Τα κρεατικά, αυτά που ψήνονται, της ώρας.

Ομολογώ ότι ο ορισμός αυτός είναι αυτοσχέδιος καθώς προσπαθώ να ερμηνεύσω το παράδειγμα της αρχικής καταχώρισης. Δεν πιστεύω ότι ο ταβερνιάρης χρέωσε «ψηστικά», αλλά «ψητά», ακόμα κι αν τα είπε έτσι.

Βλ. αρχική καταχώριση

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οπαδός, ακόλουθος, θαυμαστής.

Μεταφορά εκ του αγγλικού ατόφια αλλά τόσο ελληνοποιημένη που νομίζω πως έχει θέση κι εδώ.

Υπάρχει και το φανκλαμπ επίσης.

- Ο Λεώνικος και ο Hodja είναι φαν της Ελευθερίας Αρβανιτάκη και των Αδελφών Βουγιουκλή.

- Μπα! Βλέπω πως έχεις ρεύμα. Έχεις και φανκλαμπ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οι κοπέλες που βρίσκονται στο άμεσο περιβάλλον των ιερωμένων που έχουν συγκεκριμένη έδρα (π.χ. Μητροπολιτικό Μέγαρο) και συγκατοικούν μαζί τους, είναι δε κατά συνεκδοχή ή καθ' υπόθεση ερωμένες τους (κατά την κοινή συνείδηση τουλάχιστο).

Την είχε δέκα χρόνια συνείσακτη και την έβαλε επιμελήτρια του Φιλοπτώχου (Ταμείου) ή την πάντρεψε με τον παπα-.......

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που γυρίζει, που δεν κάθεται σε μια θέση. Ρήμα γκιζιρεύω. Τουλάχιστο με αυτή τη σημασία απαντά στην Ήπειρο.

Είναι μάλλον εμφαντικός / σκωπτικός τύπος του γυρίζω, κάτι σαν «τριγυρίζω» ίσως «*γυργυρίζω».

Αν είναι τούρκικο, από το giz = μυστικό, τότε η αρχική σημασία πρέπει να είναι: συνωμοτώ, κουτσομπολεύω, καταλαλώ κρυφά, και από εκεί διολίθησε σημασιολογικά.

Γκιζίρευε κυρά σουσού, μα έχε κι έγνοια του σπιτιού.
(το 'γκιζίρευε' έπεσε σε αχρηστία και αντικαταστάθηκε από το 'χόρευε')

για να μη γκιζιράς (από Khan, 12/10/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αγανάκτηση, οργή, διάθεση αντεκδίκησης, πείσμα

Η λέξη εντοπίζεται στην αλβανική και την τουρκική με την ίδια σημασία.

Προέρχεται από τις πρώτες δυο λέξεις του 2ου ψαλμού του Δαβίδ, στη μετάφραση των Εβδομήκοντα: Ἵνα τὶ (οἱ λαοὶ ἐμελέτησαν μάταια)

- Μ' έπιασε γινάτι: πείσμωσα, αγανάκτησα.

- Το έκανα από γινάτι: το έκανα από πείσμα, ως αντεκδίκηση.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υποζύγιο, είτε ως μεταφορικό, είτε ως ζώο ζευγμένο σε μαγκάνι. Γενικότερα γαϊδούρι ή μουλάρι.

Συναφές προς το της Κοινής Ελληνικής κάματος = κόπος, εξ ου και οι νεολογισμοί μεροκάματο, μεροκαματιάρης.

Σημαντική λέξη διότι διατηρεί την αρχαία σημασία του κάμνω = κοπιάζω.

Είκοσι καματερά προικιά κουβαλήσαμε από της νύφης στου γαμπρού.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πάθημα, συνήθως με παιγνιώδη χαρακτήρα, σε αντίθεση με το χουνέρι που είναι σοβαρό, από την άποψη του ομιλητή.

Μου έσκασε / μου έκανε μια κασκαρίκα / ένα χουνέρι.

Πιθανώς από το γαλλικό cache-cache = κρυφτούλι

Σήμερα ο πιτσιρικάς μού έσκασε μια κασκαρίκα άλλο πράμα! Με κλείδωσε απ' έξω στην τουαλέτα και γελούσε

Σήμερα ο πιτσιρικάς μού έκανε μεγάλο χουνέρι. Κρύφτηκε κάτω από το κρεβάτι και τρελάθηκα μέχρι να τον βρω

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ταβάς (tava) είναι το ταψί.

Η προφορά «νταβάς» [dava] είναι απλώς ενήχηση του τ[t] ως [d] και δεν έχει σχέση με το dava = καταγγελία (βασική σημασία).

Στην Ελλάδα συμφύρθηκε λόγω ομοηχίας με την τάβλα του κουλουρά (και όχι μόνο) < λατ. tabula σανίδι. Με τη σημασία ταψί χρησιμοποιήθηκε στην επαρχία κυρίως από πρόσφυγες.

Επίσης ταβάς λέγεται και το πρόχειρο μανουάλι, ένα ταψί με άμμο, που έχουν σε φτωχά ξωκλήσια για να στήνουν το αναμμένο κερί. Και κάθε άλλη σχετική εφαρμογή.

Τελικά κατέληξε να σημαίνει, πανελληνίως, τον κλασικό δίσκο του καφετζή με τα τοιχία, που μοιάζει με ταψί, ο οποίος κρέμεται από τρεις μεταλλικές ράβδους ώστε να μεταφέρεται ευκολότερα για παραγγελίες εκτός καταστήματος, εξ ου και «ταβατζής / dαβατζής», αυτός που τον κουβαλούσε... συνεκδοχικά ο καφετζής.

Μεταφορικά σημαίνει και τον νταή - προστάτη του πορνείου (που μπορεί να μη συμπίπτει με τον προαγωγό), επειδή αυτοί κυκλοφορούσαν εκεί μέσα με το πρόσχημα του καφετζή. Σε μεμονωμένες πόρνες είναι ο προστάτης - εραστής.

Μου παράγγειλαν πέντε καφέδες και δέκα νερά από το δικηγορικό απέναντι. Βάλ' τα μου στον ταβά να τα πάω.

(δεκαπέντε ποτήρια δε μεταφέρονται σε κοινό δίσκο σερβιρίσματος αλλά σε ταβά).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κάτι που, σε σύγκριση με κάτι άλλο, είναι ή δείχνει μηδαμινό, ανάξιο λόγου.

Προέρχεται από κάποια διαφήμιση των τότε μοναδικών ανταγωνιστών Κολυνός / Kolynos και Colgate. Μία από τις δυο είχε βάλει φθόριο και ήταν ... Fluoride, ενώ όλες οι άλλες ήσαν απλώς οδοντόκρεμες.

Η έκφραση γενικεύθηκε με λίγο σκωπτική απόχρωση και ακούγεται ακόμα από κάτι γέρους σαν τον Hodjas για παράδειγμα.

  1. Μπροστά στη Μύκονο, όλα τα άλλα νησιά είναι απλώς οδοντόκρεμες.

  2. Μπροστά στη ρακή των Εξαρχείων (όταν την πίνεις παρέα με το Hodjas) όλες οι άλλες ρακές είναι απλώς οδοντόκρεμες.

  3. Μπροστά στον ΧΧΧΧΧ όλοι οι άλλοι χρήστες είμαστε απλώς οδοντόκρεμες.

  4. Μπροστά στο slang.gr όλοι οι άλλοι ιστότοποι είναι απλώς οδοντόκρεμες.

κ.ο.κ. ad infinitum

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αγγαρεία είναι γενικώς κάθε μη αμοιβόμενη υποχρεωτική εργασία και αποτελούσε θεσμό των αρχαίων διοικητικών οργανώσεων. Συνώνυμο: επίταξις (αν και αυτό σήμερα χρησιμοποιείται περισσότερο για αντικείμενα ή κτήρια). Αναφέρεται, εννοείται, σε ελευθέρους (δούλους δεν έχει νόημα).

Συνήθως αφορούσε μαζική συμμετοχή, όπως στο χτίσιμο φρουρίων, φραγμάτων, δρόμων, γεφυρών κ.ο.κ. και μπορούσε να είναι έκτακτη ή και τακτική, όπως π.χ. κατά τη συγκομιδή. [Διαφέρει από την κοινοτική εργασία όπου κάποιος συμμετέχει αυτόβουλα]. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το χτίσιμο των πυραμίδων.

Σήμερα η μόνη μορφή αγγαρείας που υφίσταται (χωρίς να χαρακτηρίζεται έτσι) είναι, σε απόλυτους όρους, αυτή καθ' εαυτή η στρατιωτική υπηρεσία. Ο όρος 'στρατολογική υποχρέωση' υποκρύπτει αυτήν ακριβώς την έννοια, διότι είναι υποχρέωση που επιβάλλεται από το κράτος (νόμο) σε ελεύθερους πολίτες. Το ότι αυτό γίνεται για την άμυνα της χώρας δεν έχει σημασία. Όλες οι αγγαρείες έχουν προφανή σκοπιμότητα.

Η λέξη προέρχεται από το περσικό hangar που σήμαινε 'βασιλικός ταχυδρόμος' και πέρασε στην ελληνική ως άγγαρος και ως άγγελος, με όλα τα παράγωγά τους.

  1. Με αγγάρεψε η μάνα μου να σκουπίσω την αυλή.

  2. Ο κίνδυνος υπερχείλισης του ποταμού ανάγκασε την διοίκηση να επιβάλει αγγαρεία για την συσσώρευση σάκκων άμμου, και να επιτάξει μερικά φορτηγά επίσης.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία