Από το σφόλι > σφολίδι, πληθυντικός τα σφολίδια. Άχρηστα, σκάρτα, άνευ σημασίας.

Σε αυτό το μαγαζί όλο σφολίδια πουλάνε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία