Έκφραση που υποδηλώνει τον τελείως άχρηστο, αυτόν που και την πιο απλή δουλειά να του βάλεις να κάνει, θα καταφέρει να τα κάνει σκατά.

Χρησιμοποιείται και για τους τελείως άχρηστους ποδοσφαιριστές, τους λεγόμενους και παλτά, ιδίως για όσους εξ αυτών είναι απελπιστικά αργοί.

  1. - Τι λέει ο καινούργιος υπάλληλος;
    - Γάμησέ τα φίλε! Το άτομο είναι απελπισία σου λέω, δεν κάνει για τίποτα! Αυτός αν τον βάλεις να τρέξει μόνος του θα 'ρθει δεύτερος!

  2. Καλά τι παλτό είναι αυτό που κονομήσαμε πάλι ρε μαλάκα; Δεν έχω δει πιο αργό σέντερ φορ. Αυτός όταν τρέχει μόνος του έρχεται δεύτερος!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυρία άνω των πενήντα, με εμφάνιση και ντύσιμο πορνοστάρ, που κάνει μπαμ από χιλιόμετρα μακριά ότι ψάχνει απεγνωσμένα για άγριο και αχαλίνωτο σεξ.

Κατ' επέκταση κάθε γυναίκα ώριμης ηλικίας που ντύνεται και στολίζεται σαν εικοσάρα, προκαλώντας τους άντρες αλλά και τις ...συνομήλικές της.

Κι εκεί που την είχα στήσει στην άκρη του δρόμου και έκανα ωτοστόπ, σταματάει ένα κάμπριο με δυο καυλόγριες μέσα, άλλο πράμα σου λέω ρε φίλε! Έμεινα κάγκελο, δεν ήξερα τι να κάνω!

Βλέπε και gilf / τζιλφ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ενοχλητικός τύπος που κολλάει απρόσκλητος σε μια παρέα και σε ξενερώνει.

Επίσης αυτός που έχει «μπαστακωθεί», βλ. μπαστακώνομαι, κατσικώνομαι επίμονα και πεισματικά σε μια θέση, έχοντας γίνει ενοχλητικός.

  1. - Πώς περάσατε χτες το βράδυ;
    - Πώς να τα περάσουμε ρε συ που είχαμε τον μπάστακα όλη την ώρα μες στα πόδια μας; Ούτε μια κουβέντα της προκοπής δεν μπορούσαμε να πούμε.

  2. Αφού στο 'χω πει ρε, όταν γράφω δε θέλω να κάθεσαι σα μπάστακας πάνω απ' το κεφάλι μου! Δε μπορώ να συγκεντρωθώ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λήμμα-σύνθημα που συμπυκνώνει σε τρεις λέξεις μία ολόκληρη φιλοσοφία και στάση ζωής. Χωρίς περαιτέρω σχόλια.

Σε παλαιότερες εποχές (βλέπε '80s) απαντάτο ως σύνθημα σε τοίχους των Εξαρχείων και σε φοιτητικά αμφιθέατρα. Έκτοτε αγνοείται η τύχη του.

- Τι κάνει ρε εκείνος ο παλιός σου φίλος ο Πάνος; Έχω να τον δω κάτι χρόνια...
- Τι να κάνει, αφού τον ξέρεις τώρα τον Πάνο. Μια ζωή τα ίδια! Σούρα, τζούρα και μαστούρα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άτομο με καρακίτς εμφάνιση που γίνεται αντικείμενο ειρωνικών σχολίων από χιλιόμετρα μακριά (συνώνυμο περίπου του σούργελο).

Στη γηπεδική αργκό, η ομάδα που έχει τα χάλια της, που σέρνεται στο γήπεδο, και αντιστοίχως τσίρκουλα οι παίχτες της εν λόγω ομάδας.

- Τι βλέπω ρε, ο Γιάννης κυκλοφορεί με καινούργια γκόμενα;
- Καλά την έχεις δει πως είναι; Που πάει ρε ο μαλάκας μ' αυτό το τσίρκουλο;

- Τέτοια τσίρκουλα δεν έχω ξαναδεί ρε φίλε! Σου λέω δε μπορούσαν ν' αλλάξουν μια μπαλιά στα δύο μέτρα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση χρησιμοποιούμενη κυρίως στην Πελοπόνησσο, ισοδύναμη με το «θα μου κλάσεις τ' αρχίδια» ή «θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια».

- Άμα έρθω εκεί ξέρεις τι έχεις να πάθεις;
- Ξέρω, θα μου κλάσεις τον γκιώνη!

Γκίωνης aka Otus scops (από Vrastaman, 30/11/11)(από GATZMAN, 02/12/11)

Βλ. επίσης: γκιώνης, κλάσε μου τον γκιώνη, εκεί που λέει η αλεπού στον γκιώνη καληνύχτα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνώνυμο του «κωλοβαράω», αλλά επί το εμφατικότερον.

Περνάω την ώρα μου χαζολογώντας, επιδίδομαι στο ευγενές άθλημα του αυνανισμού, μεταφορικώς βεβαίως και ουχί κυριολεκτικώς.

Συνώνυμα: κωλοβαράω, πουτσοβαράω

Αντί να ψωλοκοπανάτε όλη μέρα εδώ μέσα, δε σηκώνεστε να κάνετε καμιά δουλειά λέω γω; Μου 'χει φύγει ο τάκος απ' το πρωί!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαρακτηρισμός για στρατιωτική μονάδα όπου το πήξιμο πάει σύννεφο, όπου σε πάει πίπα κώλο εμπλοκή.

Κλασσικός όρος για τον χαρακτηρισμό παραμεθόριων μονάδων καθώς και πλοίων του Π.Ν. όπου «βλέπεις την άδεια με το μακαρόνι».

Βλέπε και σχετικά λήμματα: βλέπω την βάλε πόλη προέλευσης εδώ με το μακαρόνι
αγγαρειομάχος.

Μετά τη βασική εκπαίδευση πήρα μετάθεση για ένα πλοίο σκέτη μαυρίλα! Φοβερό πήξιμο, συνέχεια ταξίδια και να βλέπεις την άδεια με το μακαρόνι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο οδηγός νταλίκας, ο νταλικέρης, με ολίγον υποτιμητική και ειρωνική διάθεση.
Δες και νταλίκαμαν.

Και κατεβαίνει που λές κάτω ο νταλίκερμαν και τι να δω ρε μαλάκα; Ένα γομάρι δυο μέτρα, σωστή ντουλάπα μιλάμε! Έπαθα την πλάκα μου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Το αέρα πατέρα στα αγγλικά. Χρησιμοποιείται μαζί με την ελληνική εκδοχή ή και μόνο του για να τονίσει ακόμα περισσότερο το «αερητζίδικο» του πράγματος.

  2. Όνομα ανύπαρκτης αεροπορικής εταιρείας, που προέρχεται από πιστή μετάφραση της γνωστής φράσης «αέρα πατέρα». Χρησιμοποιείται χάριν αστεϊσμού μεταξύ κολλητών, για να υπερτονίσει το ανύπαρκτο ή το ανέφικτο μιας κατάστασης.

  1. (Διάλογος μεταξύ κολλητών) - Και του έκοψες και απόδειξη για τα πράγματα που του πούλησες;
    - Καλά μαλάκας είσαι; Air father σου λέω, αέρα πατέρα πως το λένε... Μιλάμε για εντελώς μαύρα λεφτά.

  2. -Και με ποια αεροπορική εταιρεία θα πετάξετε;
    -Με την air father! Ποια εταιρεία και μαλακίες ρε, με λεωφορείο θα πάμε τελικά!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία