Απορρυπαντικό κινημάτων και λοιπών λακέδων με σαφή κομματική δράση και αντιδραστική σύνθεση.
- Όχι ρε γμτ, σκάσανε πάλι οι μπάχαλοι στην πορεία...
- Τι σε νοιάζει ρε, αφού είναι εδώ το κνάιτ...
Απορρυπαντικό κινημάτων και λοιπών λακέδων με σαφή κομματική δράση και αντιδραστική σύνθεση.
- Όχι ρε γμτ, σκάσανε πάλι οι μπάχαλοι στην πορεία...
- Τι σε νοιάζει ρε, αφού είναι εδώ το κνάιτ...
Λέξεις του ντου: ανθρακωρύχος, αύρα, γηπεδικός, γκαζάκιας, θα περάσει κράνος, καπελάκιας, κνάιτ, ΚΝΑΤ, κνιτόμπατσο(ς), λίστα του ντου, λίτης, Λουκάνικος, ματατζής, μάχιμος, μπατσοθύελλα, μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι, μπατσόπτερο, μπάτσος, μπαχαλάκης / μπαχαλάκιας / μπάχαλος, μπάχαλο, μπλε / χακί, μπούκα, μπουκάλι, μπουκαλάκιας, ντου, σπασιματίας, συλλαλητήριος, φασιστικιά, φλιτάρω, φυσουνιά, χαοτικός.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Αρχοντοσλάνγκ ή αριστο(κρατο)σλάνγκ ή μπουρζοσλάνγκ (από τους μπουρζουάδες).
Παλιακή έκφραση που παραπέμπει σε καταστάσεις ψευτοκυριλέ, από ανθρώπους ανώτερης συνήθως τάξης ή μορφωτικού επιπέδου που η κλάση τους δεν επιτρέπει σλάνγκικες εκφράσεις.
Όταν δεν θέλουν να προσβάλλουν ευθέως (π.χ. φάτηνα στον κώλο τώρα μαλάκα, εγώ στα ‘λεγα), αλλά με πλάγιο τρόπο (ίσως γιατί είναι μπροστά και μικρά παιδιά και ακούνε), θέλουν να υποδηλώσουν ότι κάποιος ελαφρόμυαλος ή αλαζόνας που νόμιζε ότι τα ήξερε όλα τον ήπιε, του ήρθε από κει που δεν το περίμενε.
Κυριολεκτικά, το αυτό.
Με άλλα λόγια:
Ρούφα την τώρα και μη μιλάς.
Σκάσε και κολύμπα.
2, Θέλατε και μνημόνιο να σωθείτε από τη χρεωκοπία φραπέλληνες της μίζας και του βολέματος, κάτσε στη μπανάνα μαλάκα Έλληνα που θα πιάσεις κότσο το ντόιτς.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
α. Ο καταφερτζής, ο δολοπλόκος, ο πονηρός, ο ικανός, ο μπαγαπόντης.
Έκφραση που χρησιμοποιείται κατά κόρον όταν γίνεται αναφορά σε άντρες, που ουδεμία σχέση έχουν με «το κούνημα της αχλαδιάς» και τα υπόλοιπα χίλια συνώνυμα, αλλά έχουν καταφέρει κάτι με δόλιο ή μη τρόπο που απαιτεί ιδιαίτερες κλίσεις και ικανότητες. Εκφράζει και ενδόμυχο θαυμασμό αλλά και ζήλια και φθόνο. Χρησιμοποιείται κυρίως στην αιτιατική «α(ή ω-)τομπούστη», τονίζεται στην πρώτη ή την παραλήγουσα και η προέλευσή της χάνεται στο βάθος των αιώνων από τότε που υπήρχαν αθρώποι.
β. Ο Μαγκάιβερ
γ. Ο οδηγός λεωφορείου (autobus-tis) που νομίζει ότι του ανήκει όλος ο δρόμος.
Ωτομπούστη τι κάνει με το έβο το άτομο, του αρέσει να μυρίζει λάστιχο φαίνεται...
- Άτομπουστη, πώς την έριξε αυτή τη γκόμενα;
- Καλά ρε μλκ, πάντα κυκλοφόραγε τα καυλίτερα νιαμού αυτός...
Τόπε και τόκανε ο αθεόφοβος, ατομπούστη τον ζηλεύω...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Η λίμνη ή η πεδινή έκταση οποία έχει πλημμυρίσει.
- Αη πάμι να πουτίσουμι του χουράφ'. Α τραβίξουμι νιρό απτ' γκιόλα στου καρανύκτερι...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο βάτραχος, συναντάται και τζαμπλιάκι (βατράχι). Προφέρεται και ως τζιάμπλιακας ή και τζιαμπλιάκ' (χωριατιστί).
- Ούι μανούλαμ, πήγα στου πουτάμ' κι έπαιζα μις στου νιρό κι μι κατούρντσι τζάμπλιακας κι έβγαλα μπασταρδίτσα...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Φρεσκοχεσμένη κουράδα βοοειδούς. Μεταφορικά ο νωθρός, ο χωρίς πνεύμα και ενέργεια άνθρωπος, ο μαλθακός.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Λέξη που απαντάται κυρίως στη Β. Ελλάδα και χρησιμοποιείται κυρίως για γυναίκες μπαμπάτσικες, νταρντάνες καλοθρεμμένες, εύσωμες, ψηλές και δυνατές.
Στα παλιά τα χρόνια, μια μπαμπατζάνα γυναίκα, εύρωστη για τα δεδομένα της φτώχειας, θεωρούνταν ιδανική σύντροφος τόσο για τεκνοποίηση, όσο και για δουλειές «για τα χωράφια» και την κτηνοτροφία που απαιτούσαν φυσική αντοχή και δύναμη.
Μια μπαμπατζάνα γναίκα θέλου να βόσκ' κι τα γιλάδια, όχι σα τς χτικιάρες που μπλιεκς συ...Αχαααα πρρρρρ...
...ελπιζω ο τζακ να εχει μια καλη δικαιολογια για οτι κανει... γιατι απο τοτε που ειδε την ξανθια την προστυχη την μπαμπατζανα γυναικα οτι θελει τον κανει... (εδώ)
Νταρντανα γυναικα ή αλλιως μπαμπάτσκια ή οπως λενε στις Σερρες μπαμπατζάνα γυναίκα.
(εδώ)
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο τοκογλύφος, ο εισοδηματίας με την κακή έννοια, ο άνθρωπος που δεν χρειάζεται να μοχθήσει για να βγάλει τα προς το ζειν, αυτός που ζει από τον τοκισμό ή το κέρδος της περιουσίας ή των επενδύσεών του, κυρίως εις βάρος τρίτων.
Έχει επικρατήσει η αρνητικότητα στον όρο αυτό, ίσως γιατί έχουμε φλομώσει από δαύτους στο Ελλαδιστάν, ίσως γιατί έχει χρησιμοποιηθεί από τον Ανδρέα Παπανδρέου στο διάσημο «ραντιέρηδες της οικονομίας» για να καταδείξει όσους χρηματίζουν εις βάρος του Ελληνικού λαού.
Ετυμολογία: ραντιέρης < γαλλική rentier, δικαιούχος ράντας
Ράντα -θηλυκό:
- (στα πλοία) αντένα τοποθετημένη στο κάτω μέρος του άλμπουρου, περίπου κάθετα σ' αυτό (κατάρτι)
- (λογοτεχνικό) είδος κούνιας για ανάπαυση
- τακτικό χρηματικό ποσό που αποφέρει μια επένδυση
- περιοδική καταβολή ποσού
- εισόδημα από χρεώγραφα
(από εδώ)
Ακόμη, ευρέθησαν στο νέτι:
Ραντιέρης: ο ενασχολούμενος με ευκαιριακές χρηματιστικές εργασίες. Ο κατά τον θυμόσοφο Ελληνικό λαό: «τοκιστής και σουλατσαδόρος» (εδώ)
Ραντιέρης: ιδιώτης τοκογλύφος που πριν από την εφεύρεση των εμπορικών τραπεζών δάνειζε τους αγρότες στην Ελληνική ύπαιθρο με όρους αντίστοιχους των 21 Τραπεζών (εδώ)
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το μικρό παιδί στα θρακιώτικα. Προφέρεται «gzanj» (γκζάν').
Χρησιμοποιείται χαϊδευτικά από το μεγαλύτερο σε ηλικία άτομο προς το μικρότερο. Πολλές φορές εκφράζει και ειρωνεία θέλοντας να δώσει μια αρνητική χροιά σε προσφώνηση σε νεαρά άτομα που σκέφτονται απερίσκεπτα.
Με μια δόση υπερβολής, συνώνυμα είναι το μαλακιστήρι, μικρό και ανόητο, και πολλά άλλα...
2. Κρουν τα νταούλια μωρί Στέργιου μ΄
κρουν κι τα βιολιά
κρουν τα νταούλια μωρί Στέργιου μ΄
κρουν κι τα βιολιά
Πάπούς μι την κόκκινη σαλβάρα
πάπούς χορεύει μπροστά
πάπούς μι την κόκκινη σαλβάρα
πάπούς χορεύει μπροστά
Ίδω Στέργιους, ικεί Στέργιους
Στέργιους απάν΄ στην αγριμδιά
Ίδω Στέργιους, ικεί Στέργιους
Στέργιους απάν΄ στην αγριμδιά
Κάτέβα Στέργιου μ΄, κάτεβα γκζάνι μ΄
να σε παντρέψουμι
κάτέβα Στέργιου μ΄, κάτεβα γκζάνι μ΄
να σε παντρέψουμι
Δεν κατιβαίνω, δεν αλλάζω
γάμπρός δεν γίνομι
δεν κατιβαίνω, δεν αλλάζω
γάμπρός δεν γίνομι
Τα σημάδια πίσω να πάτι
Στέργιους πισμάνιψι
τα σημάδια πίσω να πάτι
Στέργιους πισμάνιψι
Τρία μιτζίθια παπούτσια βρε Στέργιου μ΄
πάπούς αγόρασι
Τρία μιτζίθια παπούτσια βρε Στέργιου μ΄
πάπούς αγόρασι
Κάτέβα Στέργιου μ΄, κάτέβα γκζάνι μ΄
να σε παντρέψουμι
κάτέβα Στέργιου μ΄, κάτέβα γκζάνι μ΄
να σε παντρέψουμι
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Επαγγελματική σλανγκιά (1): Απομεινάρι ή μικρό κομμάτι τάβλας με μήκος κάτω του ενός μέτρου.
Επαγγελματική σλανγκιά (2): Ψάρι ανοιγμένο στη μέση με βγαλμένη τη ράχη για ψήσιμο στη σχάρα ή το τηγάνι. Χρησιμοποιείται κυρίως για κέφαλους.
Απαντάται στη βόρεια Ελλάδα και μάλλον ο όρος αναφέρεται σε επιφάνειες λεπτές σε πάχος.
Μεταφορικά, πέρα από την προφανή ηχοποίητη χλάπα-χλούπα που ό,τι πετάει το ντουφεκάει, συνδέεται με αρνητικό πρόσημο με τη μασαμπούκα με μια δόση υπερβολής, αλλά και με οτιδήποτε υπερβολικό σε δραστηριότητα φάση κι έτσι ξερω γω.
1. Καθαρίζουμε τα ψάρια, τα χαράζουμε και τα ανοίγουμε στη μέση από την κοιλιά χλάπα τα λέει ο ψαράς μου. Τα αλατίζουμε, τα αλευρώνουμε, και τα τηγανίζουμε σε καυτό ελαιόλαδο.
2. Το πιο χυδαίο απ΄όλα όμως είναι ότι τα «μεγάλα» και «ανεξάρτητα» blog που ΕΣΕΙΣ με τις επισκέψεις σας τα ανεβάζετε στις πρώτες θέσεις έχουν κάνει χλάπα της το θέμα, αποδεικνύοντας πόσο βρομερά και διατεταγμένα λειτουργούν.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!