Ο στάνταρ άσσος (δηλαδή νίκη του γηπεδούχου) στο ΠΡΟ-ΠΟ ή στο ΠΑΜΕ Στοίχημα. Διαφέρει από τον απλά άσσο, ως προς το οτι είναι πιο σίγουρο κι απο σίγουρο σαν ενδεχόμενο αποτέλεσμα και δεν επιδέχεται αμφισβήτησης.

  1. - Το Μπαρσελόνα - Γέιδα τι να το παίξω ρε; Ασσο λες, εε;
    - Μόνο άσσο ρε; Ασσάγκαρο!

  2. Τι έχεις ρε βλαμμένε;
    - Άσε με .... θα'πιανα 1500 ευρώ στο Στοίχημα και μ'έφαγε η πουτάνα η Μπάγερν...
    - Γιατί ρε μαλάκα, τι την έπαιξες;
    - Έπαιζε με την Άαχεν, αδιάφορο ματς,το είχα βάλει διπλό ημίχρονο, χι τελικό, και έβαλε γκολ, ρε μαλάκα, αν έχεις το θεό σου, στο '92!
    - Ε μα ρε παπάρα, αυτό ήταν ασσάγκαρος απο 'δω μέχρι το Μόναχο, και πήγες και το έβαλες ΧΙ! Πάρτα τώρα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η υπέρ-ντούπερ-σούπερ γκόμενα. Αυτή που μόλις την δεις, το μόνο που θες είναι να την σφίξεις. Εξ ου και το όνομα. Είθισται να λέγεται για γκομενάκια μανιτζέβελου αναστήματος (ουχί τίποτα αλόγες), αν κι αυτό εμπίπτει στην διακριτική ευχέρεια του χρήστη.

ΥΓ. ΔΕΝ είναι επ' ουδενί μειωτικός χαρακτηρισμός. Να μην συγχέεται δηλαδή με το πινέζα, που αναφέρεται σε κοντή / στούμπο γκόμενα.

- Ποια ήταν αυτή ρε; - Η Νίκη. Κολλητή της αδερφής μου... - Μα(λ)άκα τι βίδα ήταν αυτή;;;

Ζυμαρικά βίδες (από allivegp, 06/02/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η Μεσσήνη (πόλη του νομού Μεσσηνίας, Πελοποννήσου).
Αναφέρεται έτσι, κυρίως από τους ντόπιους και δη τους Καλαματιανούς. Η λέξη πιθανώς προκύπτει από το βούρκος + βουκόλος, επειδή παλαιότερα η πόλη είχε πολλά νερά (βούρκους) καθώς και κτηνοτροφικές μονάδες.

Βουρκόλοι, αναφέρονται και οι οπαδοί του Μεσσηνιακού, από αυτούς της Καλαμάτας -της πιο γνωστής ομάδος του νομού (υποτιμητικό σχόλιο, φυσικά).

  1. - Θα πέσετε ρε, και τότε θα σας πετύχουμε και θα σας ρίξουμε 3 μπαλάκια για προθέρμανση, μόνο! (προς οπαδό της Καλαμάτας aka Μαύρη Θύελλα) - Αντ' από 'δω χάμω ρε Βουρκόλε.... Ανέβα κατηγορία και μετά έλα να μου μιλήσεις.

  2. - Μαλάκα, έσκασε στο ΤΕΙ ένα πιπίνι, έμαθα είναι από τη Βουρκολία!
    - Άντε ρε, καλή φάση...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το ξενοδοχείο ημιδιαμονής.

- ... και πού είναι ρε το γραφείο; - Στη Λιοσίων, πίσω από το ''new dream'' ακριβώς.
- Ποιο ρε, το γαμάδικο;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απαντάται συνήθως στον πληθυντικό και υποδηλώνει τα πιασίματα του γυναικείου σώματος, που εν προκειμένω λειτουργούν σαν «χειρολαβές», κατά την διάρκεια της ερωτικής πράξης. Βοηθούν, με απλά λόγια, το καλύτερο κουμάντο του σώματος από τον (έμπειρο) παρτενέρ και προσφέρουν παράλληλα μεγαλύτερη απόλαυση αλλά και σιγουριά - γιατί άλλη χάρη έχει το κρέας κι άλλη το κόκκαλο!

- Μη την βλέπεις έτσι την Ντάιζυ, χτικιάρα. Έχει κάτι γαμοχέρουλα, που δεν της φαίνονται!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η μπάκα, σε μεσήλικες ή άνω των 30 (κοροϊδευτικά) άνδρες.

Κάτι ο μεταβολισμός που αλλάζει όσο μεγαλώνουμε, κάτι η σαβουροφαγία, κάτι η έλλειψη άσκησης, όλα αυτά συνηγορούν στην αύξηση της λεγόμενης σαμπρέλας. Φαινόμενο ωστόσο που οι γνώστες και οι καταρτισμένοι αποδίδουν καθαρά στην ηλικία.

- Τι χάλι είναι αυτό ρε; Εσύ δεν ήσουν έτσι....
- Εεε, γεροντόπαχα!

- Μάλλον ξεφούσκωμα γίνεται με το ποδήλατο. Εγώ όσο περισσότερο κάνω τόσο στεγνώνω, εκτός από τα γεροντόπαχα στη μέση που φεύγουν τελευταία. (από cyclist-friends.gr)

(από joe909, 05/08/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πίνω πολύ νερό.

- Μαλάκα, μετά τα σαλάμια κι εκείνα τ'αλμυρά που είχα ντερλικώσει ήπια 5 λίτρα νερό, γκαγκάνιασα σου λέω....

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κάνω κάτι σε υπερβολικό βαθμό ή έντονα, κυρίως τρώω. Η αλήθεια είναι πως η λέξη χρησιμοποιείται πρωτίστως για να δηλώσει άνευ ορίων σαβούριασμα (τόνους ψιψιψόνια και σκατολοΐδια), αλλά μπορεί να δηλώσει και κάποια άλλη δραστηριότητα που εκδηλώθηκε σε έντονο βαθμό.

  1. Χτες δεν βγήκα, είχα τα down μου κι έκατσα μέσα και γουρούνιασα. Τι παγωτά, τι σοκολάτες, τι κρουασάν... Τίποτα δεν άφησα σου λεω...

  2. Έλα ρε μαλάκα, ξεκόλλα πια με το playstation... Πάμε όξω να γουρουνιάσουμε σαν άντρες ρε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Είδος ψαριού
  2. Τύπος, μοδάτος, καλοντυμένος (ενώ δεν το συνηθίζει), μαγκάκος κι όλα τα συναφή που χαρακτηρίζουν έναν τσίφτη.
  1. - Ρε, κοίτα τον Χ πώς έσκασε! - Πςςςς, γύλος, γύλος!

  2. - Πήγα και την έπεσα στην Κορίνα, μάλλον την έχω! - Φσσς, αφού 'σαι γύλος!

Γύλος, γλίτσα, αλλά ωραία χρώματα πετρελαιοκηλίδας (από Galadriel, 02/02/09)Ο Αυλωνίτης ως Γύλος, στη "Σωφερίνα" (από GATZMAN, 02/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οποιοδήποτε χρυσαφικό, εκτυφλωτικής λάμψης και κυρίως μεγέθους (π.χ. χρυσή αλυσιδίτσα στον καρπό που τείνει να φτάσει σε όγκο και μάζα την αλυσίδα του Οχηματαγωγού Σούπερ ΝΑΪΑΣ ΙΙ). Συνήθως χαρακτηρίζουμε ως έπιπλο, κόσμημα που φέρει άνδρας και όχι γυναίκα. Τουτέστιν, καδένα στο λαιμό, μπρασελέ, δαχτυλίδι και ούτω καθεξής.

  1. Ρε μαλάκα, τι έπιπλο είναι αυτό που φοράς; Ποιός είσαι, ο 50cent ;

  2. ... πολύ πρώτο γκομενάκι, σου λέω. Και μάντεψε, νταραβερίζεται μ' έναν μπάρμπα, ξέρεις, απ'αυτούς που οδηγάνε μερτσέντα κι έχουν πάντα ανοιχτό πουκάμισο να φαίνεται το έπιπλο απο μέσα....

(από nick, 08/04/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία