Η ανύπαντρη γυναίκα προχωρημένης ηλικίας (γεροντοκόρη) αλλά και η γυναίκα ανεξαρτήτου ηλικίας που δεν έχει σχέση γιατί δεν μπορεί να βρει σύντροφο.

- Ρε συ, τι κάνει η ξαδέρφη σου η Άννα; Χρόνια έχω να την δω. Παντρεύτηκε;
- Με τα μυαλά που κουβαλάει; Μπακουρόγατα κατάντησε.

(από Khan, 28/08/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που είναι μεν καυλωμένος αλλά λόγω έλλειψης ερωτικής συντρόφου το ρίχνει στη μαλακία. Κατ' επέκταση δηλώνει τον άντρα που δεν έχει σχέση για μεγάλο διάστημα. Δεν πρέπει να συγχέεται με τον μαλακοκαύλη (μαλακοκαύλης)

Ο Γιάννης έχει να βγει ραντεβού με γυναίκα πάνω από δυο χρόνια. Καυλομαλάκας κατάντησε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Συζητώ χαλαρά περί ανέμων και υδάτων με γυναίκα η οποία με έλκει ερωτικά. Η κουβέντα παραμένει αυστηρά σε φιλικό επίπεδο αλλιώς περνάμε στο επόμενο στάδιο που είναι το καυλαντίζω, καβλαντίζω.

-Γιώργο, πως πήγε η δουλειά σήμερα;

-Βαρετά. Ευτυχώς ήρθε η Μαιρούλα, κάναμε ένα τσιγάρο και χαζομούνιασα λίγο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η φράση σαν να έχει άδικο ή έχει άδικο χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει την άσχημη γυναίκα. Μάλλον προήλθε από το αντίθετο του ότι μια όμορφη γυναίκα έχει (για τους άντρες) πάντα δίκιο.

-Ο Γιάννης έχει αδερφή, το ήξερες;

-Άσε φίλε, την έχω γνωρίσει. Έχει άδικο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Η πουτανίτσα.

Είδα χθες στην παραλία την Μαρία με καινούριο γκόμενο. Ο τρίτος για φέτος, καλά την είχα κόψει για ψωλοπιπέτα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που δεν μιλάει πολύ, ο λιγομίλητος.

Πήγαμε χθες με τον Γιάννη και την Μαρία για καφέ. Αυτός ο Γιάννης ρε φίλε, ζήτημα αν είπε δύο λέξεις, εντελώς βουβόκλανος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η καυτή, σέξι γυναίκα που είναι όμως κοντή.

-Μουνάρα η Βάσω φίλε. Σεξοβόμβα! -Ε, όχι ακριβώς σεξοβόμβα, είναι κοντούλα. Σεξονάρκη είναι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Από τις λέξεις καυλαντίζω + δεινόσαυρος. Ο άντρας που καυλαντίζεται για μεγάλο χρονικό διάστημα με κάποια γυναίκα αλλά δεν προχωρά σε σεξουαλική πράξη μαζί της.

-Πως τα πάει ο Γιάννης με την Κατερίνα;
-Άσε ρε τον μαλάκα, ένα μήνα καυλαντίζονται κι ακόμα να την πηδήξει. Καυλαντόσαυρος κατάντησε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Από τις λέξεις "μουνί" και "συναγρίδα". Η ελκυστική, σέξι γυναίκα στην παραλία.

Πήγα χθες για μπάνιο και αρρώστησα. Η παραλία ήταν γεμάτη μουναγρίδες!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Αυτός που δεν είναι σεξουαλικά επαρκής, δεν είναι αποδοτικός στο σεξ ώστε να ικανοποιήσει μια γυναίκα. Κατ΄επέκταση ο ξενέρωτος, βαρετός, ανούσιος άντρας.

-Μαρία, πάμε για κανά ποτό μετά τη δουλειά; Θα έρθει και ο Γιάννης.
-Ο Γιάννης; Με αυτόν τον χαδομούνη εγώ δεν ξαναβγαίνω. Είναι πολύ βαρετός...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε