Εντός του αστικού ιστού ευρισκόμενος ποταμός, καλυφθείς μετά από ηρωικούς αγώνες υπουργού περιβάλλοντος δι' οπλισμένου σκυροδέματος, γεγονός που προκαλεί αφ' ενός πλημυρικά φαινόμενα μεγάλης έκτασης κατά τους χειμερινούς μήνες, αφεδύο δυσκινησία ιπποποτάμου στη ροή των οχημάτων.

Πρβλ και «πλημοίρα», «κύμηση» = θάνατος από πνιγμό (< κύμα).

- Τι γίνεται ρε, αργείς πολύ ακόμα ;
- Άσε, είμαι στον υποπόταμο κι έγινε ένα άσχημο τράκο, έχει φτάσει η ουρά μέχρι το Στάδιο Ηρωίνης και Φυτείας μιλάμε.
- Κατάλαβα, χέσε ψηλά κι αγνάντευε, ούτε μεθαύριο δε θα φτάσεις.

«Πες του κυρ-Βασίλη να πάρει το φορτηγάκι του από το σαλόνι μας»

Πως τον λεν\' τον ποταμό; (από Vrastaman, 09/01/12)Ιλισσό... (από Vrastaman, 09/01/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Να καταγράψω εδώ την ιδιότυπη χρήση που φαίνεται να είχε η λέξη φασισμός στις τάξεις των ανταρτών κατά τον Εμφύλιο 1946-49. Από τα παραδείγματα προκύπτει ότι με τη λέξη περιγραφόταν από τους μαχητές του ΔΣΕ, τόσο ο τακτικός στρατός, όσο και οι ένστολοι που τον στελέχωναν.

Ενδιαφέρον είναι, ότι ο Ρουμελιώτης χωριάτης καπαπίτης του πρώτου παραδείγματος χρησιμοποιεί και τη λέξη μπασκίνια για να περιγράψει τον εχθρό (τους ΜΑΥδες ίσως?). Την ψυχωμένη Βελίκα την κόβω για Μακεδόνισσα.

Στην αρχή είπαμε πως θάναι οι δικοί μας [...]. Μα όταν φανερώθηκαν πάνω στο ύψωμα καμιά εικοσαριά, κατάλαβα από τα ρούχα πως ήταν φασισμός. [...] Περί ώραν εννέα βλέπομεν τον φασισμό να συντάσσεται, και ξεκίνησαν κατεύθυνση προς Καλάνια. [...] Τότε ο Αργύρης ήλθε κοντά μου και μου είπε: - Μπάρμπα, καμιά σαρανταπενταριά μπασκίνια πάνε απάνω προς την Πέτρα, έχουν και δυό μεταγωγικά [...].

Η πηγή εδώ, προσοχή στις ενέδρες.

Με πείσμα και παλληκαριά αντιμετώπιζε μόνη τα καταιγιστικά πυρά ενός εχθρικού λόχου[...] Κάποια στιγμή ένας με ζωστήρα και πιστόλι προχωράει[...]Βλέπει τη Βελίκα και θυμωμένα λέει στους φαντάρους: Ντροπή μας, μια γυναίκα μάς πολεμάει. Επάνω της να τη πιάσουμε ζωντανή. Ορμούν μα η Βελίκα σημαδεύει ατάραχη[...] Ο φασισμός πέφτει και δίπλα του άλλοι τρεις»

εδώ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αηδός με εξαιρετικές ικανότητες στην εκτέλεση ασμάτων (< φωνή).

Οι εύκωλες φώνισσες φτάνουν στον κωλοφώνα (< κώλος + φωνή) της δόξας τους με απίστευτη ευκωλία. Βλ. και λήμμα από φωνή μουνί κι από μουνί φωνάρα.

Ο φωνιάς ή η φώνισσα που πέφτει στην αφάνεια μετά από σύντομο μεσουράνημα ονομάζεται ψοφήμηετυμό είναι προφανής, μη με βάζετε να τα εξηγώ όλα).

Ε ωρέ μοντουλαίοι: Ως αναλφάβητος, για να κάνω τα πρώτα μου λίνκια έκαψα κύτταρα, οπότε και ράκος έγινα, και το λήμμα δεν είναι επαρκώς ανεπτυγμένο.
Εκ μέρους σας ελπίζω σε:
1. Kατανόηση
2. Μύδι (και όχι τίποτα άλλο, ομοιοκατάληκτο)
3. Γούτσου-γούτσου

- Πω ρε πούστη μου, τι αγριόμουνο είναι αυτή η καινούργια του μαγαζιού;
- Ναι, αλλά από φωνή γάμα τα. Το πετσόκοψε το άσμα, μιλάμε για φώνισσα.
- Και τι με νοιάζει εμένα ρε μαλάκα, έτσι και την ξεμοναχιάσω πουθενά, νομίζεις οτι θα της διαβάσω Παπαδιαμάντη;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ναι μωρέ, κατέω το πως δεν είναι σλανγκ, μα είπα να το γράψω μιας και δεν το 'χει ούτε ο Μπάμπης, ούτε ο Τριαντάφυλλος.

Χαλδούπηδες λοιπόν ονόμαζαν οι υπό οθωμανική κατοχή Έλληνες τους εξ Ασίας προερχόμενους Τούρκους, την ορίτζιναλ βερσιόν ένα πράμα, πιθανώς σε αντιπαραβολή με αυτούς που είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει στον Ελλαδικό χώρο. Όχι πως δεν αποκαλούσαν έτσι τους Τούρκοι γενικότερα, αλλά η λέξη τόνιζε βασικά την ασιατική κατασκευή και προέλευση των τελευταίων.
Συνώνυμα: Κόνιαροι (από το Ικόνιο), Ντουντούμηδες (έχω σκεφτεί διάφορες μαλακίες εδώ, αλλά ας μην το σεντονιάσω).

Η λέξη, που είχε βεβαίως περιφρονητική / μειωτική χροιά, πώς δγιεάολο θέτε να ξέρω από πού προέρχεται; Πάντως, η αρχαία ακκαδική λέξη kaldu = Χαλδαίος (στανταράκι Ασιάτης δλδ) επιζεί μια χαρά στο νέτι, μέχρι και kaldu.tv έχει ο μπαξές. Ε, σημιτική γλώσσα ήτουνα, μπας και φτάσαμε στους χαλδούπηδες μέσω Αράβων και Οθωμανών; Ώχουυυυυυ......

Εμένα τουλάχιστον η κούτρα Μου δεν κατέβασε κάτι άλλο, κι ένας από το νέτι μάλλον συμφωνεί με την άποψή Μου.

  1. Οι Αλβανοί και οι Έλληνες πολεμιστές είχαν τότε φιλικές σχέσεις πολλές φορές ως συντοπίτες και κορόιδευαν τους ανατολίτες Τούρκους λέγοντάς τους Κονιάρους, Χαλδούπηδες ή Ντουντούμηδες [...]

Ωρέ Αρβανίτε, δεν είναι κανένας από σας παλικάρι να με σκοτώσει με τη πιστόλα του, παρά αφήνετε τους χαλδούπηδες να με παιδέψουν;

[...] ο τουρκικός στόλος [...] αφού επιβίβασε μερικές χιλιάδες Τούρκους από την Μικρά Ασία κατευθύνθηκε [...] Τους ασιάτες Τούρκους (χαλδούπηδες) θα τους άφηνε αργότερα στην Πάτρα [...]

[...] τέως ανατολικές χώρες, οι οποίες αποδείχτηκαν ανίκανες να ενταχθούν στην ευρωπαϊκή οικογένεια, αλλά σαν ηλίθιοι (όπως πάμε να κάνουμε με τους χαλδούπηδες) εντάξαμε [...] στην ΕΕ.

Μας ήρθε και κατακέφαλα το «χαλδουπέικο», παιδιά από τα λίγα λέμε, αγύρτες και με πολιτισμό και συνήθειες ανώτατες, αξεπέραστες μιλάμε (:P) [...]

Αυτός είναι ο «περιβόητος» Τούρκος αξιωματικός που πρέπει να έχουμε συνεχώς στη σφαλιάρα μπας και στρώσει [...] Είθε να μην αργήσει η στιγμή να τελειώνουμε με τους χαλδούπηδες.

(Όλα από το νέτι, όπου η λέξη καλά κρατεί ως υβριστικός χαρακτηρισμός κατά των φίλων και συμμάχων γειτόνων).

  1. Από το βιβλίο του Νίκου Αγγελή «Εντεψίζικα νάκλια (πιπεράτα ανέκδοτα) των Κρητότουρκων», εκδ. Σμυρνιωτάκης 1998. Κάπου στη δεκαετία του 60 ο συγγραφέας συναντά στο Αϊβαλί Τουρκοκρητικό εκριζωθέντα το 1923 με την ανταλλαγή.

[...]Σε μιά γωνιά κάθονταν δυό-τρείς ντόπιοι, μισοκοιμισμένοι [...]
- Γκιτ! Όξω! Μουσαφιρέους έ'ω.
Τους έβγαλε πεταχτούς από το αυλιδάκι. [...]
- Άκουσα, είπε με βαριά κρητική προφορά, μυρωδιά λεβεδιάς κι αναγάλλιασε η ψυχή μου [...] Γι αυτό απόβγαλα τσοι Χαλδούπηδες. Να κάτσουν οι Κρητικοί! Εγώ είμαι ο Αλής του Ισμαήλ Αργυράκη ο γιός απού την Κάντανο. [...]

(Αχ μωρέ σύντεκνε Αγγελή...Μα είναι δυνατόν να πέφτει στα χέρια σου αυθεντικό χειρόγραφο με τεχνικής φύσεως συμβουλές Τουρκοκρητικιάς τσατσάς προς πουτάνες σε κρητικά μπουρδέλα το 1870-1920 και συ να μας πασάρεις μόνο τις «λιγότερο τολμηρές περικοπές» από ένα γραπτό που «σε άλλη χώρα θα το καταχωρούσαν στα μνημεία της λαϊκής γλώσσας και έκφρασης»; Πώς θα μάθουμε τώρα τις λεπτομέρειες εποχής για «αυτό το άλλο κανάλι» που «μπορεί καθεμιά να το δίδει μόνο στον άθρωπό τση, παρεκτός νάναι εξουσία ή τινάς πολλά παραλής»; Ή για την «αηδιαστική στοματική διαδικασία» που «δεν είναι δα και χαμός κόσμου»; Σταμάτησες ακριβώς εκεί που έπρεπε να αρχίσεις. Κρίμα μωρέ σύντεκνε, κρίμα, ντροπής πράματα...Τι θα πω στους σλάνγκους τώρα;...)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο όχλος, ο χοντρός λαός, η πλέμπα, με μια εσάνς αηδίας, ανωτερότητας και απαξίωσης, καθώς στο λατιν. plebs = όχλος > ελλην. πλεμπάγια προστίθεται ικανή ποσότητα χλεμπόνας (συνήθως 42,1% - 66,3% για να ακριβολογούμε).

Τη λέξη την έχει καταγράψει εδώ μέσα ο Βράστα σε σχόλιο εδώ, αλλά είπα να την ανεβάσω και ως λήμμα, μην έρθει κάνας %$@#@#$ και πει πως είμαστε η χλεμπάγια της λεξικογραφίας κι ετς. (Μετάφραση = τι κάνει ρε πστ το μέσο σαυροειδές ερπετό για να εξασφαλίσει το λήμμα τον άρτον τον επιούσιο... Με τα μούτρα μες στις ροχάλες πάει και πέφτει...).

ΠΑΝΤΑ ΒΛΑΚΑ ΚΑΙ ΚΟΜΠΛΕΞΙΚΕ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΕ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΜΗΚΟΙ ΚΑΙ ΠΛΑΤΟΙ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΚΑΘΕΣΤΩΤΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΟΙ ΑΠΑΝΩ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΤΩ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΕΙΣ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΟΥ ΕΙΝΑΙ ΒΛΑΣΤΑΡΙΑ ΤΩΝ ΑΠΟ ΠΑΝΩ Η ΧΛΕΜΠΑΓΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΚΑΤΩ. ΧΑ ΧΑ ΧΑ ΧΑ ΧΑΑ εδώ

Δηλαδη προτεινεις να καταργησουμε τα δημόσια νοσοκομεια και μονον οσοι εχουν το χρημα να σωζουν τις ζωες τους, οι δε υπολοιποι( η "πλεμπα", η "χλεμπαγια") να πανε να ψοφησουν!!! εκεί

Με τη χλεμπάγια έχει πολλάκις ασχοληθεί και ο Τσιφόρος αλλά τα 'χουμε ξαναπεί αυτά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ετσά λένε στην Κρήτη τον ολόκληρο παστό μπακαλιάρο (κάτι φιλετάρες που, παλιότερα τουλάστιχον, κρεμόσαντε σαν τα τσουτσούνια απ' το ταβάνι του καταστήματος και σήμερα που εκυριλέψαμεν τα βρίσκεις στη βιτρίνα από μέσα). Άντε να βρείτε καμιά φωτό στον γούγλη για να καταλάβετε και την ετυμό του πράγματος, που είναι μωρέ σύντεκνοι σαν πατούσα. Πάω και γω να δω αν η καλή μου έκανε τη σκορδαλιά κατά πως πρέπει, σύμφωνα με τις πάγιες οδηγίες μου.

Ο παστός μπακαλιάρος, το ψάρι του βουνού όπως λέγεται, έχει ιδιαίτερο ρόλο στην κρητική κουζίνα. Στην ενδοχώρα του νησιού, έφταναν δύσκολα τα ψάρια σε παλιότερες εποχές, κι αν έφταναν δεν είχαν τρόπους να τα διατηρήσουν. Ο μπακαλιάρος το έλυνε αυτό το πρόβλημα. Μάλιστα πάντα οι προμήθειες και οι προετοιμασίες του λιομαζώματος περιελάμβαναν μερικά «χνάρια» μπακαλιάρο. Χνάρι λέμε στην Κρήτη τον ολόκληρο παστό μπακαλιάρο, όπως τον αγοράζουμε. επαέ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία