Όταν κάτι ξεκινά με καλούς οιωνούς, αλλά στην πορεία το πράγμα κάπου στραβώνει, συνήθως ελέω παρεμβολής τρίτου προσώπου, τότε γίνεται η λεγόμενη χαλάστρα. Ως επί το πλείστον χρησιμοποιείται όταν αναφερόμαστε σε (εν δυνάμει) γκομενοδουλειές που -οποία έκπληξις- δεν ευδοκίμησαν. Από το ρήμα χαλάω-ώ. Συντάσσεται με το ρήμα ''κάνω'', συνήθως.

Σημ.: ο όρος δεν πρέπει να συγχέεται με τον ομώνυμο δήμο της περιφέρειας Θεσσαλονίκης.

  1. - Τι έγινε χτες ρε τελικά; Σε άφησα στο σημείο που είχες διπλαρώσει ένα γκομενάκι.... Το'φαγες; - Άσε ρε γκαντεμιά... Τι να φαω; Έσκασε στα καπάκια ο μαλάκας ο Νίκος και μου' κανε χαλάστρα...

  2. - Παω μια στιγμή στον Μίλτο κ έρχομαι...
    - Κάτσε στ'αυγά σου ρε παπάρα... Δεν τον βλέπεις, θες πάλι να του κάνεις χαλάστρα;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ως ματζόβολο, χαρακτηρίζουμε κάποιο αντικείμενο που είναι ή μικρό ή εύχρηστο. Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για να χαρακτηρίσουμε άτομο, που είναι είτε καλόβολο ή εύκολο στη μεταχείριση (αν μιλάμε για ερωτικό παρτενέρ).

  1. - Παω να φέρω το αμάξι και φύγαμε, ΟΚ; - Ρε, άσε καλύτερα, να πάμε με το δικό μου. Είναι πιο ματζόβολο και δεν θα μας φύγει ο κώλος για παρκάρισμα...

  2. - Έχει έρθει ένα ξαδερφάκι μου από επαρχία και το φιλοξενώ αυτές τις μέρες...
    - Πωπω, αναστάτωση, ε;
    - Όχι μωρέ... Είναι πολύ ματζόβολος, μια χαρά!

  3. - Ρε φίλε, δεν τις μπορώ αυτές τις νταρντάνες... Εγώ την κοπέλα την θέλω να' ναι ματζόβολη, πώς να το κάνουμε...

Βλ. και σχετικό λήμμα μανιτζέβελο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κάνω κάτι σε υπερβολικό βαθμό ή έντονα, κυρίως τρώω. Η αλήθεια είναι πως η λέξη χρησιμοποιείται πρωτίστως για να δηλώσει άνευ ορίων σαβούριασμα (τόνους ψιψιψόνια και σκατολοΐδια), αλλά μπορεί να δηλώσει και κάποια άλλη δραστηριότητα που εκδηλώθηκε σε έντονο βαθμό.

  1. Χτες δεν βγήκα, είχα τα down μου κι έκατσα μέσα και γουρούνιασα. Τι παγωτά, τι σοκολάτες, τι κρουασάν... Τίποτα δεν άφησα σου λεω...

  2. Έλα ρε μαλάκα, ξεκόλλα πια με το playstation... Πάμε όξω να γουρουνιάσουμε σαν άντρες ρε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το προϊόν της αφόδευσης, περιπαικτικά. Λόγω (με λίγη φαντασία, πάντα) ομοιότητος σε σχήμα κατά πρώτον και δευτερευόντως σε απόχρωση, με το τυπικό ξύλινο και γνωστό σε όλους μας δομικό κατασκεύασμα.

Εξού και συνειρμικά άλλες λέξεις που περιγράφουν γλαφυρά το βιολογικό αυτό περίττωμα, είναι το φίδια, λουριά, κορδόνια.

Σημ.: Είθισται όλοι οι ορισμοί αυτοί να χρησιμοποιούνται στον πληθυντικό.

  1. (Σε τηλεφωνική συνομιλία) «Μαλάκα σε κλείνω, παω να βγάλω ένα κοντάρι και μιλάμε μετά...»
    «...»

  2. «Ρε συ, τι ήταν αυτό το πιτόγυρο που φάγαμε χτες; Μόλις γύρισα σπίτι άφησα κάτι κοντάρια... γάμησέ τα!»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο στάνταρ άσσος (δηλαδή νίκη του γηπεδούχου) στο ΠΡΟ-ΠΟ ή στο ΠΑΜΕ Στοίχημα. Διαφέρει από τον απλά άσσο, ως προς το οτι είναι πιο σίγουρο κι απο σίγουρο σαν ενδεχόμενο αποτέλεσμα και δεν επιδέχεται αμφισβήτησης.

  1. - Το Μπαρσελόνα - Γέιδα τι να το παίξω ρε; Ασσο λες, εε;
    - Μόνο άσσο ρε; Ασσάγκαρο!

  2. Τι έχεις ρε βλαμμένε;
    - Άσε με .... θα'πιανα 1500 ευρώ στο Στοίχημα και μ'έφαγε η πουτάνα η Μπάγερν...
    - Γιατί ρε μαλάκα, τι την έπαιξες;
    - Έπαιζε με την Άαχεν, αδιάφορο ματς,το είχα βάλει διπλό ημίχρονο, χι τελικό, και έβαλε γκολ, ρε μαλάκα, αν έχεις το θεό σου, στο '92!
    - Ε μα ρε παπάρα, αυτό ήταν ασσάγκαρος απο 'δω μέχρι το Μόναχο, και πήγες και το έβαλες ΧΙ! Πάρτα τώρα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η κοπέλα, που είτε συχνάζει είτε όχι στην περιοχή απ' όπου προέρχεται κ το λήμμα (Μπουρνάζι), φέρει τα εξής χαρακτηριστικά: μαλλί ντεκαπαρισμένο ως τη ρίζα, μακιγιάζ σαν τσίρκο του Πεκίνου (π.χ. φούξια κραγιόν, φιστικί σκιά), στράπλες ή τιραντέ τοπάκι για προφανή επίδειξη του (μεγάλου ή άνω του μετρίου συνήθως) μπούστου, φουστίτσα σούπερ-μίνι ή οποιοσδήποτε άλλος κακόγουστος συνδυασμός (π.χ. σορτσάκι γυναικείο με μπότα, καλσόν χοντρό με γόβα-στιλέτο), καθώς και αξεσουάρ που σε λάμψη και μπιχλιμπίδι ξεπερνούν ακόμα και το παλάτι του χαλίφη του Μπαχρέιν.

Ο εν λόγω τύπος κοριτσιού, ακούει μέινστριμ r&b και Πέγκυ Ζήνα, πίνει φρεντοτσίνο (ή όποιον άλλο μυστήριο τύπο καφέ λανσάρεται στη μόδα) και έλκεται από δύο τύπους ανδρών: α) κάγκουρες (εαν η μπουρναζογκόμενα μας είναι μικρή σχετικά σε ηλικία) και β) σφίχτες (όταν είναι κάπως πιο μεγάλη).

Προσοχή! ο τύπος αυτός γυναικών δεν προέρχεται από την περιοχή που αναφέρεται στο συνθετικό του τίτλου τους, απλά το μέρος χρησιμοποιείται σαν σημείο αναφοράς, λόγω της μακρόχρονης παράδοσης στον τρόπο διασκέδασης που έλκει τα συγκεκριμένα άτομα.

– Πολύ μωρό αυτή η Βιβή, ε...;
– Έλα ρε μαλάκα, σύνελθε! Η μπουρναζογκόμενα;;;

Δες και -μούνα, -γκόμενα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απαντάται συνήθως στον πληθυντικό και υποδηλώνει τα πιασίματα του γυναικείου σώματος, που εν προκειμένω λειτουργούν σαν «χειρολαβές», κατά την διάρκεια της ερωτικής πράξης. Βοηθούν, με απλά λόγια, το καλύτερο κουμάντο του σώματος από τον (έμπειρο) παρτενέρ και προσφέρουν παράλληλα μεγαλύτερη απόλαυση αλλά και σιγουριά - γιατί άλλη χάρη έχει το κρέας κι άλλη το κόκκαλο!

- Μη την βλέπεις έτσι την Ντάιζυ, χτικιάρα. Έχει κάτι γαμοχέρουλα, που δεν της φαίνονται!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βάζω χέρι, σε κοπέλα κυρίως (γιατί όπως λέει και ο θυμόσοφος λαός, το κοτόπουλο και η γυναίκα θέλουν χέρι). Επίσης μπορεί να απαντηθεί και σαν χεριάζω, μόνο που στην περίπτωση αυτή το λήμμα αποκτά και τις σημασίες του α) δέρνω και β) πειράζω (και ενίοτε κλέβω).

  1. - Πέτυχα τον Τάσο στο σινεμά, χτες... - Μιλήσατε ; - Όχι γιατί καθόταν παραδίπλα και χερίκωνε μια, δεν κατάλαβα και ποια ήταν, μες στα σκοτάδια...

  2. - Τα τσογλάνια μου γρατζούνισαν την πόρτα, τα μαλακισμένα... - ... Θέλουν ένα χερίκωμα ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που έχει πιει πολύ. Όσο δεν πάει....

- Χτες πήγα με τα παιδιά απο τη δουλειά σ'ένα ρεμπετάδικο....
- Ήπιατε;
- Ασε ρε, κλασμένος γύρισα σπίτι... Αφού δεν θυμάμαι πώς ανέβηκα, πώς έπεσα στο κρεβάτι, τίποτα σου λεω!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πίνω πολύ νερό.

- Μαλάκα, μετά τα σαλάμια κι εκείνα τ'αλμυρά που είχα ντερλικώσει ήπια 5 λίτρα νερό, γκαγκάνιασα σου λέω....

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία