Εντός του αστικού ιστού ευρισκόμενος ποταμός, καλυφθείς μετά από ηρωικούς αγώνες υπουργού περιβάλλοντος δι' οπλισμένου σκυροδέματος, γεγονός που προκαλεί αφ' ενός πλημυρικά φαινόμενα μεγάλης έκτασης κατά τους χειμερινούς μήνες, αφεδύο δυσκινησία ιπποποτάμου στη ροή των οχημάτων.

Πρβλ και «πλημοίρα», «κύμηση» = θάνατος από πνιγμό (< κύμα).

- Τι γίνεται ρε, αργείς πολύ ακόμα ;
- Άσε, είμαι στον υποπόταμο κι έγινε ένα άσχημο τράκο, έχει φτάσει η ουρά μέχρι το Στάδιο Ηρωίνης και Φυτείας μιλάμε.
- Κατάλαβα, χέσε ψηλά κι αγνάντευε, ούτε μεθαύριο δε θα φτάσεις.

«Πες του κυρ-Βασίλη να πάρει το φορτηγάκι του από το σαλόνι μας»

Πως τον λεν\' τον ποταμό; (από Vrastaman, 09/01/12)Ιλισσό... (από Vrastaman, 09/01/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πανέμορφη, αλλά υπολογίστρια και ύπουλη γκόμενα η οποία, κατά τους θερινούς μήνες και πάντα σε θέρετρα διασημοτήτων, συνηθίζει να επιδεικνύει τα σχεδόν ολικώς ορατά κάλλη της σε ύπτια ή πρηνή θέση επί ευρύχωρου, ανακλινόμενου ενοικιαζόμενου καθίσματος. Με την ίδια μίνιμουμ περιβολή (ή και χωρίς αυτήν) εντοπίζεται περιφερόμενη ασκόπως από εξώφυλλου εις εξώφυλλο ποιοτικών περιοδικών (Κίτρο, Λίτρο, Μήτρο !!!, Νίτρο, Φύτρο κλπ).

Εικάζεται, μάλλον αδικαιολογήτως, ότι πρόκειται περί μεθόδευσης που αποσκοπεί στην προσέλκυση κάποιου τυχαίως διερχομένου φραγκάτου, με αδιευκρίνιστες, αλλά μάλλον άσχετες με το ευτραφές βαλάντιο του εν λόγω ατόμου προθέσεις εκ μέρους της οριζοντίου καλλονής.

Οι πεπειραμένες ξαπλώστρες με πλούσιο βιογραφικό συγκαταλέγονται στους βετεράνους του είδους (λατιν. veterus < vetus = παλαιός + anus = πρωκτός). Πρβλ «παλιά πουτάνα», «παλιοπουτάνα», «ξεσκισμένη» (με πιθανή επίδραση του τουρκ. eski = παλαιός). Συνώνυμο: ξεσκωλισμένη.

Ακολούθως παρατίθενται πιθανώς σχετικά κοινωνιογλωσσολογικά στοιχεία :

«Το πουτανάκι ξάπλωσε με μια μεραρχία λεχρίτες μέχρι που την έκανε λαχείο με το κορόιδο τον μαλάκα και τώρα μας το παίζει μεγαλοκυρία», «Της είχανε πει στο Λύκειο πως με τα προσόντα της θα γράψει Ιστορία κι αυτή μπέρδεψε τη γραφίδα με την κωλοτρυπίδα, το αρχίδι με τον Θουκυδίδη και το καυλί με τον Θεμιστοκλή», «Μύκονο και Σαντορίνη / τέτοια πίπα δεν εγίνη», «ανήλθε την κλίμακα οριζοντίως» (πρβλ αγγλ. climax = κορύφωση, οργασμός ).

Τουρκ. karyola = κρεβάτι.

Στρινγκ (< αγγλ. to pull strings = χρησιμοποιώ γνωριμίες για να αποκομίσω όφελος, να τελειώσω μιά δουλειά κλπ).

Με φίλο σικίς = Άγνωστης σημασίας και ετυμολογίας φράση.
Δεν φαίνεται να συνδέεται με το χυδαίο σλανγκικό τουρκικό sikis = σεξουαλική επαφή, ούτε με το sikke = νόμισμα, τουρκική λέξη που πιθανώς σχετίζεται με τον χώρο του επαγγελματικού αθλητισμού.

Βυζόν = Πολυτελές ένδυμα, δώρο φραγκάτου σε ξαπλώστρα.
Κατασκευάζεται από γούνα νυφίτσας ( < νύφη), μικρού σαρκοβόρου ζώου με κοφτερά νύχια.

Αρμηρή = Ξαπλώστρα με πανάκριβα γούστα, τα οποία πληρώνει αδρά ο φυστικώνων αυτήν φραγκάτος, αρμυρό φιστίκι κατά το κοινώς λεγόμενο. Μια αρμηρή ξαπλώστρα αξιοποιεί με τον αποδοτικότερο τρόπο τα όπλα με τα οποία την εφοδίασε η Φύση ( λατιν. arma = όπλα + μηρός ).

Νυμφίδιο ( νύμφη + οφίδιο = δηλητηριώδες ζώον της συνομοταξίας των ερπετών ).

Η μάνα σκάφη και απλώστρα κι η κόρη σκάφος και ξαπλώστρα.

Για το "Pull strings" (από Nakas, 09/01/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αφορά την περίπτωση κλανιάς, ασχέτως κατηγορίας (λαδερή, λιγδιάρα, τιρμπουσονέ, κατά ριπάς, κατσαρή, παραπονιάρα, Γης Μαδιάμ, κομπολογάτη, κλπ) η οποία κατά την έξοδό της στην κοινωνία συνοδεύεται από τη μύτη βρομερού κουραδόσκατου, γεγονός που οφείλεται συνήθως σε υπερβολικό σφίξιμο.

Προς αποφυγήν τέτοιων embarrassing καταστάσεων καλό θα είναι να ακολουθείται η συμβουλή του Ηλία Πετρόπουλου σύμφωνα με την οποία μια ζορισμένη πορδή καταλήγει συχνά σε ένα μικρό σκατουλάκι. Ας αναφερθεί και η ταυτόσημη Αγγλοσαξονική (Καναδάς δεκαετία 60) έκφραση «a fart with a turtlehead» (κλανιά με κεφάλι χελώνας).

- Πού τρέχεις ρε σαν παλαβός;
- Άσε, πάω για καινούργιο σώβρακο, μπουμπούνισα μια κομπρεσεράτη και βγήκε με ψαχνό.
- Ε καλά, άμα είναι να μας χέσεις να μη σε κρατάω...

(από Vrastaman, 03/01/12)

Βλ. χέκλασα, εχεκλάνω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γεμίζω το στόμα μου με νερό και ραντίζω κάτι για να το υγράνω ελαφρά.

Το αναφέρει κάπου ο Πετρόπουλος, και ο Λουντέμης στο Παιδί που «τα μέτραγε τ' άστρα» γράφει, μιλώντας για στριφτό τσιγάρο τα εξής : «Το 'κοβες απ' το χωράφι, μπρέ παιδί, το κρέμαγες κι ερχότανε και γινότανε κίτρινο σα φλουρί. Το 'παιρνες ύστερα, γέμιζες το στόμα σου νερό, το μπούχιζες, και καθόσουνα σταυροπόδι και το 'κοβες γλυκά-γλυκά, κι ύστερα τ΄άναβες και μοσκοβόλαε η κάμαρή σου σαν εκκλησιά».

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προτροπή που χρησιμοποιείται επί της κλίνης από γυμνή, υγρή, πρόθυμη και υπομονετική γυναίκα προς εραστή που αντιμετωπίζει προβλήματα με τον υδραυλικό ανυψωτικό μηχανισμό. Πρόκειται για φιλότιμη, ερασιτεχνική προσπάθεια ανίχνευσης / θεραπείας της στυτικής δυσλειτουργίας μέσω συζήτησης, με την ελπίδα ότι «άμα με εμπιστευτεί, χαλαρώσει και βγάλει τα σώψυχά του μπορεί και να του κάνει κούκου». Πριν τη διαπίστωση του προβλήματος έχει συνήθως χρησιμοποιηθεί η αντιθέτου νοήματος φράση «σταμάτα να μιλάς και φίλα με».

- Έλα μωρό μου, άσε το βυζί μου ήσυχο. Δε γίνεται δουλειά έτσι. Σταμάτα να φιλάς και μίλα μου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το ποδήλατο. Από το γαλλικό vélocipède. Λέξη λατινογενής (velox = γρήγορος), σε μάλλον καθημερινή χρήση πολλές δεκαετίες πριν, οπότε είχε και την μορφή βελοσπέτι.

Πηγή: Γαλλικό Λεξικό Le Petit Robert.

Φράση: «Του χρόνου παίρνεις βελοσπέτι», από το «Μέσα στις φλόγες» της Διδώς Σωτηρίου, που αναφέρεται στη Σμύρνη του 1922.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία