τα κάλαντα... (από MXΣ, 22/03/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο αλλοπρόσαλλος, επιπόλαιος, ασυνάρτητος τύπος.
Αυτός που κάνει πατάτες και μετά ξεφυσάει, όλο ουφ και ουφ.

Από το πατάτα + ουφ.

(Καμιά σχέση με το μπάρμπα στρούμφ)

Τι έγινε, γιαε... ξάνοιξε, ήντα παθε πάλι ο πατατούφ...

Πατατούφ θα πει... (από Khan, 25/03/11)

Μάλλον από μια παλιά παιδική σειρά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ατάκα που απαντάει στην πρόποση «γεια μας», «βίβα» κτλ. Παίζει κυρίως σε ταβερνεία, αλλά και σε συμμαζώξεις φίλων, οι οποίοι βέβαια είναι παλαίουρες, εβδομήντα και. Μάγκικη έκφραση.

Κατά βάση ειναι περιπαικτικό, ίσως γιατί κάποιοι από αυτούς είχαν ασχοληθεί με προβατάκια, στο νεαρό της ηλικίας τους σαν τσομπανάκοι.

— Άντε γεια μας.
— Άντε, καλορίζικα τα πρόβατα.

(από χάβαλος, 25/03/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η ανεμοθύελλα. Κρητική Διάλεκτος.

Ιντα γίνε, ... μα ίντα ανεμοτσάπουρο έπιασε ίδια δα;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία