H φράση αναφέρεται στην καταπόνηση κάποιου που ξεκωλώνεται στη δουλειά, είτε για πάρτη του είτε όντας στην υπηρεσία κάποιου εργοδότη.

Ας σημειωθεί ότι η λέξη «υπηρέτης» προέρχεται από το υπό + ερέτης = κωπηλάτης. Πρβλ τα σχετικά «κατεργάρης», «πάγκος» κλπ. Ως γνωστόν, οι σκλάβοι στις γαλέρες τραβούσαν κουπί μέχρι θανάτου.

Τούτου δοθέντος, και παραβάλλοντας το γαλλ. travailler / ισπαν. trabajar, η σωστή απάντηση στο πασίγνωστο ελληνικό «τι τραβάω ρε πούστη μου για ένα ξεροκόμματο» είναι «κουπί».

Τέλος, όπως φαίνεται από το παράδειγμα που ακολουθεί, η σχετική με την κωπηλασία ορολογία έβρισκε, τουλάχιστον παλαιότερα, εφαρμογή και σε καταστάσεις που αφορούσαν περισσότερο το χλαπάκιασμα παρά την παραγωγή έργου.

  1. Εννοείται πως, τη φασουλάδα την κατεβρόχθιζαν με το κουπί (χουλιάρι). Στην φυλακή, όταν κάποιος τρώει με λαιμαργία, του λένε : βλέπω τραβάς άγριο κουπί !
    (Ηλ. Πετρόπουλου «η Εθνική Φασουλάδα»).

  2. - Τι γίνεται ρε φίλε, πως πάει η δουλειά ;
    - Άσε μεγάλε, το μαγαζί μπαίνει μέσα και τ' αφεντικό μας έχει να τραβάμε μέρα-νύχτα κουπί μπας και τα φέρει βόλτα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τέλη δεκαετίας '70, αρχές '80 απεκαλείτο ευρέως καρότσα η σπρωχτή (και όχι κοφτή και μονοκόμματη κομιλφό) στεκιά στο μπιλιάρδο, η οποία εθεωρείτο άκυρη και ζαβολιά.

Παρεμπίπταμπλυ, κορδόνι αποκαλείται το σύνολο των πως-διάολο-τα-λένε, αυτά μωρέ τα τρύπια που είναι περασμένα στον ειδικό άβακα για να μετράνε τις καραμπόλες. Νομίζω ήταν 25 σε κάθε σειρά, άρα 1 κορδόνι= 25 καραμπόλες.

Έχω να πιάσω στέκα από τότε που έπεσε εκείνος ο ρημαδιασμένος ο μετεωρίτης και δεν ενθυμούμαι πλέον ποίαν στεκιάν περιγράφαμε ως «μπρικόλα».

Ακούει κανείς ;

- Πετράκη, κερνάς τις μπύρες έτσι ; Είχα δεν είχα δύο κορδόνια σου 'ριξα στ' αυτιά.
- Άντε ρε μαλάκα, έτσι ξέρω κι εγώ. Αφού οι μισές στεκιές σου καρότσες ήτανε ρε απατεώνα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όπως είναι γνωστό, η υπό του χύδην όχλου χρησιμοποιούμενη λέξη «κώλος» δηλοί τον πρωκτό ή αφεδρώνα.

Αφεδύο, όπως ισχυρίζεται ο Μπάμπι το Ελαφάκι, «φόδρα» σημαίνει εσωτερική επένδυση ενδύματος ή άλλου αντικειμένου.

«Φόδρα του κώλου», λοιπόν. Εν πρώτοις, ας αφήσουμε κατά μέρος τις κακής ποιότητος εσωτερικές επενδύσεις ενδυμάτων. Δεν είμεθα υφασματέμποροι. Ως φόδρα του κώλου μπορεί να νοηθεί μόνο το ορθόν ή απευθυσμένο, δλδ το ακραίο τμήμα του εντέρου που απολήγει στη λεγόμενη σούφρα.

Ο μόνος τρόπος για να γίνει ορατό το απευθυσμένο είναι η εξαγωγή του, είτε μέσω του στόματος (Βαγγελίστρα μου!), είτε μέσω της σούφρας, μετά την απαραίτητη διεύρυνση των κωλοβάρδουλων. Η απόσταση μεταξύ αυτών των δύο σημείων της ανθρώπινης ανατομίας καθιστά απαγορευτική την επιλογή του στόματος, άρα η προσφορότερη μέθοδος είναι η δια της σούφρας εξαγωγή.

Δεδομένου ότι μέχρι σήμερα δεν έχουν καταγραφεί περιπτώσεις εθελοντών για να υποστούν την εν λόγω επέμβαση, μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι πρόκειται για μάλλον βίαιη και επώδυνη διαδικασία. Η φράση λοιπόν δέον όπως θεωρείται ελάχιστα συγκεκαλυμμένη απειλή που αφορά είτε οθωμανικού στυλ καταναγκασμό, είτε άσκηση σωματικής βίας (ή συνδυασμό των δύο αυτών τεχνικών).

Οίκοθεν νοείται ότι η χρήση ή μη κατάλληλων εργαλείων για την πραγματοποίηση της επέμβασης εξαρτάται από την επιδεξιότητα του κωλοσχίστου.

- Το '69 στη φυλακή Saverov της Adina εγνώρισα έναν Κατάδικο που του χώσανε γκλοπ στον κώλο και μετά το τραβήξανε έξω με δύναμη - το κωλάντερό του κρεμότανε σαν ποτήρι. Ο γιατρός της φυλακής Saverov (ένα κάθαρμα) τον ενοσήλευε για έλκος στομάχου.
(Ηλ. Πετρόπουλου «Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη»).

([...]μπλέχτηκε [...] σε καβγά [...] για χάρη ενός ζωηρού στρατιώτη που θέλανε να πάρουν οι χωροφύλακες [...])
- Διαταγές [...] δέχομαι μόνο από ανωτέρους μου.
- Κι εγώ τι είμαι μωρή καριόλα μπασκίνα ;
- Είστε ομοιόβαθμος και θα σας αναφέρω διότι...
- Θα μου τα κλάσεις.
- Ο στρατιώτης...
- Άμα τον ακουμπήσεις θα σου βγάλω έξω το κωλάντερο σαν κάλτσα !
(Διον. Χαριτόπουλου «525 Τάγμα Πεζικού»).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μισοσοβαρή-μισοαστεία κατάρα από Αιτωλοακαρνανία μεριά.
Το παλιούρι είναι ένας γεμάτος αγκάθια θάμνος, εναντίον του οποίου δεν συνιστάται η κατά μέτωπον επίθεση, κοινώς γιούργια. Προφάνουσλυ, ένας αγκαθωτός διάολος που κόβει βόλτες στα σωθικά του αποδέκτη της κατάρας δεν είναι και ό,τι καλύτερο...

Πηγή : Ο φάδερ.

Μωρέ φαταούλα, μισό μπακλαβά είχα φυλάξει να γλυκάνω το δόντι μου, και μόλις γύρισα την πλάτη μου τον σαβούρωσες; Μπα που να 'μπει ο διάολος μέσα σου και να 'ναι φορτωμένος παλιούρια, κερατά!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Eπαγγελματική αργκό εργοδοτών (συνήθως εργολάβων ή τσιφλικάδων), σε χρήση τουλάχιστον τον 19ο/αρχές 20ου αιώνα, και, αν δε σφάλλω, περισσότερο στην Ήπειρο.

Αφορούσε το καθεστώς σιτηρεσίου για τους εργάτες. Σύψωμος λεγόταν ο εργάτης ο οποίος έφερνε στη δουλειά και το φαγητό του ιδίοις εξόδοις, ενώ ταϊστός εκείνος στον οποίον, πέραν της (όποιας) αμοιβής, το αφεντικό παρείχε και τα αντίστοιχα γεύματα.

Εννοείται ότι ο σύψωμος αμειβόταν με περισσότερα μετρητά από τον ταϊστό. Τώρα, τι σόι προκοπή κάνανε κι οι δυο τους, θα σας γελάσω και δεν είναι στον χαρακτήρα μου...

Πηγή: Κάποιο παμπάλαιο τεύχος του περιοδικού «Ιστορία». Δυστυχώς δεν μπόρεσα να το ξαναβρώ για να δω μπας κι είχε καμιά πληροφορία παραπάνω, οπότε θα βολευτείτε με αυτά που παραθέτω από μνήμης και με πάσα επιφύλαξη.

Κυρ-Γιάννη, πώς τους έχεις τους εργάτες, σύψωμους ή ταϊστούς ;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αηδός με εξαιρετικές ικανότητες στην εκτέλεση ασμάτων (< φωνή).

Οι εύκωλες φώνισσες φτάνουν στον κωλοφώνα (< κώλος + φωνή) της δόξας τους με απίστευτη ευκωλία. Βλ. και λήμμα από φωνή μουνί κι από μουνί φωνάρα.

Ο φωνιάς ή η φώνισσα που πέφτει στην αφάνεια μετά από σύντομο μεσουράνημα ονομάζεται ψοφήμηετυμό είναι προφανής, μη με βάζετε να τα εξηγώ όλα).

Ε ωρέ μοντουλαίοι: Ως αναλφάβητος, για να κάνω τα πρώτα μου λίνκια έκαψα κύτταρα, οπότε και ράκος έγινα, και το λήμμα δεν είναι επαρκώς ανεπτυγμένο.
Εκ μέρους σας ελπίζω σε:
1. Kατανόηση
2. Μύδι (και όχι τίποτα άλλο, ομοιοκατάληκτο)
3. Γούτσου-γούτσου

- Πω ρε πούστη μου, τι αγριόμουνο είναι αυτή η καινούργια του μαγαζιού;
- Ναι, αλλά από φωνή γάμα τα. Το πετσόκοψε το άσμα, μιλάμε για φώνισσα.
- Και τι με νοιάζει εμένα ρε μαλάκα, έτσι και την ξεμοναχιάσω πουθενά, νομίζεις οτι θα της διαβάσω Παπαδιαμάντη;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλιομοδίτικη σλανγκ για το άτομο το ζόρικο, που δεν κωλώνει.

Η έκφραση προέρχεται από παλιότερες, ευτυχισμένες για οδοντιάτρους εποχές, εφόσον σ΄αυτούς κατέληγαν διάφοροι αντρειωμένοι και καλά φιγουρατζήδες που προσπαθούσαν να σπάσουν το τσόφλι του εν λόγω καρπού με τα δόντια, με τραγικές για την οδοντοστοιχία τους συνέπειες.

Ο χαρακτηρισμός αυτός εξέλιπε μετά την εμφάνιση του καρυοθραύστη, όχι αυτουνού, ούτε του αλλουνού, του Τσαϊκόφσκυ, αλλά αυτού που πάει σετάκι με αυτά.

- Έτσι που λες φίλε, οι Βιετκόνγκ αποδείχτηκαν πολύ σκληρά καρύδια για τους Γιάνκηδες, και το έργο τέλειωσε στην ταράτσα της πρεσβείας στη Σαϊγκόν. Λες να το ξαναδούμε με τίποτα άλλα παλικαράκια κι εδώ;
- Μπα, δε νομίζω. Οι δικοί μας είναι τόσο άχρηστοι που δεν θα 'χουνε φροντίσει ούτε να έχει καύσιμα το ελικόπτερο.

Τα σκληρά καρύδια (από Παπαντώνης, 03/02/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ρετρό σλανγκιά του πάλαι ποτέ Βασιλικού (μπρρρ!!!) Ναυτικού για το μέσον ή βύσμα. Εν αχρηστία πλέον περιπεσούσα, ήταν σε ευρύτατη χρήση το 1950-60, και, σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες που συνέλεξε ο γράφων, επιβίωνε ακόμα στα τέλη '70 - αρχές '80.

Για την ετυμό της λέξης μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν. Το μόνο που κατέβασε η κούτρα του λημματογράφου είναι ότι η γραμμή αποτύπωσης του αριθμού 8 θυμίζει έντονα κίνηση παράκαμψης.

[...] είχα την πρώτη μου επαφή με την ελληνική πραγματικότητα (θητεία στο ναυτικό) [...] έκανα αγγαρείες, δεν είχα ποτέ «εξόδους» [...].
Μια γερή δόση «οχτάρι» (έτσι λένε το «μέσον» στο Ναυτικό) και η δημοκρατική ισονομία αποκαταστάθηκε πλήρως.

(Νίκος Δήμου «Οι Έλληνες»).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται βεβαίως για τα πνευμόνια που όλοι διαθέτουμε. Όταν είναι σε καλή κατάσταση και συνδυάζονται με μουσικό ταλέντο ή γερά πόδια, εξασφαλίζουν στον ιδιοκτήτη τους επαγγελματική αποκατάσταση σε κέντρο διασκέδασης (παρακαλώ να μην συγχέετε το κλαρίνο με το κλαρίνο) ή σε γήπεδο ποδοσφαίρου.
Το νέτι βρίθει σχετικών φράσεων.

Σλανγκικώς, παλιότερα τουλάστιχον, επιτελούσαν ακριβώς την ίδια λειτουργία με τα νεφρά, τα άντερα, τα αρχίδια και τον κώλοόσον αφορά την παραγωγή του απαραίτητου ψυχικού σθένους για την αντιμετώπιση καταστάσεων που απαιτούν θάρρος.

- Πέτα το τσιγάρο ρε κουπούκι μη σε βάλω και το φας, έκανε αγριεμένος ο υπαξιωματικός [...]
- Δεν ακούς ρε ; πέτα το τσιγάρο [...] μπήκε στη μέση ο ένας απ' τους δύο ναύτες.
- Έλα να μου το πάρεις αν έχεις πλεμόνια ρε καρατζόβα.

( Γιώργος Κάτος «Τα καλά παιδιά»).

Στο 1.00: Τό \'χουν φτύσει το πλεμόνι. (από Khan, 10/02/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πασίγνωστο, παλιομοδίτικο και πολυσήμαντο ρήμα που απ' όσο ξέρω, δεν χρησιμοποιείται πλέον, τουλάχιστον στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας. Κάνα δυο σύγχρονες, αθηναϊκές χρήσεις του ρήματος, τις οποίες εντόπισα στο νέτι, μου φάνηκαν πολύ ντεμεκιές, στυλάκι αναβίωση και καλούα, για να τις πάρω στα σοβαρά.

Το ενδοσαμουραϊκό μαδομούνι που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο, πριν από 13 αιώνες, του Fujiwara no Kusumaro επαέ με άφησε παγερά αδιάφορο .

Στα καθ' ημάς, το ρήμα κουσουμάρω είχε/έχει τις εξής έννοιες, κάποιες από τις οποίες ίσως να μην ήταν/είναι και τόσο αργκοτικές:

  1. Φέρω πάνω μου, τραβάω, επιδεικνύω, χρησιμοποιώ (όπλο).
    Με αυτήν την έννοια εμφανίζεται στο παλιό ρεμπέτικο που, κατά Πετρόπουλο, είχε ηχογραφήσει στην Αμερική ο Γ. Κατσαρός και ξαναχτύπησε σε δίσκο εδώ ο Δελιάς. «Βρε μάγκα το μαχαίρι σου για να το κουσουμάρεις πρέπει να έχεις την ψυχή, φιγουρατζή καρδιά για να το βγάλεις».

  2. Δένω σιγά-σιγά μια σάλτσα. Στο νέτι αυτή του η χρήση εντοπίζεται στην Κεφαλλονιά ως κουζινικός ιδιωματισμός.

  3. Ζυγίζω, εκτιμώ με το μάτι. Με αυτή τη σημασία έχει πλειστάκις χρησιμοποιηθεί από τον Τσιφόρο.

  4. Πάντα στο νέτι, αναφέρεται και με τη σημασία χρησιμοποιώ επιδέξια.

  5. Ετυμολογικώς, βλέπουμε το φως το αληθινό κατά Κέρκυρα μεριά, όπου το ρήμα χρησιμοποιείται με τις έννοιες «φέρω εις πέρας», «καταναλώνω» και ανάγεται φυσικά στο ιταλικό consumare.

Βλ. τα παραδείγματα για τρεις διαφορετικές έννοιες (κατανάλωση, χρήση, οπλοφορία) της λέξης σε ένα τόπο.

Ήτονε δύο τα είδη του καπνού που εκουσουμέραμε : «Βραχόρι» και «Φέτα».

«No, signore maresciallo μου, io no' κουσουμέρω δυναμίτες !»

Όσοι εθέλα, εβγαίνα και περίπουλο. Όσοι δεν εθέλα, είχα ντα όπλα τους φυλαμένα, αλλά απαγορευγότανε να κουσουμάρουν όπλο αυτοί.

(Μανόλης Μαυρολέων «Να σου κάμω την ιστορία μου...»
εκδ. Κέδρος). Πρόκειται για απομνημονεύματα Δωδεκανήσιου θαλασσινού.

"Βρε μάγκα το μαχαίρι σου για να το κουσουμάρεις, πρέπει να έχεις την ψυχή φιγουρατζή, καρδιά για να το βγάλεις." (από Cunning Linguist, 11/02/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία