Ο λιχούδης, αυτός που λιγουρεύεται συνεχώς με ό,τι φαγώσιμο πάρει το μάτι του.

Εναλλακτικά ο ζηλιάρης, αυτός που λιμπίζεται αλλά δεν εποφθαλμιά με κακία.

Από τα «Σουφλιώτικα», ακούγεται και σε άλλα χωριά του κεντρικού Έβρου.

- Άη ρε Βινγκέλ' πάρι μι ένα παγουτό «Βαμβακούλα» πι του τρώει Νίτσα, του 'δια κι του ζήλιψα.
- Ίσι συ μια αγλιάρου...

(από VAG, 26/03/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αναστατώνομαι, εξάπτομαι, ανάβω (ερωτικά) στα Πατρινά.

- Αμάν ρε Κούλα είσαι και πολjύ γυναικάρα και με τρελαίνjεις...
- Μη μι λες τέτοια Θανάης, κι αναφανταλιάσκα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

α. Ο καταφερτζής, ο δολοπλόκος, ο πονηρός, ο ικανός, ο μπαγαπόντης.

Έκφραση που χρησιμοποιείται κατά κόρον όταν γίνεται αναφορά σε άντρες, που ουδεμία σχέση έχουν με «το κούνημα της αχλαδιάς» και τα υπόλοιπα χίλια συνώνυμα, αλλά έχουν καταφέρει κάτι με δόλιο ή μη τρόπο που απαιτεί ιδιαίτερες κλίσεις και ικανότητες. Εκφράζει και ενδόμυχο θαυμασμό αλλά και ζήλια και φθόνο. Χρησιμοποιείται κυρίως στην αιτιατική «α(ή ω-)τομπούστη», τονίζεται στην πρώτη ή την παραλήγουσα και η προέλευσή της χάνεται στο βάθος των αιώνων από τότε που υπήρχαν αθρώποι.

β. Ο Μαγκάιβερ

γ. Ο οδηγός λεωφορείου (autobus-tis) που νομίζει ότι του ανήκει όλος ο δρόμος.

  1. Ωτομπούστη τι κάνει με το έβο το άτομο, του αρέσει να μυρίζει λάστιχο φαίνεται...

  2. - Άτομπουστη, πώς την έριξε αυτή τη γκόμενα;
    - Καλά ρε μλκ, πάντα κυκλοφόραγε τα καυλίτερα νιαμού αυτός...

  3. Τόπε και τόκανε ο αθεόφοβος, ατομπούστη τον ζηλεύω...

(από VAG, 23/02/12)(από Mr. Cadmus, 23/02/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ετυμολογία: ‹ γάνα (=επίχρισμα) + κατάλ. -ιάζω.
Επίσης για τη γάνα: η σκουριά που σχηματίζεται στα χάλκινα σκεύη που δεν τα έχουμε γανώσει, η καπνιά που κάθεται στα μαγειρικά σκεύη από τη φωτιά. Γάνωμα = κασσιτέρωμα, γυάλισμα.

Μεταφορικά: φωνάζω δυνατά λόγω αγανάκτησης, λόγω θυμού. Αλλιώς, δείχνει ταλαιπωρία, υπερβολική κουρασεμπορική Α.Ε., μανούρα που έχει προκληθεί χωρίς να εμπλέκεται ο θιγόμενος.

Πιο γενικά, δηλώνει μια κατάσταση σύγχυσης και δυσαρέσκειας που προκαλεί γκρίνια και μεταφέρεται μέσα από αυτό το πολυχρηστικό ρήμα. Ίσως να προέρχεται από την πολλαπλή χρήση της λέξης γάνα που συνήθως δίδει μια αρνητικότητα στα πράματα.

Ακόμα μερικοί ορισμοί με παραδείγματα (από εδώ):
1. η γλώσσα μου είναι καλυμμένη από λευκή επίστρωση εξαιτίας της δυσπεψίας ή άλλης αρρώστιας και γι' αυτό αποχτά άσχημη γεύση 2. για σκεύη, καλύπτομαι από σκουριά: «γάνιασε ο τέντζερης» 3. (συνεκδ.) διψώ πολύ: «γάνιασα μέχρι να βρω νερό» 4. (μτφ.) ταλαιπωρούμαι τρομερά: «γάνιασα να τρέχω για να σε προλάβω» 5. (μτφ.) μαυρίζω: «το παιδί γάνιασε απ το κλάμα» 6. για ασπρόρουχα, λερώνω: «τα γανιασμένα ρούχα δύσκολα καθαρίζουν στην πλύση». Συνώνυμο: γαριάζω.

  1. Μη γανιάζεις βρε Πασχάλη μου, αφού θα πάμε που θα πάμε στα συμπεθέρια...

  2. Αφού το κατάλαβες από την πρώτη στιγμή, τι μ' έχεις και γανιάζω;

  3. Αστοδιάτανο το παλιόπαιδο, μας γάνιασε όλους που την κοπάνησε μες στη νύχτα...

  4. Γάνιασα να καταλάβω τη διαφορά μεταξύ μουνιού και επανάστασης και κατέληξα στο πρώτο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από το τούρκικο yalama: σπυρί στα χείλη, ίσως ο έρπης.

Μεταφορικά, ο κακόγουστος στη συμπεριφορά ή την εμφάνιση.

  1. Όχι ρε πούστη μου, πάλι έβγαλα γιαλαμά κι έχω και ραντεβουδάκι...

  2. Υποτίθεται έχει βάλει τα καλά του και κοίτα τον είναι σα γιαλαμάς!

Για έναν γιαλαμά τον στρμωξαν στην ψειρού (από allivegp, 14/02/12)Ασημάκης Γιαλαμάς (από joe909, 14/02/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το μικρό παιδί στα θρακιώτικα. Προφέρεται «gzanj» (γκζάν').

Χρησιμοποιείται χαϊδευτικά από το μεγαλύτερο σε ηλικία άτομο προς το μικρότερο. Πολλές φορές εκφράζει και ειρωνεία θέλοντας να δώσει μια αρνητική χροιά σε προσφώνηση σε νεαρά άτομα που σκέφτονται απερίσκεπτα.

Με μια δόση υπερβολής, συνώνυμα είναι το μαλακιστήρι, μικρό και ανόητο, και πολλά άλλα...

  1. Τι φωνάζουν ωρέ τα γκζάνια, αη πάντε παίχτε παραπέρα...

2. Κρουν τα νταούλια μωρί Στέργιου μ΄
κρουν κι τα βιολιά
κρουν τα νταούλια μωρί Στέργιου μ΄
κρουν κι τα βιολιά

Πάπούς μι την κόκκινη σαλβάρα
πάπούς χορεύει μπροστά
πάπούς μι την κόκκινη σαλβάρα
πάπούς χορεύει μπροστά

Ίδω Στέργιους, ικεί Στέργιους
Στέργιους απάν΄ στην αγριμδιά
Ίδω Στέργιους, ικεί Στέργιους
Στέργιους απάν΄ στην αγριμδιά

Κάτέβα Στέργιου μ΄, κάτεβα γκζάνι μ΄
να σε παντρέψουμι
κάτέβα Στέργιου μ΄, κάτεβα γκζάνι μ΄
να σε παντρέψουμι

Δεν κατιβαίνω, δεν αλλάζω
γάμπρός δεν γίνομι
δεν κατιβαίνω, δεν αλλάζω
γάμπρός δεν γίνομι

Τα σημάδια πίσω να πάτι
Στέργιους πισμάνιψι
τα σημάδια πίσω να πάτι
Στέργιους πισμάνιψι

Τρία μιτζίθια παπούτσια βρε Στέργιου μ΄
πάπούς αγόρασι
Τρία μιτζίθια παπούτσια βρε Στέργιου μ΄
πάπούς αγόρασι

Κάτέβα Στέργιου μ΄, κάτέβα γκζάνι μ΄
να σε παντρέψουμι
κάτέβα Στέργιου μ΄, κάτέβα γκζάνι μ΄
να σε παντρέψουμι

(από VAG, 07/06/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η λίμνη ή η πεδινή έκταση οποία έχει πλημμυρίσει.

- Αη πάμι να πουτίσουμι του χουράφ'. Α τραβίξουμι νιρό απτ' γκιόλα στου καρανύκτερι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από το λατινικό grosso modo, όπου grosso: μεγάλος και modo: δρόμος.

Η έκφραση παραπέμπει σε αόριστο προσδιορισμό, συνήθως αξίας ή ποσότητας και χρησιμοποιείται από επαγγελματίες που προσεγγιστικά θέλουν να προσδιορίσουν τα παραπάνω προκειμένου να εκτιμήσουν αν μια επένδυση είναι συμφέρουσα ή όχι, στα πλαίσια μιας πρόχειρης προμελέτης.

Συνώνυμα: αδρομερώς, προσεγγιστικά, χονδρικά, σε γενικές γραμμές, χωρίς λεπτομέρειες κ.α.

- Πόσο πάει το τετραγωνικό φατούρα ρε μάστορα;
- Ε, τώρα τι να σου πω. Εξαρτάται τα υλικά.
- Έλα μωρέ τώρα, γκρόσο μόντο πες μου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μουσική σλανγκιά: περιγράφει μια ρυθμική ποιότητα της μουσικής, συνήθως με σταθερό ή/και αργό τέμπο, που εκφράζει υπόγεια συναισθήματα υποβόσκουσας έντασης αλλά και επικοινωνία βασισμένη στη μυστικιστική ρυθμικά επανάληψη (ως λούπα) που σταδιακά κορυφώνει χωρίς ουσιαστικές αλλαγές στα μουσικά μοτίβα, αλλά σε εναλλαγές ήχων και ριφ.

Αναφέρεται συνήθως στη μαύρη μουσική, τζαζ, φανκ, σόουλ, λάτιν, χιπ χοπ κ.ά.

Εδώ υπάρχει σαφής διαφοροποίηση από το «γκρουβ» όπως χρησιμοποιείται στην αγγλική. Η «γκρούβα» είναι ελληνική έκφραση και όπως όλα τ’ άλλα, εμείς οι ελληναράδες μουσικάντηδες νοσταλγοί των σέβεντηζ, την πήραμε και της γαμήκαμεν τα πρέκια, όπως άλλωστε της αρμόζει.

- Καιρό είχαν να ακούσω τόσο άνετη μπάντα. Φαίνεται καθαρά ότι ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν και γκρουβάρουν άψογα. Η «γκρούβα» 'ηταν ανέκαθεν δύσκολο πράγμα για τους Μεσόγειους. Οι δικές μας μπάντες έχουν (και είχαν) πολύ καλούς μουσικούς αλλά από γκρουβ είναι πάντα σφιγμένοι. (εδώ)

- Υπαρχουν διαφορετικα ειδη groove,ο σωστος μεταλ ντραμμερ θα γκρουβαρει και αυτος,οπως γκρουβαρει και ο κρουστος της Συμφωνικης του Βερολινου... Wink,οπως γκρουβαρει και ο ντραμμερ του Μακη,οπως πρεπει να γκρουβαρει καθε μουσικος (και τραγουδιστης),γκρουβ δεν απαιτει μονο το shuffle & το funk.
εδώ

- Παίξε μια γκρούβα απ' τα παλιά ρε Γιώργη να θυμηθούμε τα νιάτα μας που χτυπιόμαστε στα πατώματα με τον Τζέιμς Μπράουν...

Για πολλούς η απόλυτη γκρούβα... (από VAG, 23/07/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Extravaganza: από τα λατινικά στο μεσαίωνα: extra (=πέρα από, έξω, εκτός) + vagari (από το ρήμα vagor = αναρωτιέμαι, περιπλανάμαι, είμαι ανήσυχος).

Αρχικά υπήρχε το extravagant (τέλη του 14ου αιώνα) που συναντάται σε καταστατικά (νόμους) εκκλησιαστικών εξουσιών (δες).

Πρώτη γνωστή καταγραφή: 1754, με αναφορά σε περίεργη συμπεριφορά, επίσης το 1794 σε μια μη ρεαλιστική γραφική αναπαράσταση. (δες).

Περιπλανιέμαι έξω από τα όρια, σύνορα ή αλλιώς, το βλαχαδερό (μεσαιωνιστί).

Όρος που χρησιμοποιείται κυρίως στην τέχνη και ειδικότερα για μουσικές ή θεατρικές συνθέσεις ή παραγωγές που χαρακτηρίζονται από χαλαρή δομή, μια επιπολαιότητα, περίτεχνα κοστούμια και σκηνικά. Ακόμα η έκφραση χαρακτηρίζει λογοτεχνικά ή μουσικά έργα που διέπονται από ακραία ελευθερία του ύφους και της δομής και συνήθως από κωμικά στοιχεία.

Μεταφορικά οποιαδήποτε πλούσια ή πολυτελής εμφάνιση, εκδήλωση, συνάθροιση, που έχει ένα καρακιτσαριό για την πάρτη της μαζί με μια ναρκισίζουζα τάση για αυτοπροβολή. Κάτι υπερβολικό, μη ρεαλιστικό, κάτι που στο Ελλαδιστάν ο κάθε φανφαρόζος έχει σε μεγάλη υπόληψη.

  1. Κομμένες λοιπόν οι φανφάρες, οι εξτραβαγκάντζες και οι υποσχέσεις των προηγούμενων ετών.(δες)

  2. ...το πόσο «απλά» και χωρίς εξτραβαγκάντζες ερμηνεύονται οι ρόλοι είναι παροιμιώδες. (δες)

  3. Εξτραβαγκάντζες του τύπου «να έχει και μια ρίγα άσπρη στο πέτο μάστορα;» ή τέσσερα κουμπιά αντί για δύο (άντε τρία) ή μια «τόση δια μικρή γυαλάδα στην ύφανση για να σπάει η μουντρούχα της μαυρίλας» , είναι επιβεβλημένες μόνο σε όσους θέλουν να κάνουν τον κονφερασιέ σε κανένα τσίρκο ή τον πορτιέρη στον Σαράφη στα Τρίκαλα, Σαράφη στο Παρίσι κτλ.. (δες)

(από VAG, 30/04/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία