Έκφραση απόγνωσης που χρησιμοποιείται κυρίως όταν κάποιος πετάει μια μαλακία...

- Πού πήγε η μικρή Αννούλα μετά την έκρηξη; Παντού!
- Κόψε τα ναρκωτικά ρε μαλάκα, δεν φτάνουν για όλους...

(από xalikoutis, 16/04/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαρακτηρίζει το νερόβραστο, ξενέρωτο σέξ κυρίως λόγο έλλειψης αντοχής ενός εκ των δύο (ή και παραπάνω) παρτενέρ. Προέρχεται από το γνωστό και άκρως εκνευριστικό (για όλους τους πορνόβιους με αργή σύνδεση) μήνυμα που εμφανίζεται σε τσόντες μεγάλου μήκους όταν «φορτώνει» η ταινία.

- Έλα ρε συ τελικά το κάνατε με εκείνη την Ιταλίδα που μου έλεγες; Πώς ήταν;
- Μιλάμε για τρελό buffering η τύπισσα κόντεψα να κοιμηθώ....

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η υπερβολική συγκέντρωση αντρών (λοστοί) σε δημόσιους χώρους. Χρησιμοποιείται ως «εξευγενισμένο» συνώνυμο για τον αρχιδόκαμπο, την ψωλαρία, αποφεύγοντας τουλάχιστον την καφρίλα που συνήθως διέπει τέτοιες παρέες. Η παρομοίωση με λοστούς δεν είναι καθόλου τυχαία.

- Τι κάνατε τελικά ρε Χρυσοβαλάντη χθες; Βγήκατε με τα πιπίνια που μου έλεγες;
- Μπα τίποτα ρε συ, λοσταρία βγήκαμε τελικά, δέκα μουλάρια... Λες και επιστρέψαμε από διάρρηξη ήμασταν...

(από GeorgeKen, 28/07/11)(από GeorgeKen, 28/07/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαρακτηρίζει τα χοντρά βύσματα στον Ελληνικό Στρατό, όπου τα καθήκοντα τους οριοθετούνται στο να βρίσκονται σε κάποιο γραφείο και να κοιτάνε τον ουρανό για πιθανή πτώση αστεριών.

Εάν κάτι τέτοιο συμβεί, εκτελούν αμέσως τις εντολές που τους έχουν δοθεί ως πιστοί και φιλότιμοι στρατιώτες και ενημερώνουν την διοίκηση για το συμβάν (δηλαδή παίρνουν τηλέφωνο το θείο τους που τυχαίνει να είναι ο διοικητής της μονάδας).

- Πω πω τον λυπάμαι τον Ισίδωρο, την χειρότερη περίοδο διάλεξε να μπει φαντάρος...
- Ποιόν λυπάσαι ρε; Ο Ισίδωρος είναι το μεγαλύτερο βύσμα της σειράς του... Σκοπευτής πεφταστέρων στην Αθήνα υπηρετεί..

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αναφέρεται σε άτομα που καλύπτουν το καπάκι δημόσιας τουαλέτας με χαρτί υγείας (ελαφρώς κυκλικά) και λόγω δυσκοιλιότητας μουγκρίζουν επίμονα παραπέμποντας έτσι σε τελετή επίκλησης δαιμόνων.

- Ρε συ πάλι ζορίζεται ο Βάμπης στην τουαλέτα; - Γάμησε τα φτιάχνει πάλι πεντάλφες με κωλόχαρτο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία