Δεν ξέρω αν έχει θέση εδώ μέσα, αλλά ας δούμε εν τάχει (ποιος τα 'χει; ) το σημασιολογικό φορτίο της λημματογραφούμενης προσφώνησης.

Όταν αυτή απευθύνεται σε γυναίκα, η ατμόσφαιρα ελαφραίνει αξιοσημείωτα με την χρήση του αρσενικού μωρέ, με όλον τον αέρα χαλαρής οικειότητας που αυτό φέρει. Αντιθέτως, η χρήση του θηλυκού τύπου μωρή είναι αρνητικά φορτισμένη, ακόμα και στην περίπτωση προφανέστατα φιλικής διάθεσης από την πλευρά του ατόμου του εκφέροντος τη λέξη, η οποία αποκτά μια νυάνς πατερναλιστικής ειρωνείας στην καλύτερη περίπτωση. Την περίπτωση που ο αποδέκτης του «μωρή» είναι άντρας, δεν την συζητάμε καν.

Στον καθεστωτικό λόγο, ένα αντίστοιχο θα ήταν το διαφορετικό ηθικό πρόσημο των εκφράσεων «δημόσιος άνδρας» και «δημόσια γυναίκα».

Τώρα, να πούμε για την έως και θυελλώδη συνύπαρξη του καθώς πρέπει, του καθημερινού και του αργκοτικού λόγου; Μπα, θα ξημερωθούμε... Θέμα ώσμωσης είναι όλα. Να δω μόνο τον Πρετεντέρη στο γυαλί να κατεβάζει πουστοπουτανιλίκια και χριστοκάντηλα και να πεθάνω ρε μάστορα...

Αυτά, και γλαύκα ες Αθήνας. Στην τελική, άμα το λήμμα δεν είναι σλανγκ, ας πάρει την τσαπού, και τι έγινε μωρέ...

Νταξ μωρέ, ελπίζω να καταλαβαινόμαστε, μη ζητάτε παράδειγμα και μην αρχίσετε τώρα τα «μη λουφάρεις μωρή κουφάλα» και τέτοια...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(...καλά, πώς σας ξέφυγε αυτό; Ρε σεις, με φέρνετε σε δύσκολη θέση. Αφού ξέρετε ότι χυδαιότητες έγραφα μόνο κατά την πρώιμη, ανώριμη φάση μου. Θα το ξαναπώ: πού έχω μπλέξει ρε πούστη μου...).

Τεσπα, κάνε πάσα το ποτήριον τούτο να τελειώνουμε: γαμόφατσα είναι ποικίλων αποχρώσεων περιγραφικός όρος που αφορά είτε τα χαρακτηριστικά του προσώπου κάποιου ατόμου, είτε πτυχές του χαρακτήρα του.

Για να πω την αμαρτία μου, προσώπικλυ το έχω ακούσει και χρησιμοποιήσει μόνο ως όρο που περιγράφει ανθυγιεινές φάτσες με ύποπτες διασυνδέσεις, του είδους «αυτός το πρωί θέλει τρεις αργιλέδες για ν' ανοίξει τα μάτια του». Μιλάμε δηλαδή για σκατόφατσες περπατημένες, χαρακωμένες από την πείρα, αδρές και αργασμένες, με μια προλεταριακή γαρνιτούρα στην υποκοσμιακή μπριζόλα τους άμα λάχει, με βαριά αρσενικά χαρακτηριστικά, μούτρα «στην πέτρα πελεκημένα», αν μού επιτρέπεται η χυδαία λεκτική παρεκτροπή.

Πώς να σού το πω να καταλάβεις, που λέει κι ο Βασίλης ο Νικολαΐδης στο τραγούδι που περιγράφει τις ερωτικές περιπέτειες μιας Βορειοελλαδίτικης γαμόφατσας, άμα ήτουνε πεζοναύτης θα είχε εκείνο το «the thousand yards stare» που μνημονεύει ο Kubrick στο Full Metal Jacket.

Από την άλλη, γαμόφατσα μπορεί να χαρακτηριστεί κι ένας πιτσιρικάς στην προεφηβεία, ένα αντράκι με όμορφο πρόσωπο και αυθεντική, de profundis μαγκιά, μόνο που εδώ ο όρος δεν περιέχει τον παραμικρό παιδεραστικό υπαινιγμό. Μιλάμε δηλαδή για ένα παιδί που, αν ήσουνα στην ηλικία του, θα έδινες τα πάντα για να είσαι στην παρέα του, κάτι σαν τον Τζάκι Κούγκαν του Τσαρλιτσαπλίνειου «Αλητάκου». Παρεμπίπταμπλjυ, άμα πατήσετε εδώ θα διαπιστώσετε ότι ο Κούγκαν μεγαλώνοντας εξελίχθηκε σε ενήλικη γαμόφατσα.

Τώρα, το νέτι μας δίνει κι άλλες αποχρώσεις της λέξης, που αφορούν είτε φλώρους, είτε γυναίκες. Το επ' εμοί, δεν έχω χρησιμοποιήσει ποτέ τη λέξη για να χαρακτηρίσω άτομα προερχόμενα από αυτές τις ομάδες πληθυσμού, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία.

Προσωπική μου εντύπωση από τα διαδικτυακά μου ευρήματα είναι ότι, παρά το α' συνθετικό (γαμο-) της λέξης, υπάρχει η τάση να περιγράφονται με αυτόν τον όρο άτομα των οποίων η όψη και (κυρίως) το ήθος που αποπνέουν παραπέμπει περισσότερο σε αφόδευση παρά σε σεξουαλική πράξη. Παρά ταύτα, καλός μου φίλος (ψιλοθηριώδης και γαμόφατσα άλλωστε), βλέποντας τις προάλλες γνωστή, ευειδή τηλεπαρουσιάστρια καρα-καθεστωτικού κωλοκάναλου την ενημέρωσε, τείνοντας τον δείκτη του στην οθόνη: εσένα, όταν έρθει η Επανάσταση, πριν σε σκοτώσω θα σε γαμήσω (και πάλι καλά δηλαδή που τα είπε με αυτή τη σειρά, έτσι μπαρουτιασμένος που ήτουνε...).

Πράγμα που μας πηγαίνει στην παμπάλαια ιστορία της κυριαρχίας μέσω του σεξουαλικού καταναγκασμού. Οπότε ο όρος γαμόφατσα έχει την έννοια του γαμημένου, του περιφρονητέου, απωθητικού, μισητού προσώπου που επιθυμούμε να ταπεινώσουμε μέσω μιας μη συναινετικής σεξουαλικής συνεύρεσης (για να μην αναφερθούμε στις ρατσιστικές / σεξιστικές παραμέτρους του θέματος). Αλλά εδώ αρχίζει να ξεχειλώνει το πράμα...

...οπότε ας το κλείσω ανώδυνα, αναφέροντας την γενικώς υβριστική απόχρωση της λέξης, από την οποία δεν γλυτώνουν ούτε τα συμπαθή και χρήσιμα ιντερνετικά smilies (προ-προτελευταίο παράδειγμα).

  1. Τον φούστη την ίδια γαμόφατσα έχει από το 2005....δεν άλλαξε καθόλου....

  2. ΣΙΓΟΥΡΑ ΕΧΕΙΣ ΓΑΜΟΦΑΤΣΑ ΓΥΦΤΟΑΛΒΑΝΕ

  3. Άκουσα χτες και τον κοντό μεγαλοδικηγόρο που ισχυρίζεται ότι τον τακούνιασε η πρώην γκόμενά του [...] τού κάνανε μιά πολύ σοβαρή πλαστική εγχείριση για να τον φέρουν στα ίσα του [...] Γειά σου ρε μεγάλε [...] τελευταία λέξη της μικροχειρουργικής πλαστικής που ξανάφερε στα σκατά την άθλια γαμόφατσά σου [...]

  4. Ti koitas etsi mori saura...Adeia kikloforias gia tin gamofatsa sou exeis vgalei ;;;

  5. [...] με ένα καλό γαμήσι ίσως να ισιώσει και να στρώσει λίγο η γαμόφατσά της [...]

  6. ΑΛΛΟ ΕΝΑ ΠΛΑΣΤΙΚΟ ΣΗΚΩΜΑ ΣΤΗ ΓΑΜΟΦΑΤΣΑ ΤΗΣ ΚΑΙ ΘΑ ΚΑΤΑΛΗΞΗ ΝΑ ΕΧΗ...ΜΟΥΣΙ

  7. ΘΕΛΩ ΚΙ ΕΓΩ ΝΑ ΡΙΞΩ ΜΠΟΥΝΙΑ ΣΤΗ ΜΑΝΩΛΙΔΟΥ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΜΠΟΥΜΠΟΥΚΟ ΤΗΣ!!!!!!!!ma me to poy anoigo thn tv vlepo thn gamofatsa tis xinis !

  8. η γαμόφατσα που βγάζει τη γλωσσα της (:Ρ) είναι γιά όταν κάνεις πλάκα. δεν είναι ίδια με την τελεία. μην την βάζετε παντού!!!!@

(Όλα από το νέτι).

Ο εξαίρετος κύριος Jean-Marie Bigard είναι θετικού ηθικού προσήμου αντρίστικη γαμόφατσα (με την έννοια της τρίτης παραγράφου) στο Le missionaire· πολύ γέλιο, ειρήσθω εν παρόδω.

Για γαμιολοκαριολοκαυλομουνοπουτανοσκυλοτσιμπουκόφατσες οι τυχόν ενδιαφερόμενοι λημματογράφοι ας ξεψαρίσουν το δίχτυ. Εγώ μιά φορά το καθήκον μου το έκανα και τη συνείδησή μου την έχω ήσυχη.

Δες ακόμη: γαμο-, -φατσα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μυστήριο καβλιτζέκι που ρυθμίζει την σωστή λειτουργία των φλας και του αλάρμ των τουτουνίων. Κατά τα θρυλούμενα, λέγεται έτσι λόγω του βαρελόσχημου καλύμματός του, αν και, όταν μου παρουσίασε ο μάστορας το χαλασμένο του δικού μου οχημάτου, αναρωτήθηκα ποιος καραμαλάκας φτιάχνει κυβόσχημα βαρέλια. Τεσπα, έφυγα απ' το μαγαζί να πα να γουγλίσω για βαρέλια με τα φλας διορθωμένα και κατά 25 ευρόνια ελαφρότερος...

(Απ' όσα είδα, η λέξη χρησιμοποιείται για τουλάστιχον ένα ακόμα τουτουνοεξάρτημα, αλλά δεν τόχω με το συγκεκριμένο θέμα...]

  1. Παίδες τον τελευταίο καιρό όταν άναβα φλας ή τα αλάρμ δεν ακουγόταν το «τικ-τακ» ορισμένες φορές [...]

ΦΙΛΕ ΜΟΥ ΤΟ ΤΙΚ-ΤΑΚ ΠΟΥ ΛΕΣ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΡΕΛΑΚΙ (ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΤΗΝ ΑΚΡΙΒΗ ΤΟΥ ΟΡΟΛΟΓΙΑ) ΠΟΥ ΚΑΝΕΙ ΤΑ ΦΛΑΣ ΝΑ ΑΝΑΒΟΣΒΗΝΟΥΝ [...]

  1. Το βαρελάκι είναι (ήταν) το ρελέ των φλας και δούλευε με διμεταλλικό έλασμα. Λεγόταν έτσι γιατί το κάλυμά του είχε σχήμα βαρελιού...

(Από το νέτι).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κουτί ονομάζουν οι εμπλεκόμενοι στις μεταφορές το εμπορευματοκιβώτιο ή κοντέινερ. Το κουτί των 20 ποδών αποκαλείται «εικοσάρι» και, χαϊδευτικά, «εικοσαράκι» (τώρα, τι βίτσιο είναι αυτό να χαϊδεύεις λαμαρίνες και να αφήνεις στην πείνα τα κουτιά του ορισμού υπ' αριθμόν 1, τι να σας πω...). Το μεγάλο κοντέινερ των 40 ποδών ουδεπώποτε αποκαλείται «σαρανταράκι», λίγο σεβασμό μάστορα, ας είμαστε σοβαροί...

Η καταχώριση γίνεται πρώτον επειδή διαπίστωσα ότι στα παραδείγματα αυτουνού εδώ του καταπληκτικού, θαυμάσιου, ανυπέρβλητου ορισμού Μου είχα αφήσει τη σχετική ορολογία χωρίς επεξηγήσεις, και δεύτερον επειδή εσχάτως εντόπισα μιά διμοιρία ψείρες να κόβει βόλτες στα γένια Μου. Μετά από αυτήν εδώ την ισχυρή δόση ευλογίας είμαι βέβαιος ότι το απαράδεκτο αυτό φαινόμενο δεν θα επαναληφθεί.

Ντριν ! Ντρίν ! Ντρίιιιν !
- Αυνανιάδης ΑΒΕΕ, λέγετε παρακαλώ.
- Ναι γειά σας, από Μεταφορές Καταστρόφεν Εξπρές σας παίρνω, σε μισή ώρα θα είναι εκεί το κουτί το σαραντάρι που είναι να σας φέρουμε σήμερα.
- Μα τι λέτε κύριε, για σήμερα ήταν το εικοσαράκι. Αφού σας εξήγησα ότι δεν έχω χώρο για το σαραντάρι σήμερα.
- Ναι, αλλά τώρα σας το έστειλα και είναι στον δρόμο, τι να κάνω ;
- Να το καλέσετε πίσω και να το βάλετε στον (....μπιπ-μπιπ-μπιπ) τι έγινε ρε πούστη μου, έπεσε η γραμμή γαμώ την τηλεφωνία σας μέσα καριόληδες.....

αυτό; (από PUNKELISD, 19/05/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προτροπή που χρησιμοποιείται επί της κλίνης από γυμνή, υγρή, πρόθυμη και υπομονετική γυναίκα προς εραστή που αντιμετωπίζει προβλήματα με τον υδραυλικό ανυψωτικό μηχανισμό. Πρόκειται για φιλότιμη, ερασιτεχνική προσπάθεια ανίχνευσης / θεραπείας της στυτικής δυσλειτουργίας μέσω συζήτησης, με την ελπίδα ότι «άμα με εμπιστευτεί, χαλαρώσει και βγάλει τα σώψυχά του μπορεί και να του κάνει κούκου». Πριν τη διαπίστωση του προβλήματος έχει συνήθως χρησιμοποιηθεί η αντιθέτου νοήματος φράση «σταμάτα να μιλάς και φίλα με».

- Έλα μωρό μου, άσε το βυζί μου ήσυχο. Δε γίνεται δουλειά έτσι. Σταμάτα να φιλάς και μίλα μου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτή η σύντομη καταχώριση επέχει θέση ταπεινής προσθήκης και φόρου τιμής σε αυτό εδώ το ιπτάμενο, οινο-πνευματώδες λήμμα, του οποίου δεν είναι άξια ούτε τα ποδάρ.... εεε τα ποτήρια να πλύνει.

Γνωρίζω παλαιόθεν αυτή την συνώνυμη της ντίρλας και του κουρούμπελου έκφραση, ενίοτε τη χρησιμοποιώ κιόλας, αλλά αγνοούσα ότι πρόκειται περί ιδιωματισμού της Δυτικής Ελλάδας, από Πελοπόννησο και Ήπειρο μέχρι Κέρκυρα, σύμφωνα με τα διαδικτυακά ευρήματα.

Στον ήδη υπάρχοντα ορισμό κάτι είχε σχολιάσει ο Τζήζαντας, προφ το μεθύσι εννοούσες Χριστούλη μου. Εκμεταλλεύομαι την χικ! πραότητα και την καλοσύνη Σου για να το χικ! καταγράψω ως ξεχωριστό λήμμα.

  1. Δαυλί: Καιόμενο ξύλο - μεθυσμένος πάρα πολύ («αυτός έγινε δαυλί«) Μπιρ ντουβάρ μπενίμ

  2. Μετά από ένα με ενανίμισυ χρόνο, ο μασκαράς ο Μπάλιος, μεθυσμένος γκρεμοτσακίστηκε από τ' άλογο και σκοτώθηκε. Λέγανε τάχατις ότι πρόγκηξε τ' άλογο και αυτός ήτανε δαυλί στο μεθύσι, το πέταξε τ' άλογο και πιάστηκε το ένα του πόδι στη σκάλα της σέλλας του [...] μπιρ ντουβάρ

  3. Δαυλί: Αναμένο κομμάτι ξύλου, μεταφορικά ο μεθυσμένος. σενίν.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εντός του αστικού ιστού ευρισκόμενος ποταμός, καλυφθείς μετά από ηρωικούς αγώνες υπουργού περιβάλλοντος δι' οπλισμένου σκυροδέματος, γεγονός που προκαλεί αφ' ενός πλημυρικά φαινόμενα μεγάλης έκτασης κατά τους χειμερινούς μήνες, αφεδύο δυσκινησία ιπποποτάμου στη ροή των οχημάτων.

Πρβλ και «πλημοίρα», «κύμηση» = θάνατος από πνιγμό (< κύμα).

- Τι γίνεται ρε, αργείς πολύ ακόμα ;
- Άσε, είμαι στον υποπόταμο κι έγινε ένα άσχημο τράκο, έχει φτάσει η ουρά μέχρι το Στάδιο Ηρωίνης και Φυτείας μιλάμε.
- Κατάλαβα, χέσε ψηλά κι αγνάντευε, ούτε μεθαύριο δε θα φτάσεις.

«Πες του κυρ-Βασίλη να πάρει το φορτηγάκι του από το σαλόνι μας»

Πως τον λεν\' τον ποταμό; (από Vrastaman, 09/01/12)Ιλισσό... (από Vrastaman, 09/01/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έγκριτοι σλάνγκοι έχουν προ πολλού ετυμολογήσει επαρκώς τη λέξη. Ολίγα τινά περί της φύσεως, της χρήσεως και της καταχρήσεως του εν λόγω αντικειμένου:

Πρόκειται φυσικά για το πασίγνωστο, φορητό, πτυσσόμενο τηλεσκόπιο που χρησιμοποιεί συγκεκριμένη κατηγορία των κατά Βασ. Νικολαϊδη «ακτημόνων του έρωτα», και το οποίο τους παρέχει, θεωρητικώς από απόσταση ασφαλείας, το οπτικό υλικό το απαραίτητο για την επιθυμητή χειράντληση φλοκίων.

Συνώνυμο: Κανωκιάλλη. Πρβλ το σλανγκικό την κάνω λάστιχο, το αρμοδιότητος εξομολογητή ιερωμένου «...η δε μαλακία οπού να γενή με το χέρι...» και το εμπειρίκειον «.....Ωωχ.....ααα.....ααααχ!!!.....Τι όμορφη που είσαι!!!!!.......τι ωραίο μουνί που έχεις!!!!!...κάνω μαλακία για σένα......αααα!!!...ααα!!!!!...Τι γλύκα.........
χύνω......χύνω για σένα.........χύνωωωω...........».

Γκμχ! Γκμχ!! Γκμχ!!! (βηξ ανακλήσεως εις την τάξιν, την σοβαρότητα και την ευπρέπεια).

Θα πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι ο χρήστης τηλεμπάνιστρου αναλαμβάνει σοβαρό ρίσκο, σε περίπτωση επ' αυτοφώρω σβερκώματος, να καταλήξει στο πλησιέστερο νοσηλευτικό ίδρυμα με διάρρηξη του πρωκτικού σφιγκτήρα, συνεπεία της βίαιης εισαγωγής του tool of the trade στο απευθυσμένο του από τον σφίχτερμαν ζοχαδιακό συνοδό της μπανιζομένης δεσποσύνης. Επ' αυτού, ερευνάται από έγκριτους γλωσσολόγους η πιθανή σχέση του σλανγκικού όρου κωλοβάρδουλα με τη λέξη «βάρδια»= σκοπιά, επιφυλακή. Έχει ήδη απορριφθεί η σύνδεση με τη λέξη «βάρδος», εφόσον ως γνωστόν ο γυναικείος αφεδρώνας φημίζεται για αρετές που δεν σχετίζονται με την ερμηνεία ασμάτων, και ως εκτουτού κρείττον σιγάν.

Κατά τα λοιπά, θεωρείται βέβαιο ότι η απόκτηση τρίτου, οπισθίου οφθαλμού διόλου δεν βελτιώνει τις επιδόσεις του ατυχούς χειρώνακτος στο ευγενές άθλημα του οφθαλμόλουτρου, ενώ αντιθέτως του δημιουργεί σοβαρότατα προβλήματα αποχετευτικής φύσεως.

Το τρίτο του μάτι
σε κατασκοπεύει
αλλ' αν τον τσακώσω
από πού θ' αφοδεύει;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλιομοδίτικο (μπα σε καλό μου, πώς μού συνέβη εμένα αυτό;) σλανγκοτέτοιο, πώς τα λένε μωρέ αυτά με τα τρία γένη, επίθετα νομίζω, που τεσπα έχει την έννοια του ύπουλου, του άτιμου, του αναξιόπιστου, του μπαγάσα, ενίοτε όμως και με μια χαϊδευτική νυάνς μεγαλόψυχης ανεκτικότητας τ. «βρε τον κερατά!».

Γιά κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο η λέξη δεν επιβίωσε ούτε στον γραπτό, ούτε στον προφορικό λόγο μετά την δεκαετία του '60, άντε πρώιμα '70. Πιθανώς η πίστη της να μην ήταν και τόσο βαθιά, ή τα κέρατά της να μην χωρούσαν να διαβούν τις πύλες της Μεταπολίτευσης. Who nose....

  1. - Ψόφησε, ρε, ψόφησε;
    - Τώρα πιά, τα κακάρωσε!
    - Μωρέ, εφτάψυχο το κερατόπιστο! Τρείς ώραις έκανε να ξεψυχήση!
    - Ζωή σε λόγου σου!
    - Βρε, το άτιμο!

(Μιχαήλ Μητσάκης «Θεάματα του Ψυρρή» (1890).
Μιχαήλ Μητσάκης «Πεζογραφήματα», εκδ. Νεφέλη 1988.
Η μοναδική (αρκούδως φρικτή) ιντερνετική αναφορά στη λέξη μνημονεύει αυτό το κείμενο και βρίσκεται εδώ).

  1. - Τι θα με κάνεις; Θα με δείρεις;
    - Όχι εσένα. Τον κόκκινο που 'χεις μες στην ψυχή σου.
    - Δε χωρίζουνε. Θα σκοτώσεις κι εμένα;
    - Έχουμε μιά μέθοδο που τα χωρίζει. Το «πλύσιμο».
    - Δε βγαίνει. Το μικρόβιο αυτό, Μακ, είναι πολύ κερατόπιστο. Άκου το αυτό από μένα. Σκοτώνεις τον άνθρωπο, μα το μικρόβιο δε σκοτώνεται.

Ο Μακ καταξέσκισε ένα πανάκριβο πούρο.
- Στο διάολο, είπε. Αυτή η κερατόπιστη Ελλάδα μού χάλασε δυό Αμερικανίδες!

(Μεν. Λουντέμη «Λύσσα». Πρέπει να το διέπραξε εξηντατόσο, άντε το πολύ εβδομηντακάτι, ώχου μωρέ κουμπάρε, δε μ' απαρατάς με τα σορόπια πρωινιάτικα λέω 'γω...).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ζιλ ζουρνά γκαϊντατζής του Έβρου, στο πρώτο παράδειγμα, ξεκίναγε τη μέρα του με μάλλον ανήπαρκτο τρόπο. Δεν έχω ιδέα αν η φράση λέγεται ( ή λεγόταν ) με αυτήν ή με κάποια άλλη, παρεμφερή έννοια. Το όποιο σλανγκοζούμι, αν υπάρχει, εκεί βρίσκεται. Ας μιλήσουν οι βόρειοι, ή όποιος άλλος τεσπα. Ρωτήστε και κάνα παπού, κακό δεν κάνει.

Η ετυμό : Aραβ. αρχής οθωμ. üşür > τουρκ. öşür vergisi / aşar = φόρος της δεκάτης.

  1. Ξεκίναγε τη μέρα του μ' ένα μεγάλο νεροπότηρο ούζο, ουσούρ, δηλαδή γεμάτο ως τα πάνω, ξεχειλισμένο - έβαζε το δάχτυλό του στα χείλια του ποτηριού για να δει αν το ακουμπάει η επιφάνεια του πιοτού. Τόλεγε ουσούρ γιατί, παλιότερα, πριν τους ξεριζώσουν απ' τον Μαΐστρο της Μικρασίας, όταν έρχονταν οι Τούρκοι φοροεισπράκτορες στ' αλώνια για να πάρουν τον φόρο, γέμιζαν με το στάρι που αναλογούσε γκαζοντενεκέδες ως τα πάνω, ξεχειλισμένους, ύστερα έσερναν έναν χάρακα χείλι με χείλι στον κάθε ντενεκέ να ισιώσει ξέχειλα η επιφάνεια του σταριού - κι αυτό τόλεγαν ουσούρ.
    Γ. Σκαμπαρδώνη «Ουσούρ», από την «Ψίχα της Μεταλαβιάς», εκδ. τα τραμάκια, Θεσσαλονίκη 1990.

  2. Και διά τούτο από τον καιρόν του αοιδίμου Σουλτάν Μεχμέτη [...] όσοι είναι εις τους τόπους των, και εις τα κτήματά των (μούλκια) οπού εξουσιάζουσι και ευρίσκονται εις τα Καλάβρυτα, και Βοστίτζαν, και παλαιάν Πάτραν, και εις το Χλουμούτζιον, και τα Τρυπία, ωρίσθη να δίδωσι δι' αυτά [...] δεκαπέντε χιλιάδες άσπρα, κατ' έτος, αντί του ουσουρίου και ρεσμίου και των άλλων τεκιλιφίων [...] burada

  3. ΒΑΜΒΑΚΟΧΟΡΤΟΝ, Xylon Herbaceum, είναι [...] το γνωστόν εις ημάς Βαμβάκι [...] λαμβάνει και διάφορα ονόματα, ή από του τόπου, καθ' όν γίνεται [...] ή από του τόπου, από τον οποίον στέλλεται [...] ή από τον τρόπον της εκλογής, ως Ουσούρι (το δέκατον), ή από τον τρόπον της πρώτης κατασκευής, ως δεμένον με άχυρον ή λυτόν, ή και από το μέγεθος των σακίων [...] şurada

  4. Η Οθωμανική φορομπηχτική πολιτική εν Μολδοβλαχία και οι γλωσσολογικές της συνέπειες orada

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία