Αλητοχασικλορεμπετολαχανοψαραγοράδικη ρετροσλάνγκ που σημαίνει τον πληροφοριοδότη των Σωμάτων Ασφαλείας. Η έκφραση ήταν σε χρήση τουλάχιστον μέχρι το 1967, μετά μάλλον την έφαγε η μαρμάγκα γιατί ούτε γουγλίζεται, ούτε ακούγεται, ούτε την έχω απαντήξει πουθενά εκτός από το παράδειγμα που παραθέτω.

Εδεπά μέσα την έχει χρησιμοποιήσει σε σχόλιά του, όχι άπαξ αλλά δίπαξ αυτός εδώ ο χρήστης ο οποίος προφ βαρέθηκε να ανεβάσει το σχετικό λήμμα ο ανεπρόκοπος.

Αυτή η ραστώνη διαβρωσκ... διαβριβρ... (φτου γμτ) αδιαβροχ... εεε διαπροβοσκιδ....τέλος πάντων απαυτώνει τα θεμέλια του Έθνους έχω να πω εγώ...

Ο Μάθεσης εξακολουθούσε να με κοιτάει καχύποπτα και σε λίγο με ρώτησε ευθέως: μπά κι είσαι κουκουβίνος ; (δηλαδή, μήπως είσαι χαφιές;). Πάτησα τα γέλια και αμέσως ο Μάθεσης μου πρότεινε να πιούμε κάνα ουζάκι.

Η. Πετρόπουλος, περιγράφοντας την γνωριμία του με τον Νίκο Μάθεση ή Τρελάκια, εν έτει 1967 (μάλλον), στο ψαράδικο του τελευταίου. Από το «Καπανταήδες και μαχαιροβγάλτες», εκδ. Νεφέλη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Συνέχεια εκ του προηγουμένου ).

Δια του παρόντος λήμματος αποδίδονται τα εύσημα του προφήτη στους βασανιστές εσατζήδες της χούντας. Ρε τους πούστηδοι, το είχανε προβλέψει. Αλλέως οι υπερατλαντικοί τσαϊτζήδες εμπνεύστηκαν από τα κατορθώματα της εθνοσωτηρίου. Διαλέγουτε και παίρνουτε, με βουτήματα ή άνευ.

  1. Θυμάμαι, έρχονταν ο στρατιωτικός, βούταγε ότι ήθελε, έκανε ότι ήθελε και σου έλεγε μετά να σταθείς προσοχή στην εξουσία! Αν διαμαρτυρόσουν για τις μαλακίες που έλεγε, ή τα όσα σούφρωνε «φάτσα φόρα», περνούσες μια βόλτα από ΕΑΤ ΕΣΑ για «τσάι» κι έτρωγες της χρονιάς σου. Σήμερα λέγεται ΓΑΔΑ. Άλλαξαν όνομα αλλά σαν το λύκο δεν άλλαξαν χούι, καθόσον «πρώτα βγαίνει η ψυχή» και μετά αυτό. Παρακαλώ περάστε

  2. Τα βασανιστήρια που επιβάλονταν στους κρατούμενους ονομάζονταν “Σχέδια” και ήταν αριθμημένα και διαβαθμισμένα ανάλογα με την αυστηρότητά τους.
    Το “Σχέδιο Ένα” ήταν ήπιο. Πέντε άντρες εισάβαλλαν στο κελί ουρλιάζοντας και κραυγάζοντας. Έσπρωχναν, έβριζαν και χτυπόυσαν τον κρατούμενο, για να τον φοβερίσουν.
    Οι βασανιστές αποκαλούσαν το σχέδιο αυτό και “τσάι πάρτι”.
    Στο “Σχέδιο Δύο”, γνωστό και ως “Τσάι πάρτι με φρυγανιές”, άδειαζαν το κελί από έπιπλα και δύο άντρες χτυπούσαν τον κρατούμενο με γροθιές, κλοτσιές και γκλομπ, ουρλιάζοντας και βρίζοντας.
    Το “Σχέδιο Τρία” ήταν η περίφημη “Δοκιμασία της ορθοστασίας“, όπου υποχρέωναν τον κρατούμενο να σταθεί μέσα σε ένα μικρό κύκλο διαμέτρου περίπου 36 εκατοστών και τον χτυπούσαν αν έβγαινε έξω από τα όριά του.
    Οκτώ φρουροί σε τρίωρες βάρδιες παρακολουθούσαν προσεκτικά τον κρατούμενο.
    Το βασανιστήριο διαρκούσε ημέρες, χωρίς να παρέχεται τροφή και νερό στον κρατούμενο.
    Τον εμπόδιζαν να πιει ακόμη και το νερό από το καζανάκι ή τα ούρα του.

Αν οι οπλίτες δεν εκτελούσαν ικανοποιητικά τα καθήκοντά τους, έμπαιναν εκείνοι στη μέση του κύκλου και ξυλοκοπούνταν αλύπητα.
και σερβιριστείτε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Μακαρία τη λήξει σλανγκιά που σημαίνει βάζω κάτι σκοπό, πείσμα, αμέτι μουχαμέτι. Η (μαύρη) αλήθεια είναι ότι την έκφραση την έχω βρεί μερικές φορές μόνο σε κείμενα του Τσιφόρου, παναπεί στα '50-'60.

Ετυμολογικώς θα ποντάριζα στην προέλευση από το αγγλ. steam = ατμός, κινητήρια δύναμη. Όπερ αν ισχύει, το λήμμα μυρίζει θάλασσα. Αλλιώς υπάρχει και το ιταλ. stimolare = διεγείρω, προτρέπω, παρακινώ. Διαλιέχτε. Συντακτικώς (και από μνήμης ) η έκφραση πάει κατά κύριο λόγο με το ρήμα τρώω, καθόσον αυτός που το βάζει στήμη σκοπεύει να φάει του θύματος το μπαγιόκο, το αντικείμενο, το γκομενάκι και ό,τι άλλο βρει στην τελική.

Τραβάγανε το πρωί, έμπαινε σε μαγαζί πατουμενάδικο ο Σπόρος μοναχός του, μοστράρηζε κανά-δυο κατοσταρικάκια, να δούνε πως τάχει κι έλεγε με μισοκακόμοιρο ύφος:
-«Θέλω ένα ζευγαράκι, αλλά μέχρι εκατόν ογδόντα, όχι παραπάνου».
Του δίνανε, διότι εκατόν ογδόντα είναι ακριβά λεφτά να πούμε, δοκίμαζε, τόφερνε στα νερά του, ζήταγε και τ' αριστερό. Τα φόραγε και τα δυο, χαμογέλαγε:

Μέγκλες παπουτσάκια», έλεγε, «να βγω και στη πόρτα να τα δω στο φως»; κι έβγαινε τώρα στη πόρτα. Πλάι του ο υπάλληλος να τον έχει το νου και να του λέει πια πως το παπούτσι είναι η μεγαλύτερη εφεύρεση της ανθρωπότητας, ότι του πάνε μια χαρά κι ότι, να πούμε, το δικό τους το μαγαζί είναι το καλύτερο σε δέρματα και τρώει όλη την οικουμένη σε κατασκευή, καθόσον τόχε βάλει στήμη να φάει τις εκατόν ογδόντα ο υπάλληλος και τόθελε να ρίξει τον ατζαμή τον πιτσιρή και να του τα πασσάρει τα παλιοσεβρά με τις τσόντες.

Εδώ Τα Σκαθαράκια, από τα Παιδιά της Πιάτσας του Ν. Τσιφόρου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το ξέρω, ξεχασμένος γαλλισμός είναι, τι νομίσατε ρε, ότι βγαίνανε βόλτα οι κοπελιές στη Φραγκιά με το απαυτό ανά χείρας; Έλα Παναγία μου, χαρτοφύλακα βαστάγανε les chaperdones, άντε ανοίχτε κάνα ντιξιοναίρ να ξεστραβωθείτε.

Τεσπα, από το παράδειγμα υπ' αρθιμόν ένα ανθιζόμεθα ότι η λέξη ήταν αν μη τι άλλο κατανοητή, τουλάχιστον σε ελληνικό μεσοπολεμικό αστικό περιβάλλον (για παραέξω δεν το κόβω). Κι όσο για τις χειροποίητες σερβιέτες υγειονομικού ενδιαφέροντος, αν θυμάμαι καλά σκέτο(;) πανιά τις λέγανε ανά την επικράτεια.

  1. Από πού βγήκανε και ξεχυθήκαν αυτά τα πλήθη των γυναικών στο Παρίσι; [...] Γυναίκες φοιτήτριες, υπάλληλες, μιντινέτες, γκαρσόνες [...] Γυναίκες, που βαστάνε στην αμασκάλη ή στο χέρι μια σερβιέτα με βιβλία ή νότες, βιολιά μέσα στη θήκη τους, παλέτες ή πινέλα [...]

(Χωρίον ανερυθριάστως κατσικωθέν από το βιβλίο «Κώστας Βάρναλης. Γράμματα από το Παρίσι», εκδ. Αρχείο 2013 ).

  1. Ο ανόητος μεταφραστής των «Καπετάνιων» του Ντομινίκ Έντ περιγράφει το αρχείο του Άρη τυλιγμένο σε μια πετσέτα, επειδή η γαλλική λέξη serviette έχει διττή σημασία (: πετσέτα, πεσκίρι, και, χαρτοφύλακας ).

Η. Πετρόπουλου «Ο κουραδοκόφτης», εκδ. Νεφέλη.

  1. Σερβιέτα φοράνε στη Σερβία. Στη Ρωσία φοράνε σοβιέτα.

«Είτε παίδες Ελλήνων, είτε παίδες βαρβάρων»
Δ. Ν. Μαρκόπουλος, Αθήνα 1994.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κρητικός ιδιωματισμός που σημαίνει μπορώ / δεν μπορώ να κάνω κάτι. Η έννοια βεβαίως είναι: το (πχ) χέρι μου υπακούει / δεν υπακούει στις εντολές μου, αναλόγως των δυνατοτήτων του.

Αναρτηθέν στο δουπού υπό Mafie (καλή της ώρα).

Εμείς σαν παιδιά γελούσαμε, όταν ακούγαμε ορισμένες κρητικές κουβέντες όπως το άλογο να το λένε «μπεγίρι» ή όταν ήθελαν να πουν «δεν μπορείς» λέγανε «δε σ' ακούει». Και γελούσαν και τα Κρητικόπουλα μαζί μας. Αλλού όμως κάποιοι επιτήδειοι «φώτιαζαν» τους ντόπιους, ότι αν δεν έρχονταν οι σκυλοπρόσφυγες, τις περιουσίες των Τούρκων που έφυγαν θα τις μοιράζονταν οι ντόπιοι, πράγμα που δεν ήταν αληθινό, γιατί δεν θα είχε γίνει η ανταλλαγή των πληθυσμών. Αυτή η αντίθεση δημιούργησε άσχημες καταστάσεις, που, φυσικά, με τον καιρό ξεπεράστηκαν.

Νίκος και Αργυρώ Κοκοβλή «Άλλος δρόμος δεν υπήρχε. Αντίσταση - Εμφύλιος - Προσφυγιά». Εκδ. Πολύτυπο, 2002.

[...] μανίζει με τα χέρια ντου, και το σπαθίν του ψέγει,
θωρώντας τσι λαβωματιές να γδικιωθή γυρεύγει΄
λέει: Θωρώ δεν έχω μπλιό ουδέ σπαθί ουδέ χέρα,
μα όλα μ' απαρνηθήκασιν ετούτην την ημέρα,
απείτις κι ένας Κρητικός τόσ' ώρα με μαλώνει,
κι η χέρα μου πιβούλεψε και δεν τόνε σκοτώνει.

Β. Κορνάρου Ερωτόκριτος, Β 1127-1132.

Καβαλλάω το ΚΑΤΑΝΑ και φεύγω...Με το ένα χέρι κρατάω αυτά που θένε να βγουν έξω...Κυττάω πίσω και βλέπω [...] τους άλλους να βγαίνουν απ' το μαγαζί...Ένας τους σταματάει και μου ρίχνει μια σφαίρα. Δεν ξέρει ότι δεν χρειάζεται... [...] Το ΚΑΤΑΝΑ μ' ακούει για λίγο...Μετά γίνεται βαρύ, του λέω να στρίψει και δεν στρίβει. [...]

Θόδωρος Σαραντόπουλος «300 τρόποι θανάτου». Εκδ. Υάκινθος, 1983.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σήμερα δεν έχει ασκήσεις ύφους. Μόνο παλιά καλή επαγγελματική αργκό. Η ξυλογαϊδάρα ήταν / είναι μια ξυλοκατασκευή με διάφορες παραλλαγές και για διάφορες χρήσεις. Μεταξύ μας, πρόκειται για εντελώς μαγικό εργαλείο. Τα κάνει όλα, από τον τεμαχισμό μεγάλων κορμών δέντρων, τα παλιοκαιρίσια άουτντόρς ομαδικά παιδικά παιχνίδια, τις παραδοσιακές τέχνες, μέχρι και την Εθνική Ηθική Διαπαιδαγώγηση των μέσων του 20ου αιώνα. Τι σκατά παραπάνω θέτε;

1.Eδώ η υλοτομική γεδουρίτσα, μετά το 0:40.

  1. Τις ημέρες της Αποκριάς, τα παιδιά του χωριού έπαιζαν και με την ξυλογαϊδάρα [...] έμπηγαν στέρεα στο έδαφος ένα κάθετο δοκάρι (ξύλο) ύψους περίπου ενός μέτρου. Το επάνω μέρος του δοκαριού το πελεκούσαν ώστε να γίνει αιχμηρό. Ένα άλλο δοκάρι αρκετά μακρύτερο (περίπου 4 με 5 μέτρα) στου οποίου τη μέση δημιουργούσαν μια τρύπα βάθους αρκετών εκατοστών και εύρους αρκετού ώστε να εφαρμόζει στο αιχμηρό άκρο του κάθετου δοκαριού, το τοποθετούσαν οριζόντιο επάνω στο κάθετο δοκάρι, έτσι ώστε να μπορεί να περιστρέφεται κατά τον κάθετο άξονα. Στην κάθε άκρη του οριζόντιου δοκαριού καθόταν ένα, δύο ή και περισσότερα παιδιά και φρόντιζαν να ισορροπεί [...] ένα άλλο παιδί άρχιζε να σπρώχνει το δοκάρι οριζόντια και να το περιστρέφει με όσο μεγαλύτερη ταχύτητα μπορούσε. Για να γλυστράει το ξύλο και να περιστρέφεται εύκολα έβαζαν στην αιχμή του κάθετου στύλου ένα κομμάτι λίπος [...] και ένα κάρβουνο που έτριζε και έκανε δυνατό θόρυβο. Όσο μεγαλύτερο το τριζοβόλημα, τόσο πιο μεγάλη η επιτυχία της ξυλογαϊδάρας [...]
    Εδώ

  2. Εδώ η ξυλογαδούρα αναφέρεται ως συνώνυμο της μακριάς τοιαύτης. Εκεί η ξυλογαϊδάρα είναι τεχνική μεταφοράς πέτρας για ξερολιθιές, με τη βοήθεια ξύλων, σκοινιών και κυρ-Μέντιου. Παραπέρα η γαϊδούρα ήταν τρίποδο επί του οποίου άπλωναν τα υπό κατεργασία δέρματα οι ταμπάκηδες. Αλλού στο νέτι την πήρε το μάτι μου ως συνώνυμο της τραμπάλας ή ως ξυλοκατασκευή στην οποία έδεναν τους προς μαστίγωση κατάδικους.

  3. Δεν του 'φτανε ο Στράτος, που κάθε φορά που τον έβλεπε στη Γιούρα, τον έβαζε να πηδάει τη γαδάρα...Ποιά κτηνοβασία, ρε, γαδάρα λένε ένα, ας πούμε, μεγάλο καβαλέτο με δυό υποδοχές δεξιά αριστερά σε σχήμα V, όπου βάζουνε κορμούς δέντρων και τους κόβουνε με μεγάλα πριόνια. [...] Πήγαινε λοιπόν τον παπά μπροστά στη γαδάρα και του 'λεγε, πήδα το. 'Ελεγε ο παπάς, να πούμε, δεν δύναμαι, τέκνον μου, τον τσάκωνε από τη γενειάδα και τον πλάκωνε με τη μαγκούρα φωνάζοντας, και πώς πήδαγες, ρε πούστη, τα βραχάκια στο αντάρτικο; [...] ο παπάς [...] πήδαγε τη γαδάρα [...]Τον τσάκωνε πάλι ο Στράτος [...] έτσι, ρε πούστη, πήδαγες τα βραχάκια στο αντάρτικο; [...] μιά μέρα κάθεται καβάλα στη γαδάρα [...]τώρα κατάλαβα, ρε καργιόλη, καθοδήγα ήσουνα, ε; Τον παπά τον πήρανε με το φορείο πιά...Στράτος, ναι, ο άρχων του τρόμου του τετάρτου όρμου της Γιούρας.

Χρ. Μίσσιος «Χαμογέλα, ρε...Τι σου ζητάνε;». εκδ. Γράμματα.
[Ο τότε διαβόητος βασανιστής της Γιούρας Στράτος Κοζομπολίδης και η ξυλογαϊδάρα του καταγράφονται και στο «Υπόμνημα Κρατουμένων» (εκδ. Γνώση, 1984) που επιδόθηκε το 1951 από τους εξόριστους στον Δημ. Παπασπύρου, Υπουργό Δικαιοσύνης της κυβέρνησης Πλαστήρα. Στο κείμενο οι γαϊδάρες ορίζονται ως «στηρίγματα όπου τεμαχίζονται τα καυσόξυλα», ενώ το «Πήδημα της γαϊδάρας» αποτελεί ξεχωριστό κεφάλαιο του υπομνήματος, ανάμεσα στα «Βασανισμοί κατά την εργασίαν» και «Καθάρισμα αποχωρητηρίων με τα χέρια»].

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πάθηση σχετική με την συμπεριφορά ή / και το ήθος τσόγλανου.
Ιατρικώς κατηγοριοποιείται ως οξεία ή καλπάζουσα.
Συνήθως διαγιγνώσκεται με συνοδά φαινόμενα κωλοπαιδισμού.

Η παρούσα επισήμανση ας θεωρηθεί πάσα προς κάθε ενδιαφερόμενο να ανεβάσει το σχετικό λήμμα.

Ο λημματογράφος δεν είναι σε ψυχολογική κατάσταση να ασχοληθεί και με κωλόπαιδα. Οι τσόγλανοι του είναι υπεραρκετοί.

«Σταμάτα ρε τσογλάνι !», του ξανάπα κι ο Μήτσος σταμάτησε, αλλά όχι εντελώς, έβλεπα στο ύφος του την ανυπομονησία του, ή θ ε λ ε να κατέβω ο Μήτσος, ο Μήτσος ο π α τ ρ ι ώ τ η ς, χάρηκε που επιτέλους δεν άντεξα την τ σ ο γ λ α ν ί α σ ή του και πήδηξα κάτω, κλείνοντάς του την πόρτα στα μούτρα [...]

(Γιώργου Σκούρτη «Ο Μήτσος απ' τ' Αγρίνιο», από το βιβλίο «Αυτά κι άλλα πολλά»).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο άξεστος βλάκας, το ντουγάνι, ο ούγκανος, το ορκ. Στην όχι σπάνια περίπτωση που η σκουντρουχοσύνη συνδυάζεται με κτηνώδη μυϊκή δύναμη, γάμησέ τα. Την αγνώστου (εισέτι) ετύμου λέξη χρησιμοποιεί συχνά φίλος του λημματογράφου έλκων την καταγωγήν Καράμπαμπα ταραφιντάν. Αυτά μόνο, με την ευγενική παρότρυνση της Ξωτικίνας του σάητος.

μην πει κανείς ότι το παράδειγμα δεν περιέχει το λήμμα. Τίγκα είναι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλιομοδίτικο, χέβυ ντιούτυ μπινελίκι για μισητούς νεκρούς. Μονοθεϊστικής προέλευσης, εφόσον ξεκάθαρα συνδέεται με διαόλους, τριβόλους, τα καζάνια της κόλασης, θειάφια, σκατόλακκους, φωτιές, κολασμένες λυσσάρες καλόγριες και ταλιμπάν. Υποψιάζομαι ότι το χρησιμοποιούν τύποι δυσκοίλιοι, στερούμενοι άλλων μέσων έκφρασης της απέχθειάς τους προς τον μεταστάντα.

Λέγω (αλλά ποιος μ' ακούει), ότι και αυτή η έκφραση μάλλον εμπίπτει στην κατηγορία των μη χρησιμοποιούμενων πλέον στον προφορικό λόγο, που ωστόσο επιζούν στον γραπτό τοιούτο, και δη τον ιντερνετικό.

Να σας εξομολογηθώ τέλος ότι έφερνα και πίπουλα για να διακοσμήσω το λήμμα, αλλά τα πήρε ο αέρας τα γαμημένα. Ο ίδιος που σκόρπισε και καναδυό επιπλέον λογοτεχνικά παραδείγματα που (νόμιζα ότι) είχα να σας παραθέσω, από Καζαντζάκη μεριά μου φαίνεται. Οπότε θα βολευτείτε με τα βρισκούμενα, και μην πυροβολείτε τον πιανίστα παρακαλώ.

  1. [...] ΤΙΣ ΒΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΕΒΑΛΕ Ο ΠΙΣΣΟΚΟΚΚΑΛΟΣ ΠΟΛΩΝΟΕΒΡΑΙΟΣ [...]

Ιντερνετική επάλειψη / στεγανοποίηση οστών τεθνεώτος Βαλκάνιου σοσιαλιστή ηγέτη, περί τα τέλη του παρελθόντος αιώνος.

  1. Ο Παπαδογιάννης κατώρθωσε να καταβάλη τον Μουσταφάν και, αφού του έδωκε της χρονιάς του, του είπε:
    - Μπουρμά! Επεράσαν κείνα πού κάτεχες. Επέρασ’ ο καιρός που μαχαίρωνε ο κύρης σου ο πισσοκόκκαλος για το σημαντήρι. Εδά κτυπά καμπάνα και γλήγορα θα την ακούσης και στ’ αυτί σου κοντά!

Ι. Κονδυλάκης «Η καμπάνα», από το «Όταν ήμουν δάσκαλος», εκδ. Νεφέλη 1988.

  1. Η σιγανομουρμουριστή ψαλμουδιά, π' αρχίνησε ο παπάς τράβηξε σαν κλώσσα πίσω της το πλήθος και καθώς κατηφόριζαν ακούστηκε η στριγγιά φωνή της Καλλιρώς:
    - Στ' ανάθεμα και στην πισόβραση, κολασμένε!

Στρ. Αναστασέλλη «Το μοσακό», από τη συλλογή διηγημάτων «Κερατοζωή», εκδ. Θεμέλιο 1975.

  1. Πίσσα στα κόκκαλά του, που έλεγαν κάποτε.

Πισσοκόκκαλης (από σφυρίζων, 29/11/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το πιατάκι στο οποίο κατέθεταν οι μερακλήδες τον οβολό τους υπέρ αναξιοπαθούντων μπουζουξήδων που αναγκάζονταν να βγουν με το ζητιανόξυλο στη γύρα από κουτουκίου εις κουτούκιον για τον επιούσιο.

Ετυμολογικώς, ο λημματογράφος εικάζει ότι η εδώ έννοια της λέξης συνδέεται με το σφουγγάρι που το βουτάς στον κουβά, κι όσο νερό κρατήσει.

Ιστορικώς, η σφουγγάρα στην Ελλάδα γνώρισε δόξες στην τριακονταετία 1930-1960, αν και αυτού του είδους η εύσχημη επαιτεία (βλ. παράδειγμα Νο 2 ) ουδέποτε (ευτυχώς) εξέλιπε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη. Αν και οι πλανόδιοι μουσικοί κάποτε κοσμούσαν με την Τέχνη τους βασιλικές αυλές, οι ρεμπέτες στους οποίους αναφέρεται το λήμμα είχαν μάλλον διαταραγμένες σχέσεις με την εξουσία (βλ. παράδειγμα Νο 1).

Στις μέρες μας, το πάλαι ποτέ πιατάκι έχει αντικατασταθεί από κάποια μπανάνα, ταγάρι, κασκέτο, ή, στην περίπτωση των στατικών και όχι περιφερόμενων μουσικών (βλ. παράδειγμα Νο 4), από την ανοιχτή επί του εδάφους θήκη του οργάνου τους.

Το λήμμα είναι αφιερωμένο σε όλους τους μουσικούς του σάιτ.

  1. [...] Για να ζήσω γύρισα και με το πιατάκι από ταβερνάκι σε ταβερνάκι. Δεν είναι ντροπή. Αλλού μ' αφήνανε αλλού με διώχνανε. Μέχρι που με πιάσανε επί αλητεία. Τ' ακούς ; Με πιάσανε επί αλητεία. Ρε πού καταντήσαμε.

(Γιώργος Μουφλουζέλης, από τη Ρεμπέτικη Ανθολογία του Τάσου Σχορέλη, εκδ. Πλέθρον).

  1. [...] ο Μαρινάκης, παρέα με τον Ποτοσίδη [...] στις άσχημες στιγμές γυρίσανε με το πιατάκι (το σφουγγάρι όπως το λέγαμε) από κουτούκι σε κουτούκι [...] Όποιος από τους παλιούς έχει πει πως δεν το έκανε αυτό, λέει ψέματα [...] Το έκανα κι εγώ [...] «εύσχημη επαιτεία» [...] το όργανο τότε το λέγαμε ζητιανόξυλο [...]

(Γιάννης Μπαφούνης ή Σαμιώτης, ομοίως).

  1. [...] βγήκα πολλές φορές στο «σφουγγάρι» [...] από ταβέρνα σε ταβέρνα, παίζαμε και τραγουδάγαμε κι ύστερα βγάζαμε πιατάκι, το λεγόμενο σφουγγάρι [...] Ο Μάρκος, ο Γενίτσαρης, ο Κηρομύτης, ο Μπαγιαντέρας, ο Ρούκουνας, ο Χατζηχρήστος [...]

(Μαρίνος Γαβριήλ ή Μαρινάκης, ομοίως).

  1. Ήμουνα εξασκημένο ζητιανάκι. Καθηγητής στη Σφουγγάρα. Ξέρεις τι είναι η σφουγγάρα ; Βουτάς το όργανό σου, πας και κάθεσαι εκεί που περνάει ο πολύς κόσμος, αρχινάς να παίζεις, σε βλέπει ο άλλος, του αρέσεις και σου πετάει το κέρμα του.

(Στέλιος Βαμβακάρης, εδώ).

  1. Γυρολόγος μπουζουξής με σφουγγάρα εκεί.

  2. [...] Τρεις άνθρωποι ξεχωρίζω. Ο συγχωρεμένος ο Απόστολος ο Χατζηχρήστος [...], το ίδιο κι ο Παπαϊωάννου [...] λέγανε στους μαγαζάτορες :
    - Όταν έρχεται αυτό το παιδί να βγάζει σφουγγάρα, δεν θα το διώχνετε.
    Το ίδιο κι ο Στράτος [...]
    (παραπέρα).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία