Ο ομοφυλόφιλος, ενεργητικός ή παθητικός, ο οποίος λατρεύει τα πέη. Μπορεί να είναι ξεφωνημένη ή κρυφόπουστα, θηλυπρεπής ή όχι, πάντως σίγουρα λατρεύει τις ψωλές. Τον διακρίνει κανείς εύκολα, καθώς όταν πέφτει το βλέμμα του σε πέος, γλείφει λίγο τα χειλάκια του και κάνει «Μμμμμμμμμμ!!!» παθιάρικα.

  1. Δασκάλα: Πώς λεγόταν ο διάσημος ζωγράφος από τη Λέσβο;
    Μαθητής-πουστάκι: Πεόφιλος κυρία! Αχ... Πάλι μπούρδα είπα καλέ!
    Δασκάλα: Όχι αγόρι μου. Θεόφιλος λεγόταν. Πεόφιλος είσαι εσύ!

  2. - Ρε συ, τι ήταν αυτός ο μπάρμαν χθες; Όλο σφηνάκια με κερνούσε!
    - Δεν ξέρω, αλλά πρόσεχε. Παίζει να είναι λίγο πεόφιλος.

(από dk636, 14/06/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα κάθε λογής πουστάκια που βλέπεις στην τηλεόραση κατά τη μεσημεριανή-απογευματινή ζώνη. Είναι πάντα χαρωπές και τσαχπίνες, και ως μέρος της σόου μπιζ, έχουν παραμερίσει το σύνδρομο του βρωμόπουστα και επιδεικνύουν την πουστοσύνη τους στο κουτσομπολιό.

- Κοίτα χαμόγελο! Αστράφτει στο γυαλί ο Βαγγέλης μας ε;
- Ε στο είπα. Έχει ανέβει επίπεδο ο γιος μας. Από φτωχόπουστα, έγινε λαμπερόπουστα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κάτι το οποίο γουστάρουν οι πούστηδες (κατά το «γουστόζικο»).

Κρίστο: - Αχ καλέ, τι ωραίο συνολάκι είναι αυτό; Σου κάνει ωραία οπίσθια!!!
Τρύφων: - Ε ναι χρυσό μου, είναι και πολύ πουστόζικο!!! Καρ καρ καρ καρ!!!

(από dk636, 14/06/11)

βλ. και πουστάρω

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η πίπα. Χρησιμοποιείται όταν ο πεοδότης διηγείται σε φίλο του την επομένη της πεολειχίας, αλλά ψιλοντρέπεται να πει τα πράγματα με το όνομά τους.

- Για πε ρε, τι έγινε τα ψε με το παστάκι; Μπήκε ο σύρτης;
- Ε να μωρέ, όχι... Σκότι Πίππεν μόνο.
- Σσσσσσς! 'Ελα ρε πεωσφόρε! Την κέρασες πρωτείνη;
- Μπα, αερόπιπα έκανε. Ίσα που ξερόχυσα.

O Scottie Pippen με την στρατηγικού αναστήματος καλή του. (από Vrastaman, 14/06/11)Jim Beam me up Συκώτι (από Vrastaman, 18/06/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όταν κάποιος έχει φάει τέτοια νίλα, που δεν μπορεί να την ξεπεράσει. Προσομοιάζεται με το ότι έχει καταπιεί την πούτσα, έχει κολλήσει όμως στον οισοφάγο λόγω μεγέθους και δεν μπορεί ούτε να τη βγάλει, ούτε να τη χωνέψει.

Σούλης: -Έλα ρε συ Ανέστη, αφού αν δεν σας έσπρωχναν έτσι οι διαιτητές θα χάνατε!
Ανέστης: -Τι λες ρε μαλάκα; Έχεις φάει την πούτσα και δεν μπορείς να τη ρευτείς, δεν μπορείς να τη φτύσεις και μιλάς;

(από dk636, 14/06/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το μυθικό πλάσμα που θηρεύει αμέριμνους περαστικούς που πάνε για την ανάγκη τους στην εξοχή (πχ εξοχέζουν).

Λέγεται ότι είναι ένα θηριώδης φαλλός, που περπατάει με τα αρχίδια τ', και έχει διαστάσεις πάνω από 6 μέτρα μήκος και 2 ακτίνα. Αν σε πετύχει δηλαδή, την πούτσισες. Θα βγάλει το μουνί σου αίματα....

- Πού πήγε ο Δημήτρης; - Πίσω από το θάμνο να κατουρήσει. - Ρε μαλάκα! Και γιατί κατουράει καθιστός; Λες να έχει μουνί; - Δεν ξέρω φίλε μπορεί απλά να είναι λιτζάνι/σφεντόνα. Αλλά σε αυτά τα μέρη είναι επικίνδυνο να απομακρύνεσαι. Λένε ότι παραμονεύει ο Πούτσουλας.

παραγγελιά από βίκαρο (από jesus, 17/06/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όρος που χρησιμοποιείται από γιατρούς με περίεργη αίσθηση του χιούμορ για να περιγράψουν κάτι που μοιάζει με την παλιαρρώστια, αλλά τελικά δεν είναι. Παράγωγο είναι το χαρχινιάρης.

- Κυρία μου δεν ξέρω πως να σας τι πω... Ο σύζυγός σας έχει χαρχίνο. Θα χρειαστεί να ξεκινήσουμε άμεσα χαρχινοθεραπεία.
- ;;;

Χαρχινός, το χαρχίνωμα των βραχακίων. (από Vrastaman, 17/06/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

O φαντάρος που δεν την παλεύει και σκέφτεται συνέχεια να πάρει αναβολή. Από τους τύπους δηλαδή που έχουν μπει μέσα, θέλουν κάτι μήνες για απολελέ και τρελελέ και επειδή π.χ. τους έβαλαν νούμερο που τους χαλάει, απειλούν ή/και παίρνουν αναβολή και κάθονται και ξαναπερνούν το ίδιο λούκι λουκ από την αρχή (Φτου, ξανά μανά).

-Πω πω ρε μαλάκα δεν τη μπαλεύω να μείνω σήμερα μέσα, θέλω να πάω για καφέ.....
-Εντάξει ρε φίλε, κι εμείς εδώ δεν θέλουμε δηλαδή;
-Όχι φίλε δεν τη μπαλεύω μέσα, θα πάρω αναβολή, τελείωσε... Θα πάω να πω ότι θα αυτοκτονήσω.....
(Μετά που φεύγει ο κλαψομούνης)
-Ρε συ τι αναβολιάρης είναι αυτός! Μας έχει πρήξει τα ούμπαλα! Θαλαμοφυλίκι του λες να κάνει και κλαίει για αναβόλα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Ύβρις για γυναίκα που δε γουστάρει κάποιος. Σχετίζεται με την κλασομπανιέρα, και τον κλασαρχίδα. Ταιριάζει η χρήση του σε γυναίκες που το παίζουν κλασάτες, δυναμικές και όμορφες, αλλά στην πραγματικότητα είναι ελεεινές και φτωχόμουνα με femme fatale attitude.

  2. Το αιδοίο που κατά τη διάρκεια του ξεσκιζόλ απελευθερώνει αέρα πολύ συχνά (ρυθμός άνω των 5 fpm - farts per minute).

-Τι έγινε ρε, γιατί μάλωνες με την Ίριδα;
-Άσε με μωρέ με το κλασόμουνο, που θα μου πει εμένα να πούμε πως να κάνω τη δουλειά μου! Γαμώ το Χριστόφορο και την Πανακόλα της!

-Για πες ρε, τι έλεγε η Ίριδα στο κρεβάτι;
-Ωραία φίλε, στενό μουνί, αλλά έκλανε συνέχεια.....
-Μμμμ κλασομούνα δηλαδή.
-Ναι, σαν τη μάνα σου.
-;;;;;;;;;;;;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέγεται από ανθρώπους που (και καλά) έχουν μεγαλώσει στην Ιταλία - αλμπάνια δηλαδή, που αντί για Βορειοηπειρώτες, το παίζουν Σιτσιλιάνοι - σε περιπτώσεις που αναφέρονται σε δύο πράγματα που ομοιάζουν μεν, δεν ταυτίζονται δε. Αντί του τομέιτο-τομάτο που λένε και οι φίλοι μας αμερικλάνοι.

-Ρε συ Μπλένταρ, χθες μας έλεγες ότι είσαι από τη Νάπολι, σήμερα λες ότι μεγάλωσες στο Μπάρι;

(Με προσποιητή φωνή Ραματσότι)
-Τι Πιρέεεεεελλι, τι τραβέλι!!! Η μάμα από το Νάαααααπολι, ο πάπα από Μπάαααρι! (Σε ελεύθερη μετάφραση μάμα από Ελμπασάν, πάπα από Σκόδρα)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία