Ηρωίνη, πρέζα. Σαπίλα για να μαστουρώσεις.
Ρε δικέ μου αυτή η ρούχλα που ήπια σήμερα ήταν αλλο πράμα!
Ηρωίνη, πρέζα. Σαπίλα για να μαστουρώσεις.
Ρε δικέ μου αυτή η ρούχλα που ήπια σήμερα ήταν αλλο πράμα!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ελεεινή γυναίκα, που την παρομοιάζουν με παράγκα.
- Τελικά αποδείχτηκε πολύ τρώγλη η τάδε και της έδωσα φύσημα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Άτομο σπαστικό συνήθως, του οποίου τα κόμπλεξ οφείλονται, κυριολεκτικά και μη, σε αποχή απο το σεξ.
Μας ζάλισε αυτή η αγάμητη, επειδή δεν την γαμάει κανένας νομίζει ότι όλοι είμαστε μαλάκες.
Παρόμοιο με το ανέραστος, στο πιο χυδαίο.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Κάνω έρωτα, καταφέρνω να συνουσιαστώ μ' αυτήν που θέλω. (χυδαία)
Την φέρνω πισώπλατα σε φίλο, συνάδελφο, κ.λ.π.
- Χτες το βράδι την πηγα σπίτι μου και της τον φόρμαρα.
- Μας τον φορμάρει συνέχεια στη δουλειά ο Τάδε, όλο κοπάνες κάνει.
Βλ. και φερμάρω.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Γυναίκα άσχημη σαν ψοφίμι σε αποσύνθεση.
Πω ρε φίλε, την είδα κι απο κοντά και ηταν ένα λέσι άσ' τα να πάνε...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!