Ελαφρώς ειρωνική έκφραση που συνοδεύεται από ανάλογο μειδίαμα και κίνηση της παλάμης δίπλα στο κρανίο, εν είδει οδηγιών προς μπαρμπέρη να ψαλιδίσει περαιτέρω το τριχωτό της κεφαλής στη συγκεκριμένη πλευρά (ως γνωστόν, στον κουαφέρ απευθυνόμαστε με πιό σικάτη ορολογία σχετικά με την κουάφ).

Η φράση χρησιμοποιείται ως υπαινικτική επισήμανση στον συνομιλητή μας ότι οι απόψεις του είναι μάλλον άτοπες ή αστήρικτες.

- Άκουσα ότι οι πιστωτές μας θα παραιτηθούν των οικονομικών τους απαιτήσεων λόγω του πνευματικού μεγαλείου και της προσφοράς της Ελλάδας στην ανθρωπότητα.
- Ναι, καλά, πάρ' τα μου λίγο κι από 'δω...

Δες και γειώσεις.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προφανούς ετυμολογίας λαϊκό λογοπαίγνιο στα χρόνια της (τότε στρατιωτικής) γερμανικής κατοχής 1941-1944, με το οποίο περιγράφονταν απαξιωτικά οι ταγματασφαλίτες, δλδ οι άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας.

Επρόκειτο για ένοπλα σώματα δωσιλόγων που συγκροτήθηκαν το 1943 από τον δοτό πρωθυπουργό Ιωάννη Ράλλη (πατέρα κατοπινού πρωθυπουργού), και που έφεραν την επίσημη ονομασία Τάγματα Ευζώνων. Από το επώνυμο του ιδρυτή τους, τα μέλη των Τ.Α. ονομάστηκαν και Ράλληδες.

Οι εξοπλισμένοι από τους Γερμανούς ταγματαλήτες φορούσαν ευζωνική στολή, και ωσεκτουτού ονομάστηκαν από τον λαό γερμανοντυμένοι ή γερμανοτσολιάδες (ένας ενδιαφέρων συνειρμός είναι ότι η λέξη τσολιάς προέρχεται από το τσόλι = κουρέλι / χυδαίο άτομο χαμηλού επιπέδου, το οποίο στα γερμανικά μεταφράζεται lumpen). Σήμερα η λέξη επιζεί ως β' συνθετικό στον όρο αμερικανοτσολιάς. Βλ. το νέτι, καθώς και τα Άπαντα Δημητρίου Πανούση, αοιδού/διασκεδαστού.

Η Λαϊκή Μούσα περιποιήθηκε δεόντως αυτά τα λουλούδια, τα οποία προέβαιναν σε παντοειδείς ωμότητες κατά του λαού και των αγωνιστών της Αντίστασης και τα οποία είχαν δώσει όρκο υπακοής (jawohl) στον Γερμανό Καγκελάριο και τους επιτελείς του:

Εν-δυό, εν-δυό, φουστανέλα, τσαρούχ' φούντα, φέσ'
εφτούνα τα ρούχα με καίνε, κι αδίκως μου τα 'χουν φορέσ'
Άϊν-τσβάι, άϊν-τσβάι, τσολιά να με λεν δε μ' αρέσ'
εγώ Γερμανός είμαι τώρα, καμάρ' των ταγμάτων Ες-Ες.
Εγώ ειμ' εγώ, και δεν αργώ
Ρωμιούς να σφάξω μάνι-μάνι
με λεν λεφούσ', και στο γιουρούσ'
τρεις τραυματίες έχω ξεκάνει.

Εννοείται ότι υπήρχε έντονη ώσμωση μεταξύ των ταγματαλητών και των μελών άλλων δωσιλογικών οργανώσεων όπως η «Χ» (καμαρώστε τους) ή οι μπουραντάδες (στελέχη του Μηχανοκίνητου της Αστυνομίας Πόλεων, από το επώνυμο του διοικητή τους).

Οι -πάμπολλοι- ταγματαλήτες που δεν πέρασαν από λαϊκή/αντάρτικη αξιολόγηση μετά την αποχώρηση των Γερμανών, αξιοποιήθηκαν καταλλήλως από τους ενσκήψαντες Άγγλους, ενώ πολλοί εξ αυτών έκαναν καριέρα είτε στον τότε αναπτυσσόμενο τομέα του τουρισμού εξυπηρετώντας παραθεριστές σε θέρετρα του Αιγαίου , είτε στον επανασυσταθέντα Ελληνικό Στρατό (πρόχειρο παράδειγμα ο τρισμέγιστος αστήρ της Εθνοσωτηρίου, Γεώργιος Παπαδόπουλος και άλλα κατοικίδια-φύλακες).

Μετά την συνταξιοδότηση των τελευταίων, πολλοί απόγονοι επιφανών ταγματαλητών σταδιοδρόμησαν επαγγελματικώς με μεγάλη επιτυχία.

Ο όρος «ταγματασφαλίτης» γνώρισε μέρες δόξας στα φοιτητικά αμφιθέατρα του '70-'80, χαρακτηρίζοντας, για μυστηριώδεις λόγους,μέλη συγκεκριμένης πολιτικής παράταξης, η οποία εν τούτοις, όταν οι αυθεντικοί ταγματαλήτες μετείχαν στο πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας, βρισκόταν στο αντίπαλο στρατόπεδο.

Το αρχαιοπρεπές έτυμο «αλήτης» (αρχική σημασία: περιπλανώμενος) χρησιμοποιείται σήμερα για να περιγράψει κρατικούς υπαλλήλους που περιφέρονται ασκόπως σε διαδηλώσεις είτε με φόρμα εργασίας, είτε με πολιτική περιβολή. Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες, μεγάλο ποσοστό των εν λόγω υπαλλήλων φέρεται να διατηρεί στενές σχέσεις με ονειροπόλους νοσταλγούς της δράσης των λημματογραφούμενων ευζώνων. Πιθανότατα πρόκειται για παντελώς αδικαιολόγητη, αήθη και συκοφαντική επίθεση.

Αυτά λεξικογραφικώς, ήτοι συνοπτικώς και με απόλυτη ψυχραιμία.

Πάσα του Khan (ΔΠ) μετά από σέντρα του Vrastaman.

Είμαι του ΕΛΑΣ αντάρτης και στα όρη κατοικώ
και για την ελευτεριά μας και τον θάνατο αψηφώ

Το ντουφέκι μου στον ώμο, το σπαθί μου στο πλευρό
απ' τα όρη κατεβαίνω, τους φασίστες κυνηγώ

Δεν φοβάμαι την κρεμάλα, δεν φοβάμαι το σκοινί
και στο πέρασμά μου τρέμουν Ράλληδες και Γερμανοί

Ράλληδες ταγματαλήτες, μπουραντάδες, Γερμανοί ( ή «και της Χ»)
τα κεφάλια σας θα πέσουν απ' τ' αντάρτικο σπαθί.

Μάνα μου γλυκιά μου Ελλάδα ο αντάρτης του ΕΛΑΣ
θα σ' ανάψει τη λαμπάδα της τιμής, της λευτεριάς.

«Κνίτες, αλήτες, ταγματασφαλίτες». Καταγεγραμμένο στο πόνημα του Φιλ. Φ. Φιλίππου «Οι Κνίτες», εκδ. Πυξίδα, 1983.

«Αλήτες είναι τα ΜΑΤ κι οι ασφαλίτες». Από τους δρόμους της Αθήνας.

[...]στο βιβλίο του «Ο Αγών μου», αναφερόμενος στον τρόπο που σκεφτόταν να επιβάλλει την κυριαρχία του στις κατεχόμενες χώρες, γράφει: «[...]ο νικητής, αν είναι έξυπνος, θα εμπιστευτεί σε πρόσωπα της εθνικότητας του ηττημένου λαού, που δεν έχουν ούτε χαρακτήρα, ούτε τιμή, τον ρόλο του δεσμοφύλακα, διότι γνωρίζει οτι τα πρόσωπα αυτά θα τον βοηθήσουν στο έργο της ολοκληρωτικής υποδούλωσης των συμπατριωτών τους κατά ένα τρόπο πολύ σκληρότερο και πιό ανοικτίρμονα, από εκείνον που θα μεταχειρίζονταν ένα οποιοδήποτε ξένο κτήνος [...]»

(Ν. Καρκάνη «Οι δοσίλογοι της Κατοχής», εκδ. Σύγχρονη Εποχή)

Η φράση που ακολουθεί μάλλον δεν έχει θέση σε ένα επιστημονικό σύγγραμμα όπως το σλανγκρ, εφόσον δεν υποστηρίζεται από συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία. Την απηύθυνε, με αυτάρεσκο ύφος, δημόσιος υπάλληλος σε συναδέλφους του, εν ώρα υπηρεσίας στο κέντρο της Αθήνας, και την μετέφερε στον λημματογράφο αυτήκοος μάρτυρας της απολύτου εμπιστοσύνης του. Η φράση καταγράφεται για το γαμώτο και για να επισημανθεί η ιστορική συνέχεια κάποιων καταστάσεων.

«Χα-χα, είμαστε Βέρμαχτ ρε μαλάκες !».

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μην παρασύρεστε σε χυδαίους συνειρμούς λόγω των συγκεκριμένων λέξεων. Πρόκειται για σλανγκ των νταλικ(ι)έρηδων και κλαρκατζήδων, σχετική με τον τρόπο φόρτωσης ευρωπαλετών σε εμπορευματοκιβώτιο, κοινώς κοντέινερ.

Όπως είναι ίσως γνωστό, οι τυποποιημένες διαστάσεις της ευρωπαλέτας είναι 120 Χ 80 εκ. και ο όρος «κανόνι» αναφέρεται στην κατά μήκος φόρτωση της παλέτας στο κοντέινερ, ώστε από την ανοιχτή του πόρτα να είναι ορατή η στενή πλευρά των 80 εκ.
Προφάνουσλυ ο χαρακτηρισμός έχει να κάνει με την όψη που παρουσιάζουν τα κενά ανάμεσα στους τάκους της (μ)παλέτας, τα οποία με λίγη καλή φαντασία φέρνουν σε εσωτερικό κάννης κανονιού.

Όταν η παλέτα τοποθετείται κατά τρόπον ώστε απ' έξω να είναι ορατή η πλευρά των 120 εκ. λέμε ότι τοποθετήθηκε στο φάρδος.

Ο εν λόγω συνδυασμός όρων είναι σε μάλλον δευτερεύουσα χρήση ακόμα και από τους ίδιους τους εμπλεκόμενους επαγγελματίες, οι οποίοι χρησιμοποιούν περισσότερο τις εκφράσεις «στο μακρύ της / στο στενό της» ή «στο μήκος / στο φάρδος», όπως και οι κοινοί θνητοί. Την ύπαρξη, όσο και τη σπανιότητα χρήσης αυτών των όρων επιβεβαίωσε στον λημματογράφο ο παρευρεθείς χειριστής ανυψωτικού / φορτοεκφορτωτικού περονοφόρου οχήματος (μην ψαρώνετε, για το πασίγνωστο κλαρκ πρόκειται).

Για να φορτώσεις σωστά, πρέπει να βάλεις δυο μπαλέτες κανόνι τη μία πίσω απ' την άλλη, και απέναντί τους τρεις μπαλέτες στο φάρδος, και να συνεχίσεις έτσι μέχρι την πόρτα του κοντέινερ.

(Όπως τα εξήγησε στον λημματογράφο ο daliqueur).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έτσι ονομάζονται τα πασίγνωστα, όσο και δυσώνυμα μηχανήματα τζόγου slot machines. Ιστορικώς αμερικανικής προελεύσεως, διαδόθηκαν ταχύτατα σε ολόκληρη την υφήλιο. Για τον υπαίτιο της εξάπλωσής τους δες εδώ.

Ο κουλοχέρης είναι γνωστός και ως ληστής με το ένα χέρι, εφόσον τα πρώτα μοντέλα είχαν στο πλάι ένα μοναδικό λεβιέ με τον οποίο το μηχάνημα έμπαινε σε λειτουργία. Δεδομένου όμως ότι τα θύματά του κατέθεταν τους οβολούς τους στη σχισμή του οικειοθελώς και ευχαρίστως, μάλλον θα έπρεπε να αποκαλείται Η μονόχειρ Κίρκη ή κάτι τέτοιο. Οι ενδιαφερόμενοι ας ανοίξουν καμιά Ελληνική Μυθολογία για να πληροφορηθούν τι ακριβώς έκανε η Κίρκη στους ανθρώπους.

Οι πιστοί φίλοι του κουλοχέρη είναι άτομα μεγαλόψυχα και υπεράνω κοινωνικού ρατσισμού, που δεν δίνουν σημασία στην αναπηρία του κολλητού τους, αν και τα ενδιαφέροντα των ιδίων είναι εντελώς διαφορετικά. Σε ανταπόδοση, ο κουλοχέρης υπόσχεται στους πιστούς του της Παναγιάς τα μάτια. Εξ όσων είναι σε θέση να γνωρίζει ο γράφων, η Αειπάρθενος Μαριόγκα διατηρεί ακόμα το 100% της όρασής της, άρα οι υποσχέσεις μάλλον .....

Τέλος, για την αποκατάσταση και την κοινωνική ένταξη αυτού του είδους αναπήρων μεριμνούν ακαταπονήτως οι ευαίσθητοι προϊστάμενοι των αρμοδίων Υπουργείων.

- Ρε τον χαμένονε, τα 'φαγε όλα στον τζόγο και στους κουλοχέρηδες. - Ναι, πολύ άτοιχος μαλάκας, δεν του 'μεινε ούτε ντουβάρι να βαρέσει το κεφάλι του...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη η οποία ήταν σε χρήση από νεαρούς τουλάχιστον στο κέντρο της Αθήνας γύρω στο 1980. Πρόκειται για τη γνωστή πρακτική της εισπνοής αναθυμιάσεων βενζίνης, οι οποίες :

α) Προσφέρουν στον χρήστη μια αισχρή κατά τα φαινόμενα μαστούρα.
β) Του εξασφαλίζουν ένα φρικτό πονοκέφαλο άφτερ.
γ) Του ξεροτηγανίζουν τον εγκέφαλο, εξισώνοντάς τον διανοητικώς με οπαδό του δικομματισμού (στην καλύτερη των περιπτώσεων).

....παίρνεις ένα φουλάρι, το βουτάς στη βενζίνη, το κολλάς στη μύτη κι αρχίζεις να παίρνεις βαθιές ανάσες....έχω κάνει τρεις τζούνες κι έχω πέσει ξερός, οπότε ανοίγει η πόρτα και μπαίνουν οι γκόμενες ρε μαλάκα.....

(περιγραφή του 15χρονου χρήστη Γ.Τ. στον λημματογράφο, εν έτει 1980).

Δεν είναι κακή ταινία. (από Mr. Cadmus, 03/03/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Το παρόν λήμμα δεν έχει άλλο λόγο ύπαρξης ειμή αυτόν της προσπάθειας καθορισμού της ηλικίας ορισμένων σλανγκικών εκφράσεων, πολλές από τις οποίες όχι μόνο χρησιμοποιούνται ευρύτατα και στις μέρες μας, αλλά δείχνουν να έχουν και λαμπρό μέλλον μπροστά τους καθώς συνεχίζουν ακάθεκτες από στόμα σε στόμα, κηπ γουόκιν ένα πράμα.

Η ηλικία των όποιων σλανγκισμών είναι, κττμγ, ένα στοιχείο που σε γενικές γραμμές (μη δαγκώνετε, το ξαναλέω: σε γενικές γραμμές) απουσιάζει από τα λήμματα του φιλότιμου σάητος. Κατανοώ βεβαίως τις τεράστιες αντικειμενικές δυσκολίες που παρουσιάζει το εγχείρημα. Μιλάμε για προσπάθεια βασισμένη στην προσωπική μνήμη, σε μαρτυρίες παλιότερων, ή σε προσφυγή σε λογοτεχνικές κυρίως πηγές. Δεν μπορώ να γνωρίζω την έκταση της βιβλιοθήκης του καθενός, αλλά η καλή μνήμη, το ευαίσθητο αυτί, η εμμονή στη λεπτομέρεια και (εννοείται) η έντιμη καταγραφή είναι εκ των ων ουκ άνευ.

Ανατρέχω στο κάτωθι κατονομαζόμενο πόνημα όχι ως βιβλιοκριτικός, αλλά ως δεινοσαυράκι στον ανθό της νιότης του κατά την ύπνε-που-παίρνεις-τα-παιδιά δεκαετία του '80, για να βεβαιώσω ότι, τις περισσότερες τουλάχιστον από τις εκφράσεις που κατέγραψε ο συγγραφέας, τις χρησιμοποιούσαμε όντως ευρύτατα, τουλάχιστον στα Δυτικά Προάστια.

Από την άλλη, μπορεί να παρατηρήσει ο οιοσδήποτε ότι η γονιμότατη και δημοφιλέστατη έκφραση «τα παίρνω στο κρανίο» απουσιάζει παντελώς από το λεξιλόγιο της εποχής, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν είχε ακόμα επινοηθεί / εκστομιστεί. Επί τω λόγω της δεινοσαυρικής μου τιμής βεβαιώνω από μνήμης το χριστεπώνυμον πλήρωμα του σλανγκρ ότι, πιθανότατα μέχρι και το τέλος των '80 αυτή η περιγραφή του θυμού δεν είχε ακόμα σκάσει μύτη στην πιάτσα. Θα ήθελα να γνωρίσω τον άνθρωπο που επινόησε αυτήν την σαρωτικής παραστατικότητας έκφραση.

Επί της ουσίας λοιπόν, το λήμμα αποτελεί αναίσχυντη (και σχολιασμένη) παράθεση στοιχείων από το βιβλίο του Γιώργου Τουρκοβασίλη «Τα Ροκ Ημερολόγια», που εκδόθηκε τον Μάρτιο του 1984 και ανάγει την προέλευση / διάδοση των εν λόγω εκφράσεων στα μετά την ίσα-μωρή-Λουκία! Μεταπολίτευση χρόνια. Προς επίρρωσιν, να προσθέσω πως, ούτε από μεγαλύτερους σε ηλικία είχα ακούσει ποτέ αυτές τις εκφράσεις, ούτε έχω εντοπίσει καμιά τους στην προχουντική πχ λογοτεχνία.

Τέλος, να επισημάνω ότι κρατάω πάσα επιφύλαξη σχετικά με την περιοχή και την ευρύτητα του κύκλου ανθρώπων στον οποίο γινόταν χρήση αυτών των κακών λέξεων. Μιλάω για τα Νέα Λιόσια (το νυν Ίλιον καλούμενον), το κέντρο Αθήνας και για 15χρονα του 1980 (και αργότερα βεβαίως, αυτές οι λέξεις δεν έσκασαν μύτη όλες μαζί μια ωραία πρωία...).

[...] οι εκφράσεις αράζω, γουστάρω, την ψάχνω, τη βρίσκω, την κάνω, του την πέφτω, τον πάω, το παίζω, την έχω δει, με τρέχουν, φάση, κουφό κλπ [...] από άτομα περιθωριακά [...] πριν οκτώ χρόνια ήταν η γλώσσα ενός μικρού κύκλου ατόμων, απλώθηκαν σιγά σιγά [...] η γλώσσα των «αλητόβιων ροκάδων» πέρασε σιγά σιγά στους κυριλέδες [...]
(Σ.Σ. τουλάχιστον οι λέξεις «αράζω» και «γουστάρω» είναι πολύ παλιότερες).

[...]το πασίγνωστο να τη βρω, εξελίσσεται στο να τη δω, να την ακούσω (θες να σου δώσω κάτι να την ακούσεις ;).
Το έπαθα πλάκα έγινε σαλτάρισα, τάχω παίξει, μου 'φυγε η ψυχή, έπαθα μουνόπλακα ή μουνίλα, μουνόπαθα, κωλόπαθα.

[...]πέντε τουλάχιστον λέξεις επανέρχονται επίμονα: άτομο, κωλώνω, σωστός, ξενέρωτος και αντιδραστικός. Δε λένε «κάποιος πέρασε», αλλά «πέρασε ένα άτομο» [...] αντί «τον βλέπω», «βλέπω το άτομο» [...] υποδηλώνεται ένας σεβασμός για την προσωπικότητα [...] Όταν δεν κωλώνεις είσαι σωστός [...] είναι αυτός που δεν ξεπουλιέται και δεν ξεφτιλίζεται [...] ξενέρωτος [...] βρίσκεται σε πρόσκαιρη στέρηση [...] μεταφορικά ο άκεφος, άσχετος σε μιά παρέα ή σε μιά κατάσταση [...] συναισθηματικά αμέτοχος [...] Αντιδραστικός [...] έχει πάρει αντίθετη σημασία [...] προοδευτικός, επαναστάτης που αντιδρά [...]
(Σ.Σ. η λέξη «κωλώνω» είναι πολύ παλιότερη. Πρόχειρο παράδειγμα το κείμενο «Σκούρα» του Ιωάννη Κονδυλάκη. Τη λέξη «αντιδραστικός» με αυτή την έννοια ούτε την άκουσα στις παρέες μου, ούτε τη χρησιμοποίησα ποτέ).

[...]Το σκαπουλάρω έγινε την κάνω, την πουλεύω (τον πούλο! = δρόμο!, ενώ πήρα τον πούλο= με ρίξανε).
(Σ.Σ. Εν τούτοις, το ρήμα «πουλεύω» = πεθαίνω καταγράφεται από τον Χρόνη Μίσσιο ως έκφραση του υποκόσμου ήδη από τα χρόνια του Εμφυλίου. Όσο για το παλιό «σκαπουλάρω», θυμάμαι ότι το χρησιμοποιούσαμε αποκλειστικά με την γνωστή έννοια ξεφεύγω, διαφεύγω, την οποία έχει άλλωστε και το ταυτόσημο ιταλικό scapolare. Επικουρικώς, υπήρχε και ο τύπος τη γλύταρα, αντί του ορθού τη γλύτωσα).

[...]Το μπανίζω έγινε κοζάρω. Το με καμία κυβέρνηση έγινε ούτε με σφαίρες κλπ.

[...]Καλοκαίρι του '82: A: «Τι μουσική είναι αυτή ;» Β: «Μουσική τρόμπα, τι θες να 'ναι ;» Γ: «Είναι νιού γουέηβ. Ροκ». Β: «Το νιού γουέηβ δεν είναι ροκ, είναι τρόμπα ροκ!» [...]
(Σ.Σ. δες και διάφορα σχόλια εδώ).

[...] οπότε κάνει αυτός «επειδή μας πρήξατε, θα σας βαβουριάσουμε τώρα!» [...]
[...]To '76 πρωτάκουσα τη λέξη βαβούρα, που σήμαινε θόρυβο, φασαρία [...] υπάρχει ορχήστρα με αυτό το όνομα [...] είναι σήμερα όρος μουσικός [...] «το μεγάφωνο κατεβάζει πολλή βαβούρα» [...] «παλιά άκουγα βαβούρα» κι εννοούν heavy metal.
(Σ.Σ. θα ήταν ενδιαφέρουσα μια καταγραφή της διαδρομής της μεσαιωνικής, μη σλανγκικής λέξης «βαβούρα» από τα χρόνια του Βιτσέντζου Κορνάρου, ή και πιό πριν, μέχρι τη Μεταπολίτευση, από την οποία και μετά η λέξη έχει αποκλειστικά αργκοτική απόχρωση. Ίσως ο φερώνυμος Τζώνυ και το συγκρότημά του; Βδγ, ρήμα στον Ερωτόκριτο: βαβουρίζω. Ρήμα της τελευταίας 30ετίας: βαβουριάζω. Κατ' αναλογία προς το ήδη ρεμπέτικο «μανουριάζω»;).

[...] και κάναν όλοι μαζί ουά, ουά...κάτι σβομπίλοι εκεί πέρα[...]
(Σ.Σ. Την αγνώστου ετύμου, ξεχασμένη πλέον λέξη «σβομπίλος» τη χρησιμοποιούσαμε, τουλάχιστον μέχρι το '80-'81 με την σημασία: χαζός, μαλάκας. Ξαναδιαβάζοντας το βιβλιαράκι την ανέσυρα από τα πλέον κονισαλέα ερμάρια της μνήμης μου, και ο παντεπόπτης γούγλης απέδωσε απίστευτα αποτελέσματα. Κατόπιν τούτου, τι να πω κι εγώ ο φτωχός ;. Η λέξη πάντως υπήρχε, και μάλιστα η κλητική της ήταν σε -ο: Άντε ρε σβομπίλο!)

[...]Ενδιαφέρον έχουν και οι παρακάτω φράσεις:
στανιάρησα = μαστούρωσα, χόρτασα (Σ.Σ. δεν θα χαρακτήριζα ακριβή την ερμηνεία)
ξενέρωσα = συχάθηκα, βαρέθηκα
είμαι νεκρός = δεν έχω λεφτά (Σ.Σ. χρησιμοποιούσαμε επίσης την έκφραση είμαι τσέτουλα= άφραγκος, η οποία είναι βεβαίως πολύ παλιότερη, όπως μας πληροφορεί ο Πονηρόσκυλος).
είμαι στην πείνα = μου λείπει κάτι για καιρό
κάνω κεφάλι = στανιάρω (Σ.Σ. πάλι κομματάκι φάλτσο)
κολλητά = τώρα αμέσως
τανζανιάρης = άτακτος (Σ.Σ. με προβληματίζει το -ν-, αν δεν πρόκειται περί τυπογραφικού λάθους. Αποκαλούσαμε ταρζανιά την ριψοκίνδυνη και επιδεικτική συμπεριφορά. Για τους βιρτουόζους επιδειξίες σε μπιλιάρδο, μπάλα κλπ χρησιμοποιούσαμε, λίγο, το προφανούς ετυμό ρήμα ζιγκολάρω και, πολύ λιγότερο, την έκφραση ζογκλερικές ενέργειες).
λινάτσα, λέζος, λινός = κωλόπαιδο, κουφάλα (Σ.Σ. αν θυμάμαι καλά, είχε περισσότερο την έννοια του φλώρου. Τη λέξη «λέζος» την αγνοώ).
ρύζι = κορόιδο (Σ.Σ. αγνοώ την έκφραση)
ποίημα = ψέμα (Σ.Σ. έχει να κάνει περισσότερο με το χαφιεδιλίκι και δη εντός φυλακής, όπως μας διαβεβαιώνει ο Πετρόπουλος).
παραμύθα = ηρωίνη
γαμιστερός = ωραίος.

[...]γι αυτούς που πηγαίνουν στις ντίσκο [...] λέγαμε βουτυρόπαιδο, σοκολατόπαιδο (Σ.Σ. λέξη που εμφανίζεται σε τραγούδι του Σαββόπουλου στο μεταπολιτευτικό «Δέκα χρόνια κομμάτια»). Μετά έγινε καρεκλάς. Μετά έγινε κυρίζι (Σ.Σ. βλέπε σχόλια ΜΧΣ και Χότζα εδώ) , κυριλές, κυριλόβιος, ξενέρωτος, ξενέρι, φλώρος, ντισκάς, ντισκόβιος, γκίραπας ή γκιράπης, τυρί, φλούφλης, και τσινάρι (ειδικά στη Θεσσαλονίκη). Οι ντισκάδες λέγανε τους ροκάδες αλήτες, λεχάρια, φρικιά [...] Η λέξη αυτή (φρικιό) έχει [...] πέντε καταλήξεις: φρικιό, φρικιάρης, φρίκος, φρικάς, φρίκουλος.
[...]με τις καταλήξεις θα δημιουργούσαμε [...] φρικιά, χιπιά, πανκιά, φλώρια, τσόλια, φρικάς, ροκάς, ντισκάς, σοουλάς, μπλιτσάς, χεβυμεταλάς, σκυλάς [...] κλεφτρόνι, πρεζόνι, πουστρόνι, γυφτρόνι, παιχτρόνι. Ενώ κατά το παλιό καφενόβιος: μηχανόβιος, αλητόβιος, κυριλόβιος, λαϊκόβιος, ντισκόβιος, πανκόβιος, στρατόβιος, φυλακόβιος, μπλακσαβατόβιος...
(Σ.Σ. στη λέξη «τυρί» δίναμε την έννοια: πλαδαρός, αγύμναστος φλώρος. Ενδιαφέρουσα αντίστιξη με το ψωμί, που επίσης χρησιμοποιούσαμε).
........................................................................................................
Αυτά (ουφ!). Τι με κάνατε και θυμήθηκα ρε μπαγάσηδες... και πόσα λίνκια... (δ)ράκος έγινα... Αιτούμαι πενθαήμερος αγροτική άδεια για να μαζέψω τα κομμάτια μου. Όσο θα λείπω, εσείς δείτε εϊτίλα και ογδόνταζ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σταντέ φράση επαιτών στο Μετρό, ΗΣΑΠ, ΕΘΕΛ, σε χρήση περίπου την τελευταία 15ετία. Ενίοτε συνοδεύεται από επίδειξη φωτοτυπημένων εγγράφων τα οποία αποδεικνύουν ότι ο φέρων ή κάποιος πρώτου βαθμού συγγενής του πρόκειται να υποβληθεί σε κάποια επέμβαση καθώς πάσχει από τα εφτά κακά της μοίρας του, και τα οποία κανείς δεν ενδιαφέρεται να εξετάσει ενδελεχώς (τα έγγραφα, όχι τα κακά). Συνήθως πηγαίνει πακέτο με εκφράσεις όπως:

  • Ζητώ συγγνώμη για την ενόχληση,
  • Δεν είμαι ζητιάνος/α,
  • Η ανάγκη με έκανε να...,
  • Ζητώ την αγάπη σας,
  • Αν θέλετε και αν μπορείτε...,
  • Πάρτε μου (ή κρατήστε μου) ένα χαρτομάντιλο / στυλό / αναπτήρα...,
  • Σας εύχομαι πάνω απ' όλα υγεία.

Ανεξαρτήτως του υπαρκτού ή ανύπαρκτου, μικρού ή μεγάλου ποσοστού των ανθρώπων αυτών το οποίο βρίσκεται σε πραγματική ανάγκη, λόγω του πανομοιότυπου των εκφράσεων δικαιούμαστε να υποθέσουμε ότι η λημματογραφούμενη δήλωση προέρχεται από κλαδική επαγγελματική αργκό. Κάποιος καχύποπτος θα μπορούσε και να ισχυριστεί ότι η επιμόρφωση αυτών των ικετών έλαβε χώρα στο ίδιο εκπαιδευτήριο και από τους ίδιους καθηγητές.

Στην ίδια κατηγορία επαγγελματικής αργκό γραπτής όμως θα πρέπει μάλλον να ενταχθούν και οι ταμπέλες που εμφανίζονται κατά περιόδους σε διάφορα προάστια, και οι οποίες ενημερώνουν τους περαστικούς ότι στην εγγύς περιοχή ταλαιπωρείται σε παράπηγμα «Ηκογένια με οχτό πεδιά, άροστο πατέρα και κατάκητη μάνα». Το αξιοπρόσεκτο σε αυτές τις εκκλήσεις είναι η ομοιομορφία των ανορθογραφιών, ανεξαρτήτως του αν οι εν λόγω ταμπέλες εμφανίζονται πχ στο Περιστέρι, τη Νέα Σμύρνη ή το Χαλάνδρι. Ο λημματογράφος μιλά αποκλειστικά για πράγματα που έχει δει με τα ματάκια του (αλλά δεν σκέφτηκε ούτε στιγμή να φωτογραφίσει ας πούμε, πού να 'ξερε βέβαια ότι μια ωραία ημέρα θα έπεφτε πάνω στο σλανγκρρρ. Μα τι κάθομαι και γράφω ο πούστης βραδιάτικα;).

- Κυρίες και κύριοι ζητώ συγγνώμη για την ενόχληση, πρόκειται να κάνω εγχείρηση στο κεφάλι και δεν έχω τα οικονομικά μου έξοδα. Αν θέλετε και αν μπορείτε...Ευχαριστώ πολύ...Η Παναγία να σας έχει καλά...

Κάτι παρόμοιο μετά το 10:30. (από PUNKELISD, 07/03/12)(από HODJAS, 07/03/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προσωνύμιο που δόθηκε το 1944 από τον λαό στον πολιτικό Γεώργιο Παπανδρέου, ο οποίος πολύ αργότερα αποκλήθηκε και «Γέρος της Δημοκρατίας».
(Παλιά λαϊκή παροιμία : «Ό,τι κάνεις το καλοκαίρι στη θάλασσα θα το βρεις τον χειμώνα στο αλάτι σου» = Βάλε στο ψυγείο τα σκατά του '44. Φτάνουν για να κολατσίσεις και το '61, και το '65, και το '67).

Το παρατσούκλι αποτελεί εμφανέστατη αναφορά στο πασίγνωστο παίγνιο της ανευρέσεως του ιερέως(here the priest, there the priest, where the fuck's the bloody priest ;). Ο αφελής που ποντάρει τις ελπίδες του, διαπιστώνει συντόμως ότι ο ιερεύς την έχει κάνει κατσίκα από την υποτιθέμενη θέση του, και μαζί του έχει πάρει το μπαγιόκο, τις δημοκρατικές ελευθερίες και το τζάμπα χυμένο αίμα του κορόιδου. Όταν το ένα τραπουλόχαρτο είναι ο ιπποπόταμος με το πούρο, το άλλο ο ανδρείος εύζωνος και το τρίτο ο παπάς (ρήγας ή βασιλιάς), οι πιθανότητες του θύματος να κερδίσει, έστω και τυχαία, εκμηδενίζονται. Ψαγμενιά το άθλημα...

Ένας επιτυχημένος παπατζής οφείλει να είναι πραγματική γάτα, και η τέχνη του κληρονομείται από γενιά σε γενιά, σε σημείο που έγκριτοι γενετιστές να ερίζουν για το κατά πόσον αποτελεί πλέον στοιχείο ενσωματωμένο στο DNA του καλλιτέχνη.
(Παλιές λαϊκές παροιμίες : «Άλλη μου 'δειξες, άλλη μου 'μπηξες» = Οι βάσεις φεύγουν - Ο αγώνας δικαιώνεται, Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες, Το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, ο Λαός στην εξουσία κλπ.

«Λεφτά υπάρχουν» = Γιωργάκη τόνε λέγαμε, μα Γιώργαρος μας βγήκε).

  1. [...]πλαστογραφεί ανενδοίαστα την Ιστορία [...]
    - [...]οι στρατιώται της Μεγάλης Βρετανίας [...]μας υπεσχέθησαν ότι θα επανέλθουν ελευθερωταί. Και σήμερα τηρούν τον λόγον των [...]
    Το πλήθος τον διακόπτει :
    - ΕΑΜ...ΕΛΑΣ...
    - Λαοκρατία.
    Στο μπαλκόνι ο Παπανδρέου είναι ασυναγώνιστος΄ χωρίς ο λόγος του να έχει κάποιο πολιτικό μέγεθος, επιβάλλεται στο πλήθος με περίτεχνες ρητορικές αποστροφές οι οποίες φθάνουν έως το αλησμόνητο :
    - Πιστεύομεν και εις την Λαοκρατίαν.
    Πήγαινε γυρεύοντας για το προσωνύμιο «παπατζής» που θα τον ακολουθεί στην υπόλοιπη ζωή του.

(Διον. Χαριτόπουλου «Άρης, ο αρχηγός των ατάκτων», εκδ. Εξάντας.)

  1. Καλήν εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας
    Χριστού τη θεία γέννηση να πω στ' αρχοντικό σας.
    Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει
    αλλού οι λαοί αγάλλονται κι εδώ οι δωσίλογοι όλοι
    [...]
    μα όπου κι αν εχτύπησε, παντού σ΄όλες τις θύρες
    για νοίκι του ζητήσανε χρονιάτικο και λίρες
    κι ο Ιωσήφ εκίνησε στο σπήλαιο με φούρια
    κι εκεί τον εδεχτήκανε τα βόδια, τα γαϊδούρια.
    Γιατί εκείνα ήτανε ω φίλοι συμπολίτες
    γαϊδούρια κι όχι σύγχρονοι μεγαλοϊδιοκτήτες.
    [...]
    Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι το «Δόξα εν υψίστοις»
    του Παπαντρέου φάνηκε η δόλιά του πίστις.
    Πιστεύομεν πιστεύομεν ο παπατζής φωνάζει
    κι όλοι, εχθροί και φίλοι του με δαύτον κάνουν χάζι.
    [...]
    Εκ της Περσίας έρχονται τρεις μάγοι με τα δώρα
    να φέρουν λίγη ενίσχυση στη δόλια μας τη χώρα.
    Τον λίβανο τον πήρανε χωρίς ποσώς ν΄αργήσουν
    οι βουλευτές μες στη Βουλή τον Σματς να λιβανίσουν.
    Και τον χρυσό τον άρπαξαν ευθύς σαν τα κοράκια
    και τον κατασπατάλησαν και φέρνοντας χτενάκια*
    [...]

(Χριστουγεννιάτικα κάλαντα από τον Ρίζο της Δευτέρας, 1946, όπως τα θυμάται ο τότε 13χρονος φάδερ).

*χτενάκια= αναφορά στις πρώτες πλαστικές τσατσάρες που εκείνη την εποχή εμφανίστηκαν στην ελληνική αγορά.

(από nobody, 10/03/12)Το «αυτό» της ιρονίκ. (από vikar, 18/01/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο λημματογράφος, από την υπεύθυνη δημόσια θέση που κατέχει, διαψεύδει κατηγορηματικά και μετά βδελυγμίας τις φήμες σύμφωνα με τις οποίες :

α) Υπήρξε ποτέ ή υπάρχει πολυεθνική Εταιρεία με το όνομα Miesens.

β) Η εν λόγω Εταιρεία είχε / έχει θυγατρική στην Ελλάδα.

γ) Ο φερόμενος ως πρόεδρος της υποτιθέμενης θυγατρικής της προειρημένης ανύπαρκτης Εταιρείας τηγκανά υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες και για ασαφείς λόγους από την Ελλάδα προς γερμανόφωνη χώρα της Β. Ευρώπης.

δ) Γόνος επιφανούς Έλληνα πολιτικού δέχτηκε ως δώρο ηλεκτρικό και ηλεκτρονικό εξοπλισμό από την (είπαμε) ανύπαρκτη Εταιρεία.

Επιπλέον, ο λημματογράφος, με την αίγλη του Καθηγητού Γλωσσολογίας, καταρρίπτει άπαξ και δια παντός τα φληναφήματα σύμφωνα με τα οποία η λημματογραφούμενη λέξη γράφεται κομπραδώρος ως δήθεν προερχόμενη από το όνομα εξωτικού ερπετού με ισχυρότατο δηλητήριο και την ελληνική λέξη δώρο.

[...]η λέξη, βλέπετε, ανήκει στο λεξιλόγιο των κομουνιστών [...]
Η λέξη είναι comprador από τα πορτογαλικά, και σημαίνει κανονικά «αγοραστής» (ίδια και στα ισπανικά, compratore στα ιταλικά). Στην Κίνα οι κομπραδόροι ήταν οι επικεφαλής του ντόπιου προσωπικού των ξένων εταιρειών και ταυτόχρονα οι μεσολαβητές ανάμεσα στα ξένα αφεντικά και τους ντόπιους πελάτες. Από τον ρόλο αυτών των διαμεσολαβητών, ο όρος επεκτάθηκε σε όλα τα αποικιοκρατικά καθεστώτα και στο κομμάτι της αστικής τάξης που γίνεται υποχείριο των ξένων συμφερόντων. Στα νεοαποικιοκρατικά καθεστώτα η τάξη αυτή (comprador class, comprador bourgeoisie, comprador capitalists) εξακολουθεί να λειτουργεί εξυπηρετώντας τα συμφέροντα του διεθνούς καπιταλισμού, για να βλογάει και τα δικά της γένια. This way please.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έτσι ονόμαζαν οι αγωνιστές της Αντίστασης το γερμανικό πιστόλι Luger P08 ή το πιο εξελιγμένο, σύγχρονό του Walther P38, που έφεραν και την διακριτική ονομασία Parabellum από τον τύπο φυσιγγίων που χρησιμοποιούσαν. Η παραφθορά σε «μαραμπέλ» προέκυψε επειδή οι αντάρτες δεν είχαν και σπουδαίες επιδόσεις στα λατινικά, μειονέκτημα το οποίο εξισορροπούσαν κάνοντας εξαιρετικά καλή χρήση του εν λόγω όπλου, όποτε το έβαζαν στο χέρι.

Πηγή έμπνευσης στάθηκε η τουρτούρα του Παπαντώνη.

[...] τραβάμε κι οι τρεις τα πιστόλια. Είχες τότε μια Μπερέτα ιταλικιά, μικρό και καλό εργαλείο, εγώ ένα μικρό Σμιθ, κι ο Νικόλας το κανόνι της ομάδας, κείνο το Μαραμπέλ το γερμανικό.

(Χρόνης Μίσσιος «...καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», εκδ. Γράμματα).

Τα ξενόφερτα σιδερικά δεν άργησαν να φτάσουν στην Ελλάδα. Το Σμιθ, η Μπερέτα, το Μπράουνιγκ, ήσανε γνωστές μάρκες όπλων. Και κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο το πιστόλι Μάραμπελ (έτσι έλεγε το Parabellum ο λαουτζίκος).

(Ηλ. Πετρόπουλος «καπανταήδες και μαχαιροβγάλτες», εκδ. Νεφέλη).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία