Από το σφόλι > σφολίδι, πληθυντικός τα σφολίδια. Άχρηστα, σκάρτα, άνευ σημασίας.
Σε αυτό το μαγαζί όλο σφολίδια πουλάνε...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε 2011-06-10 23:51:55+00:00 Τελευταία επεξεργασία 2011-06-11 08:24:19+00:00
Ξέχασα τον κωδικό μου!
Επιλέγοντας "Εγγραφή" παρακάτω συμφωνείς με τους Όρους Χρήσης και την Πολιτική Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων.