Φανταρικό απόφθεγμα.

Σε ελεύθερη μετάφραση, ταλαιπωρούμαι αλλά οι γαμημένες μέρες για την απόλυση δεν μαζεύονται.

Βέβαια, το λιώσιμο μπορεί να νοηθεί διττώς:

α) ως χώσιμο / βυσμάτωμα

β) απλά ως απελπιστική απραγία, να κάθεσαι να ψωλαρμενίζεις ώρες ατέλειωτες, άχρηστος μεταξύ αχρήστων, βάρος της γης, απλά να υφίστασαι στο σύμπαν χωρίς να το επηρεάζεις στο ελάχιστο.

Καταχρηστικά το ρητό χρησιμοποιείται σε εκτός στρατού φάσεις, π.χ. όταν πέφτει γενικώς τρελή δουλειά ή τρελό διάβασμα για εξεταστική κλπ.

(τηλεφώνημα)
- Έλα Μήτσο, να περάσω για κανα ταβλάκι;
- Καλά θα 'ταν ρε Τζον μα έχω πήξει στο διάβασμα.
- Λιώσιμο κανονικό ε;
- Λιώνω και δεν παλιώνω που λέγαμε και στο στρατό φίλε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Περιληπτική ονομασία των αναβολικών, στο ιδίωμα μπιλντεράδων και άλλων γυμναστηριάκηδων.

Stricto sensu, τα αναβολικά σε μορφή χαπιού (oral) - βλ. σχετικά και λήμμα καργιόλια.

Lato sensu, τα παντός είδους αναβολικά, ενέσιμα και μη, καθώς και τα διάφορα συμπληρώματα διατροφής: σκόνες, χάπια, αλοιφές, σνακ πρωτεΐνης, αμινοξέα υγρής μορφής, διαλύματα κλπ.

Ο όρος εκφράζει με επιτυχία την αμφίθυμη διάθεση (ambivalence) των χρηστών έναντι των ανωτέρω σκευασμάτων, τα οποία, ναι μεν βοηθούν στην εκπλήρωση του ποθούμενου, αφετέρου εγκυμονούν κινδύνους σε περίπτωση αλόγιστης κατανάλωσης. Όταν μιλά κανείς για διαόλια, καργιόλια κττ, δηλώνει εμμέσως πλην σαφώς ότι διατηρεί τον πλήρη έλεγχο επί της διαδικασίας λήψεώς τους. Ότι παίζει τα «μυστικά» τους στα δάχτυλα. Ότι γνωρίζει καλά τις παγίδες και τις ενδεχόμενες παρενέργειές τους, αλλά επειδή είναι μάγκας και ωραίος και εμπειρίκος ξέρει να προστατεύεται από αυτές. Δεν είναι κανάς ανίδεος, κανάς χτεσινός που του πούλησαν παραμύθι οι επιτήδειοι κι έπεσε με τα μούτρα στη ντρόγκα χωρίς να ξέρει που παν τα τέσσερα.

- Μ' αυτά τα διαόλια που θα σου φέρω θα γίνεις φιτίλια, θα σε βλέπουν στην παραλία και θα τρέχουν να φορέσουν κελεμπία.

Τον πιάσαν τα διαόλια του. (από Vrastaman, 17/09/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τσιγάρο πολύ ελαφρύ, με σχεδόν μηδενική περιεκτικότητα σε πίσσα και νικοτίνη. Απ' αυτά που ρουφάς, ρουφάς και δε βγαίνει χριστός. Σε φάση δλδ να νομίζεις ότι δεν καπνίζεις καν, ότι απλά μπαινοβγάζεις ένα καλαμάκι στο στόμα. Την έκφραση συνηθίζουν θεριακλήδες όταν θέλουν να ειρωνευτούν κάποιον που κάνει ultra light (και φυσικά ούλτρα φλώρικα) τσιγάρα.

Το καλαμάκι (ορίτζιναλ) το συνιστούν γιατροί και άλλοι πρωκτικάντζες του υγιεινισμού ως μέθοδο σταδιακής «απεξάρτησης» απ' το κάπνισμα.

- Πάω περίπτερο για τσιγάρα.
- Α, ωραία, πάρε μου κι εμένα σε παρακαλώ ένα Silk Cut One, το άσπρο το πακέτο.
- Ποιο μωρή αδερφή, μη μου πεις ότι κάνεις εκείνο το 0,0000 κάτι... Ρε αυτά είναι καλαμάκια, ξεκόλλα, πεταμένα λεφτά. Πάρε δω ένα κανονικό τσιγάρο να πιεις να γουστάρεις.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ως αμετάβατο, είναι συνώνυμο του φορμάρω, του στρώνω ή του δένω: οργανώνομαι, σχηματίζομαι, μορφοποιούμαι, αποκτώ την προσδοκώμενη συνοχή, συντάσσομαι, ενιαιοποιούμαι, βρίσκω «ρυθμό», εκδιπλώνω τις δυνατότητές μου, οργανικοποιούμαι. Εν ολίγοις και αριστοτελικώς, «γίνομαι αυτό που πρέπει / αυτό που προορίζομαι να γίνω».

Λέγεται κυρίως για αθλητικές ομάδες. Αν μια ομάδα μοντάρει επιτυχώς, τότε είναι σε θέση, κατά μια απίθανη αλεφάντειο ταυτολογία, να βγει και να παίξει τη μπάλα που ξέρει.

Η μεταβατική χρήση (ο κόουτς έχει κανονίσει κάποια φιλικά για να μοντάρει την ομάδα) είναι φυσικά συνηθέστερη αν και, ίσως και εξαιτίας αυτού, κατά τι μειωμένης σλανγκικής υφής.

Μην περιμένεις από τόσο νωρίς σπουδαία πράγματα. Η ομάδα ό,τι βγήκε από προετοιμασία, θέλει κανά διμηνάκι να μοντάρει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στο μποντιμπιλντεράδικο συμπεριέχον, ποιοτικός είναι αθλητής με χαμηλά ποσοστά σωματικού λίπους και, αντιστοίχως, υψηλά ποσοστά καθαρού κρέατος.

Η χρήση του ποιοτικός, εν αντιθέσει προς τα τετριμμένα φέτας, κομμάτιας, κλπ, ή προς τα «λαϊκότροπα» και ολίγον τι vulgar φιτίλιας, σφαγμένος, κλπ, αποκλείει ενδεχόμενη ειρωνεία ενώ προσδίδει επίφαση επιστημονικότητας και επομένως αυξημένο κύρος στο λόγο του ομιλούντος μπιλντεροϋποκειμένου.

- Πώς τον κόβεις το Μήτσο;
- Πολύ πιο ποιοτικός από πέρσι. Δε βλέπεις φλεβίδι που έχει πετάξει; Καλώδια κανονικά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στο μποντιμπιλντεράδικο συμφραζόμενο, κρέας είναι η καθαρή, άπαχη μυική μάζα, απόλυτο ιδανικό των πιστών του αθλήματος.

Να σημειωθεί, καταρχήν, η θετική εν προκειμένω σημασιοδότηση του κρέατος, εν αντιθέσει προς τους τρεις εκ των συνολικά τεσσάρων λοιπών ορισμών του.

- Μ' αυτό το φαρμάκι σ' το υπογράφω ότι θα βάλεις τρία κιλά κρέας πάνω σου σε δυο μηνάκια.

Σε αντίθεση προς τον τοις πάσι γνωστό όγκο, το κρέας είναι εξ ορισμού καθαρό, η πεμπτουσία της «ποιότητας». Ο «όγκος» περιέχει, εκτός από καθαρή μυικότητα, λίπος και υγρά, απαραίτητα κατά τα άλλα σε ένα δόκιμο πρόγραμμα σωματοδόμησης. Συνώνυμο του κρέατος είναι μάλλον η (μυική) «μάζα», όρος που συχνά εκφέρεται στον πληθυντικό ως επιφώνημα («μάζες!») ως δηλωτικό οικειότητας και αναγνώρισης μεταξύ μπιλντεριών.

Στόχος του παρόντος δεν είναι να αποτελέσει πηγή πραγματολογικού υλικού περί των τρόπων κτήσεων καθαρού κρέατος / μάζας, να σημειωθεί εντούτοις συνοπτικά ότι η χημική υποβοήθηση αποτελεί, από ένα σημείο και έπειτα, απαραίτητη προϋπόθεση χτισίματος «νέων» μαζών. Σε αντίθετη περίπτωση, η απλή χρήση παραδοσιακών μεθόδων (τακτική γυμναστική και προσεγμένη διατροφή) καθίσταται αργά ή γρήγορα ατελέσφορη, εξαιτίας της ομοιοστατικής λειτουργίας του ανθρώπινου οργανισμού ο οποίος μοιάζει να «αντιστέκεται» στις προσπάθειες διαταραχής των αναλογιών μεταξύ μυικού και λιπώδους ιστού.

Να σημειωθεί, τέλος, η συγγένεια του προκείμενου ορισμού του κρέατος με εκείνον που ορίζει το κρέας ως το πέος, το ανδρικό μόριο. Και στις δύο περιπτώσεις τονίζεται το στοιχείο της καθαρότητας, του αμιγούς αλλά και το ευαίσθητο και άρα άξιο ενδελεχούς προστασίας, ως κόρην οφθαλμού, του εν λόγω κρέατος.

- Μήτσο είσαι στα καλύτερά σου ρε φίλε, με τόσο κρέας απάνω σου δε σ' έχω ξαναδεί. Ποιοτικός κάργα, μπράβο. Έπαιξες γουινάκι;*

*winstrol, εμπορική ονομασία της ουσίας στανοζολόλη

Βούβαλο τ. Belgian Blue (από Vrastaman, 05/09/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ελληνική κατά Vrastaman απόδοση του δυσμετάφραστου και πολύσημου όρου underdog.

Προς συμπλήρωση του υπάρχοντος ορισμού, να λεχθούν τα εξής.

Χρησιμοποιούμενος είτε ως όνομα ουσιαστικό είτε ως επιθετικός προσδιορισμός, το underdog / υπόσκυλο παραπέμπει σε άτομο ή σύνολο που πιθανολογείται οτι θα εξέλθει χαμένο από έναν αγώνα ή σύγκρουση. Ενναλλακτικά, ο όρος σημαίνει το θύμα κάποιας αδικίας ή δίωξης.

Να υπογραμμιστεί οτι ο όρος δεν ενέχει αρνητική ή υποτιμητική αξιολογική φόρτιση. Χρησιμοποιείται ως εργαλείο πολιτικής και ευρύτερα πολιτισμικής ανάλυσης. Τρεις αξιολογικές εκτιμήσεις συγκροτούν το εννοιολογικό του περιεχόμενο.

  • Αδυναμία και ειδικότερα μειωμένη ικανότητα του υπόσκυλου να ανταγωνιστεί ισχυρότερους αντιπάλους επί ίσοις όροις.
  • Μια διάχυτα ευμενής προδιάθεση και στάση, μια συμπάθεια (με την έννοια του συν-πάσχειν) προς τα υπόσκυλα.
  • Θετική αντιμετώπιση του ενδεχομένου της επικράτησης των υπόσκυλων σε μια μελλοντική σύγκρουση ή αντιπαράθεση με κάποιον ισχυρό.

Η literal βρασταμάνειος απόδοση του underdog είναι εξαιρετικά witty και πιασάρικη, εντούτοις η προσπάθεια εντοπισμού ελληνικού όρου που θα αποδίδει με επάρκεια το πλήρες φάσμα του εννοιολογικού περιεχομένου του αγγλικού όρου αποδεικνύεται ιδιαιτέρως δύσκολη. Οι διαθέσιμες λύσεις παραπέμπουν συνήθως στο χαρακτηριστικό της αδυναμίας και της μειωμένης ανταγωνιστικότητας: «περιθωριακός», «χαμένος», «φουκαράς», «κακομοίρης», «μη ανταγωνιστικός», «μη προνομιούχος», «καταδυναστευόμενος», «ηττημένος», «αδικημένος», «θύμα», κλπ. Ορισμένες απο τις παραπάνω (ιδίως τα «κακομοίρης», «φουκαράς», «αδικημένος») εμπεριέχουν την έννοια της συμπάθειας, όχι όμως και τη θετική αντιμετώπιση της ενδεχόμενης επικράτησης επί ισχυρού αντιπάλου. Το κυριότερο, όλοι οι παραπάνω όροι έχουν ως κοινό υπόβαθρο την αρνητική φόρτιση και την απαξιωτική στάση ως προς αυτό που προσδιορίζουν και, συνεπώς, δεν πληρούν τις αξιολογικές απαιτήσεις ενός λόγου επιστημονικού.

Kατά τον καθηγητή της Πολιτικής Επιστήμης Ν. Διαμαντούρο, οι τρεις όροι που παρουσιάζουν τα λιγότερα προβλήματα απόδοσης είναι το «αδύναμος», «μη προνομιούχος» και το «παρωχημένος». Και οι τρεις εξακολουθούν να εμφανίζουν διάφορα και σημαντικά μειονεκτήματα, με κυριότερα αυτό της αδυναμίας απόδοσης της διάστασης της συν-πάθειας που ενυπάρχει στον αγγλικό πρωτότυπο, αλλά και αυτό της αδυναμίας τους να εκφράσουν πλήρη αξιολογική ουδετερότητα.

(Βλ.: Νικηφόρος Διαμαντούρος, Πολιτισμικός δυισμός και πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2000)

Η πολιτική κουλτούρα των υπόσκυλων (underdog political culture) αντανακλά την ιστορική πραγματικότητα της ελληνικής μακράς διάρκειας. Εμβαπτισμένη στην οθωμανική-βαλκανική κληρονομιά και επηρεασμένη σε μεγάλο βαθμό από την κοσμοθεώρηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η τελευταία, για λόγους ιστορικούς, ιδεολογικούς και θεολογικούς, διατηρούσε για μεγάλα χρονικά διαστήματα έντονη και κατά περιόδους μαχητική αντιδυτική στάση. Η πολιτική παράδοση των υπόσκυλων χαρακτηρίζεται από έκδηλη εσωστρέφεια, έντονα κρατικιστικό προσανατολισμό σε συνδυασμό με βαθιά διχοστασία απέναντι στον καπιταλισμό και τους μηχανισμούς της αγοράς, συνειδητή προτίμηση προς τον πατερναλισμό και τον προστατευτισμό από κοινού με μια παρατεταμένη προσκόλληση σε προκαπιταλιστικές πρακτικές. Στο σύμπαν των ηθικών αισθημάτων της κυριαρχούν συχνά αρχέγονες ταυτίσεις με στενές αντιλήψεις και αδιαλλαξίες απέναντι σε κάθετι το ξένο, ένας λανθάνων αυταρχισμός ενδυναμωμένος από τις δομές της οθωμανικής εξουσίας και της βαριά κληρονομιά του κατά Weber συστήματος του «σουλτανισμού», τέλος, μια αμφίθυμη αντίληψη για κάθε ανανέωση.

ένα υπόσκυλο που νίκησε στις μελλοντικές συγκρούσεις. (από Khan, 01/09/11)(από Khan, 01/09/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το αρκτικόλεξο Όφα (= Όπου Φυσάει ο Άνεμος) δεν αντιστοιχεί μόνο σε ένα οιονεί πολιτικό κόμμα των ανερμάτιστων και οπορτουνιστών. Οι χρήσεις του είναι ευρύτερες.

Όφα είναι γενικώς ένας τύπος γιούχου, σε φάση τρεις λαλούν και δυο χορεύουν, ομνύων στο σεπτό δόγμα του ο,τινανισμού. Περαιτέρω συμβολή στη φαινομενολογία του όφα: αναποφάσιστος, μονίμως με αίσθηση ανικανοποίησης, ευμετάβλητος, αναξιόπιστος, ασταθής, επιπόλαιος, ασόβαρος, χειραγωγήσιμος, κλπ.

Προτιμάται ιδιαιτέρως ως χαρακτηρισμός ατόμων θηλυκού γένους, προδιαθέτει εν προκειμένω η κατάληξη -α. Το όφα ως το θηλυκό του επιθέτου οφ: άκυρος, άμπαλος, άσχετος, αουτσάιντερ (αλλά όχι underdog, όρος με λεπτές, λεπτότατες νοηματικές αποχρώσεις), κλπ.

- H γκόμενα είναι όφα, τι πας να μπλέξεις;

Επειδή ως γνωστόν ενός κακού μύρια έπονται - και επειδή η σλανγκ ενίοτε αγαπά τις βάναυσες γενικεύσεις - μια γκόμενα όφα είναι, συνήθως αλλά όχι πάντα, και μπάζο, πλην των άλλων ελαττωμάτων της.

(σ.ς.: εν γνώσει και προς συμπλήρωση του ορισμού του Πονηρόσκυλου)

- Εγώ ρε αγόρι σε θυμάμαι μια ζωή με τίμια γκομενάκια, τι είν' αυτή η όφα που τραβιέσαι τώρα;

(από Khan, 31/08/11)

βλ. και όπου φυσάει

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σε στύση, κάργα στύση.

Η γραβάτα λειτουργεί ως μεταφορά του πέοντα και σε άλλες εκφράσεις, βλ. το αββασιδικό τον έχω κάνει γραβάτα, όπου η γραβάτα παραπέμπει στον και καλά ξεχειλωμένο από την υπερβολική μαλακία πέοντα, ή το κχάνειο γραβάτα, αναφερόμενο σε ειδική σεχουαλική πρακτική γνωστή και ως ισπανικό ή βυζομαλακία.

Εδώ τα πράγματα είναι πιο απλά. Γραβάτα είναι ο εντελώς τελείως καυλωμένος πέοντας (μελάτες μεσοβέζικες καταστάσεις αποκλείονται), ανεξαρτήτως μεγέθους, σχήματος ή ιδιαίτερων σεχουαλικών προτιμήσεων. Σημασία έχει μόνο το κατακόρυφο της στάσης, η ορθοστασία.

  1. - Την Τρίτη που μας πέρασε με παίρνει τηλέφωνο ο Βασίλης. Προφανώς ήθελε διακαώς να γαμήσει, γιατί με άρχισε σε κάτι πουτσιλίκια του τύπου «έλα βρε μωράκι, που χάθηκες» και «μαύρα μάτια κάνουμε να σε δούμε», παρότι ήταν αυτός που είχε εξαφανιστεί για καμιά βδομάδα. Είπαμε, φρη σχέση, αλλά όχι κι έτσι ρε φίλε. Τεσπά, μετά τις εισαγωγικές μαλακίες μου το σερβίρει: «τι θα κάνεις το βράδυ, θες να έρθω να δούμε καμιά ταινιούλα παρέα;». Του λέω ξέχνα το, έχω γυναικολόγο την επόμενη μέρα και μου έχει πει να μην κάνω τίποτα την προηγούμενη γιατί αλλιώς η εξέταση πάει στράφι. «Μα δε θα κάνουμε τίποτα βρε μωράκι, μόνο καμιά αγκαλίτσα θα σε πάρω που μου 'λειψες». «Βασιλάκη άσ' τα σάπια» του λέω, «θες να γαμήσεις, κι εγώ μπορεί να θέλω, αλλά υπάρχουν κι άλλες προτεραιότητες σ' αυτή τη ζωή». Μη στα πολυλογώ, μου ζάλισε τ' αρχίδια με υποσχέσεις οτι θα 'ναι Παναγία και τέτοια, και του 'πα να έρθει. Σκάει που λες ο δικός σου κύριος, βλέπουμε την ταινία, πίνουμε κι ένα ποτάκι για το καλό, όλα χαλαρά, ούτε το βυζί δε μου 'πιασε. Σε μια φάση του λέω «πάω να κάνω ένα μπάνιο και μετά θα την πέσω, είμαι ερείπιο». «Ναι βρε μωρό πήγαινε κι εγώ μια απ΄τα ίδια, δεν την παλεύω. Μπαίνω για μπάνιο, όλα καλά, ούτε φωνή ούτε ακρόαση, λέω ο τύπος θα έπεσε ξερός για ύπνο. Τελειώνω, φοράω μπουρνούζι και κάνω να βγω απ' το μπάνιο. Και τι να δω: ο Βασίλης ακριβώς έξω απ΄την πόρτα του μπάνιου, καθισμένος σε καρέκλα, γυμνός και με τον πούτσο γραβάτα. »Δεν περνάς απο δω αν δε σε γαμήσω, κατάλαβες πουτανάκι;«. Μια ταραχή την έπαθα η γυναίκα, λέω »ώπα τι κάνουμε τώρα«. - Και τελικά του 'κατσες;
    - Εσύ τι λες μωρή, λες να άφηνα τέτοια ψωλή καυλωμένη ανεκμετάλλευτη;
    - Γιατί, πόση την έχει;
    - Να σου πω, δεν το λες και φίδι, είναι όμως τίμιο, τη δουλειά του την κάνει με το παραπάνω. Και αντοχή ο πούστης. Τέσσερις φορές με ξέσκισε και ήθελε κι άλλο, είδα κι έπαθα να τον μαζέψω. Και το καλύτερο δε στο 'πα: την ώρα που με γαμούσε, να πετάει προστυχιές του τύπου »σε μένα παλιοπουτανάκι, πουστριλίκια για γυναικολόγους και ρέστα δεν πιάνουνε, το 'πιασες;«. Δυο φορές έχυσα, pas mal.

  2. - Με τέτοια εγκλήματα που περνάνε απο δω μας έχει γίνει ο πούτσος γραβάτα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μεταφορικά, ο πολύ γλυκός καφές με πλούσιο αφρό (φραπέ, φρέντο καπουτσίνο κλπ).

Παγωτοειδείς καφέδες τύπου μοκατσίνο και άλλοι τινές εις -ίνο λήγοντες, αποτελούν τούρτες κυριολεκτικά.

(στην καφετέρια)
- Πω ρε φίλε, της είπα τον θέλω γλυκό κι αυτή τον έκανε τούρτα. Με γάμησε, δεν πίνεται αυτό το πράμα. - Μάλλον είδε που τη χαλβάδιαζες κι είπε να μη σε αφήσει με την όρεξη. - Γαμιέσαι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία