Μαλακκισμένη λεξιπλασία που μου κατέβηκε στη γκλάβα και είπα να μη σας τη στερήσω.

Θειούχος το λεπόν ανεψούδια είναι ο έχων θείο, ήτοι μπάρμπα, και δη έλκοντα την καταγωγή από την Κορώνη Μεσσηνίας.

Μη γελάτε ρε κοπρόσκυλα, μπορεί σε κάτι χρόνια να είναι διαδεδομένη σλανγκιά :-P

Υ.Γ. Παρακαλούνται οι χημικοί του σάιτ να μας εξηγήσουν τη διαφορά μεταξύ θειούχου, θειώδους και θειικού.

- Ρε την κουφάλα τον Γλειψαρχίδογλου, την πήρε τη μετάθεση από Κάτω Σέκλανα για τα κεντρικά.
- Ρε το μπούστη, πώς τα κατάφερε;
- Είναι θειούχος ρε σύ.
- Τι είναι λέει;
- Θειούχος ρε μαλάκα, έχει θείο, μπάρμπα, πώς το λένε ...
- Ε και; Κι εγώ έχω, ρε μαλάκα.
- Απ' την Κορώνη;
- .............

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτή η σύντομη καταχώριση επέχει θέση ταπεινής προσθήκης και φόρου τιμής σε αυτό εδώ το ιπτάμενο, οινο-πνευματώδες λήμμα, του οποίου δεν είναι άξια ούτε τα ποδάρ.... εεε τα ποτήρια να πλύνει.

Γνωρίζω παλαιόθεν αυτή την συνώνυμη της ντίρλας και του κουρούμπελου έκφραση, ενίοτε τη χρησιμοποιώ κιόλας, αλλά αγνοούσα ότι πρόκειται περί ιδιωματισμού της Δυτικής Ελλάδας, από Πελοπόννησο και Ήπειρο μέχρι Κέρκυρα, σύμφωνα με τα διαδικτυακά ευρήματα.

Στον ήδη υπάρχοντα ορισμό κάτι είχε σχολιάσει ο Τζήζαντας, προφ το μεθύσι εννοούσες Χριστούλη μου. Εκμεταλλεύομαι την χικ! πραότητα και την καλοσύνη Σου για να το χικ! καταγράψω ως ξεχωριστό λήμμα.

  1. Δαυλί: Καιόμενο ξύλο - μεθυσμένος πάρα πολύ («αυτός έγινε δαυλί«) Μπιρ ντουβάρ μπενίμ

  2. Μετά από ένα με ενανίμισυ χρόνο, ο μασκαράς ο Μπάλιος, μεθυσμένος γκρεμοτσακίστηκε από τ' άλογο και σκοτώθηκε. Λέγανε τάχατις ότι πρόγκηξε τ' άλογο και αυτός ήτανε δαυλί στο μεθύσι, το πέταξε τ' άλογο και πιάστηκε το ένα του πόδι στη σκάλα της σέλλας του [...] μπιρ ντουβάρ

  3. Δαυλί: Αναμένο κομμάτι ξύλου, μεταφορικά ο μεθυσμένος. σενίν.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δεν πρόκειται για κάποιο τετραψήφιο αριθμό σύνδεσης με κάποια υπηρεσία του Ελληνικού Δημοσίου.

Είναι συνδυασμός συμβολικών αριθμών σε χρήση στους κύκλους των χρυσαύγουλων και των ομοϊδεατών τους της αλλοδαπής. Εφόσον το 88 το έχουμε, ας καταγραφεί εδώ ότι το 14 συμβολίζει το εκ δεκατεσσάρων λέξεων ρατσιστικό σλόγκαν του David Lane «We must secure the existence of our people and a future for White Children», ή, εναλλακτικά, «Because the beauty of the White Aryan woman must not perish from the earth».

Δεδομένου ότι οι ως άνω φράσεις πραγματεύονται την ανωτερότητα της αρίας φυλής, προσωπική άποψη του γράφοντος είναι ότι οι 14 λέξεις συνιστούν αφόρητο βερμπαλισμό.

Θα αρκούσε μία και μόνο: Παπ-αριές.

14/88
ΗΣΑΣΤΑΝ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
ΗΜΑΣΤΕ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
ΕΡΧΟΜΑΣΤΕ

@14/88
Τώρα εσύ με αυτό το nickname είσαι Έλληνας πατριώτης ; Εκτός και αν απευθύνεσαι σε Γερμανούς (αν και δε νομίζω ότι θεωρούν τους ναζί πατριώτες).

(Χοντρικά και από μνήμης αυτό. Ανταλλαγή σχολίων σε ιντερνετικό ειδησεογραφικό σάιτ).

SIEG HEIL 14/88!! DIE FAHNE HOCH!!! THA TOUS KSESKISOUME TOUS THOLOKOULTOURIARAIOUS ANARXOAPLYTOUS KAI THA TOUS STILOUME STA STATOPEDA SYNGKETRVSIS NA GINOYN SAPOYNI!!! ELLAS H TEFRA!!! HEIL HITLER!!!

(Ρε ασιχτίρ που θα βάλω και το λίνκι...)

(από Vrastaman, 10/09/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Λήμμα-αποχαιρετισμός στο καλοκαιράκι).

Εξάρτημα του ψαροντούφεκου, που συνδέει μεταξύ τους τα δύο λάστιχα. Αποτελείται από ένα σιδεράκι σε σχήμα Λ, στου οποίου τα κάτω άκρα είναι προσαρμοσμένα δύο καμπανοειδή πλαστικά καβλιτζέκια με εσωτερικές βόλτες, τα οποία βιδώνουν στις αντίστοιχες κεφαλές των λάστιχων. Υφίστανται όμως και σκοινένιες καμπάνες.

Η κορυφή του μεταλλικού Λ (είτε μονοκόμματη στην περίπτωση της απλής καμπάνας, είτε αρθρωτή, οπότε μιλάμε για σπαστή καμπάνα), όταν τεντώνονται τα λάστιχα πιάνει στις ad hoc εγκοπές της βέργας για να οπλίσει το εργαλείο.

Όποιος φιλοτιμηθεί ας χώσει κάνα μήδι, ο Αύγουστος δεν βελτίωσε διόλου τις πενιχρές κομπιουτερικές μου επιδόσεις. Είχα άλλα πράματα να κάνω. Τις εξ υμών έχει κολυμπήσει παρέα με θαλάσσια χελώνα σε οχτώ μέτρα βάθος; Χα!

(Διστάζω να καταχωρίσω το λήμμα ως επαγγελματική αργκό. Η υποβρύχια αλιεία δεν είναι επάγγελμα. Εξαιρούνται κάτι καθίκηδες που βουτάνε παρανόμως νύχτα με προβόλια και μπουκάλες και δεν αφήνουνε λέπι κάτω. Ελπίζω στην επόμενη κατάδυσή τους να σπάσει η καμπάνα του όπλου τους ακριβώς τη στιγμή που θα τους την πέφτει μια εξαγριωμένη, δίμετρη σμέρνα η οποία θα τους κολατσίσει τα καλαμπαλίκια και ό,τι άλλο κρεμάμενο βρει).

  1. Η καμπάνα είναι το εξάρτημα που μεταφέρει τη δύναμη του λάστιχου στη βέργα. Υπάρχουν απλές και σπαστές [...] και δετές [...]

  2. Οι καμπάνες είναι προτιμότερο να είναι δετές. Τέρμα στις μεταλλικές καμπάνες!!

  3. [...] έχω ένα πρόβλημα δν μπορώ να το οπλίσω [...]
    Δοκίμασε να το συνηθίσεις και μετά από μερικές βδομάδες θα σου φαίνεται αστείο. Απλά επειδή έχει μεταλλική καμπάνα [...] βεβαιώσου ότι έχει πιάσει καλά στην εγκοπή.

Όλα από το δίχτυ.

Ιδού ο μηχανισμός (από sstteffannoss, 28/08/12)Ιδού η το σύστημα (από sstteffannoss, 28/08/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλιομοδίτικο (μπα σε καλό μου, πώς μού συνέβη εμένα αυτό;) σλανγκοτέτοιο, πώς τα λένε μωρέ αυτά με τα τρία γένη, επίθετα νομίζω, που τεσπα έχει την έννοια του ύπουλου, του άτιμου, του αναξιόπιστου, του μπαγάσα, ενίοτε όμως και με μια χαϊδευτική νυάνς μεγαλόψυχης ανεκτικότητας τ. «βρε τον κερατά!».

Γιά κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο η λέξη δεν επιβίωσε ούτε στον γραπτό, ούτε στον προφορικό λόγο μετά την δεκαετία του '60, άντε πρώιμα '70. Πιθανώς η πίστη της να μην ήταν και τόσο βαθιά, ή τα κέρατά της να μην χωρούσαν να διαβούν τις πύλες της Μεταπολίτευσης. Who nose....

  1. - Ψόφησε, ρε, ψόφησε;
    - Τώρα πιά, τα κακάρωσε!
    - Μωρέ, εφτάψυχο το κερατόπιστο! Τρείς ώραις έκανε να ξεψυχήση!
    - Ζωή σε λόγου σου!
    - Βρε, το άτιμο!

(Μιχαήλ Μητσάκης «Θεάματα του Ψυρρή» (1890).
Μιχαήλ Μητσάκης «Πεζογραφήματα», εκδ. Νεφέλη 1988.
Η μοναδική (αρκούδως φρικτή) ιντερνετική αναφορά στη λέξη μνημονεύει αυτό το κείμενο και βρίσκεται εδώ).

  1. - Τι θα με κάνεις; Θα με δείρεις;
    - Όχι εσένα. Τον κόκκινο που 'χεις μες στην ψυχή σου.
    - Δε χωρίζουνε. Θα σκοτώσεις κι εμένα;
    - Έχουμε μιά μέθοδο που τα χωρίζει. Το «πλύσιμο».
    - Δε βγαίνει. Το μικρόβιο αυτό, Μακ, είναι πολύ κερατόπιστο. Άκου το αυτό από μένα. Σκοτώνεις τον άνθρωπο, μα το μικρόβιο δε σκοτώνεται.

Ο Μακ καταξέσκισε ένα πανάκριβο πούρο.
- Στο διάολο, είπε. Αυτή η κερατόπιστη Ελλάδα μού χάλασε δυό Αμερικανίδες!

(Μεν. Λουντέμη «Λύσσα». Πρέπει να το διέπραξε εξηντατόσο, άντε το πολύ εβδομηντακάτι, ώχου μωρέ κουμπάρε, δε μ' απαρατάς με τα σορόπια πρωινιάτικα λέω 'γω...).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εφόσον το αφεντικό επιτρέπει τις λεξιπλασίες, αφιερώνοντας τους μάλιστα και ειδική κατηγορία, και μιας και κάνει τέτοια ζέστη, είπα κι εγώ να μαλακκιστώ λίγο μπας και δροσίσει.

Το ρήμα του ορισμού λοιπόν παράγεται από τα αρχ. ελληνικά (τα) μάλα = πάρα πολύ + ακκίζομαι = κάνω νάζια, χαριεντίζομαι.

Και ναι, σωστά καταλάβατε, πρόκειται για την καθημερινή συνήθεια των συντελεστών των μεσημεριανάδικων, ατόμων στα οποία αφιέρωσα ήδη πολύ χρόνο και λέξεις, οπότε το κόβω εδώ.

- Έχεις ντιπ αποβλακωθεί ρε χάπατο, πιάσε το τηλεγαμίδι και κλείστην τη γαμημένη, πάλι τις χαμούρες να μαλακκίζονται κοιτάς ;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μάλλον παλιομοδίτικο σλανγκορήμα που έχω δεκαετίες να ακούσω να χρησιμοποιείται στην καθημερινή ομιλία. Επειδή τα φράγκικά μου είναι μάλλον φτωχά, άνοιξα κι εγώ το Le Petit Robert όπου και έμαθα τα εξής ενδιαφέροντα:

Το ρήμα adresser σημαίνει μεταξύ άλλων α) εξαπολύω πλήγμα προς κάποια κατεύθυνση και β) παραπέμπω σε αρμόδιο (και, συνεκδοχικά, λέω εγώ τώρα, καθοδηγώ/υποδεικνύω σε κάποιον την ενδεδειγμένη ενέργεια). Προφάνουσλυ, από αυτή την δεύτερη έννοια προκύπτει και η σημασία εκπαιδεύω που έχει το ρήμα, γούτσου-γούτσου το καλό σκυλάκι, άμα δεν μού φέρεις τις παντόφλες μου δεν έχει κοκό.

Αν και, όπως ελέχθη, η χρήση του ρήματος έχει μάλλον υποχωρήσει έως εξαφανιστεί στον καθημερινό λόγο, εν τούτοις αυτό διασώζεται ακόμα στο νέτι και με μιά τρίτη σημασία, την οποία ομολογώ ταπεινά (είμαι ένα άθλιο φίδι) πως αγνοούσα. Αυτήν της επένδυσης / επικάλυψης κάποιας επιφάνειας με κάποιο υλικό, έννοια η οποία όμως πρέπει να ανάγεται στο αγγλικό ρήμα to dress. Επειδή όμως εδώ μπαίνουμε σε τεχνικά θέματα, να υπενθυμίσω ότι σας έχω ματαίως ξαναζητήσει να μη με μπλέκετε σε τέτοια δύσκολα.

  1. [...] (ο Πολυδεύκης) του ντρεσάρει ένα κροσέ, πάρτον κάτω τον Άμυκο και μάλιστα νεκρό. Έτσι καθαρίζουνε τα παλληκαράκια.

(Από μνήμης αυτό, από την Ελληνική Μυθολογία του Τσιφόρου. Δεν ξέρω πότε ακριβώς την έγραψε, αλλά σίγουρα θα είχε αντικειμενική, σοβαρότατη δυσκολία να τη γράψει μετά το 1970 αν με εννοείτε...).

ΜΕΘΟΔΟΣ ΡΑΠΙΣΜΑΤΟΣ 1) Low Tech
ΧΑΣΤΟΥΚΙ -ΣΥΝΟΔΕΥΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ «ΝΑ ΣΟΥ ΝΤΡΕΣΑΡΩ ΚΑΜΜΙΑ ΜΑΠΑ».
ΣΕ ΜΕΤΡΙΑ ΑΝΕΠΤΥΓΜΕΝΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΣΥΝΔΕΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ «ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ»! εδώ.

ΘΕΕ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΙ ΔΕ ΘΑ ΕΔΙΝΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΟΥΝ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΣΟΥ ΗΛΙΑ ΝΑ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΤΗΣ ΝΤΡΕΣΑΡΩ ΤΙΣ ΜΑΠΕΣ ΠΟΥ ΤΗΣ ΑΞΙΖΟΥΝ
(κι αυτό διαδικτυακό).

  1. Ο ΝΤΡΕΣΑΡΙΣΜΕΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ. Είναι, άραγε, η γυναίκα υποδουλωμένη στην καταπιεστική εξουσία των ανδρών; Παρ' όλο που είναι φεμινίστρια, η Εστέ Βιλάρ υποστηρίζει το αντίθετο: Υποδουλωμένος είναι ο άνδρας, που αμείλικτα τον «εκμεταλλεύεται» η γυναίκα. «Από μικρό τον μαθαίνουν να υπακούει στη γυναίκα: στη μητέρα του, στη συμβία του και μητέρα των παιδιών του αργότερα. Η γυναίκα με την κατάλληλη χρησιμοποίηση του σεξ, δαμάζει τον άντρα της, τον ντρεσάρει να κάνει ότι θέλει. Ικανοποιεί τις σεξουαλικές ορέξεις του, με αντάλλαγμα την εξασφάλιση της διατροφής και της συντήρησης της δικής της και των παιδιών της». εκεί.

  2. Εγω στο superb το περναω με μικροϊνα και νερο και λαμπει μεσα!! Οταν παρω το 303 Aerospace θα το ντρεσαρω και θα ηρεμησω απο τη σκονη!!!!!

[...] Επειδη θελω να ντρεσαρω και εγω τα δικα μου..Στην αρχη με τι τα καθαρισες; Εβαλες καθολου apc; [...] Μηπως θελουν λιγο apc πριν μπει το dressing ωστε να κολλησει καλα;

(Από ιντερνετικό αραμπαδο-φόρουμ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καρα-ρετρό, εξαφανισθείσα πλέον σλανγκιά του 18ου-19ου αιώνα που σημαίνει τον φίλερι ανακατωσούρα που βάζει φιτιλιές, κυριολεκτικά την κουτάλα (χουλιάρα) που ανακατεύει τα σκατά.

Τόσο η σλανγκότητα, όσο και η σλανγκοσύνη της λέξης μας υποδεικνύονται από τον αποθησαυριστή της, Σκαρλάτο Βυζάντιο, ο οποίος μας πληροφορεί ότι τη λέξη την χρησιμοποιούσαν στην εποχή του οι αναγωγότεροι των χυδαίων, ταμάμ δηλαδή κάτι τύποι σαν κάποιους που λημματογραφούν σε μια ιστιοσελίδα που ξέρω...

Αναφορά στον ως άνω λεξικογράφο και στη λέξη βρήκα και εδώ (σχόλιο υπ' αριθμόν 208, για να μη μού κουράζεστε), αφού όμως είχα γράψει το λήμμα, οπότε είπα να μην πάει τζάμπα ο κόπος μου.

Α, και πού 'στε; Μην πει κανείς ότι το παρατραβάω, ότι πάω πολύ πίσω, ότι και καλά ξεφεύγω από τα (ποια;) χρονικά πλαίσια της αργκό για θα γίνουμε πρωκτός εδώ μέσα.

ΧΟΥΛΙΑΡΑ (ή άλλ. Κουτάλα) [...] μεταφορ. ο φιλοτάραχος άνθρωπος, τον οποίον οι αναγωγότεροι των χυδαίων και Σκατοχούλιαρον ονομάζουν.

ΣΚΑΡΛΑΤΟΥ Δ. ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ, Λεξικόν της καθ' ημάς Ελληνικής Διαλέκτου, μεθερμηνευμένης εις το Αρχαίον Ελληνικόν και το Γαλλικόν (1835).

(Πήγα να βάλω το λίνκι και το http μου έβγαζε ένα κατεβατό παπαριές, κάτι ΖΑΑ330%CE%B1% και τέτοια, οπότε αφού έδωσα κι εγώ την πρέπουσα απάντηση %$@#@#$ απλώς αντέγραψα το χωρίο. Έχουμε και δουλειές ξέρετε...).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο φρικαλέος οχετός εμετικών χυδαιοτήτων που ακολουθεί αλιεύθηκε σε αυτόματο τηλεφωνητή. Διαβάζετε με δική σας ευθύνη, καθώς είναι σαφές ότι ο αποστολέας του μηνύματος δεν παίρνει αιχμαλώτους, οι δε τραυματίες...... Από τα συμφραζόμενα πιθανολογείται βάσιμα ότι η μάλλον έντονη αυτή αντιπαράθεση προέκυψε λόγω μιας διαφιλονικούμενης θέσης στάθμευσης.

(Ζητώ συγγνώμη για την καταγραφή).

Ρε ξεφτιλισμένο μουνόπανο ρε γαμημένο αρχίδι ξεκωλιάρη σε μένα ρε πήγες να πουλήσεις μούρη γαμώ τον χριστό σου κάτι γαμιόλες σαν και τα μούτρα σου τις έχω για τον πούτσο μου ρε καριολόπουστα εμένα ρε θα μου πιάσεις τον κώλο ρε σκατίφλωρα γαμώ το μουνί που σε πέταγε ρε καραπούσταρε να πεις και στη γκαργιόλα σου να ρθει να την ξεκωλιάσω την παλιοχαμούρα και σένα ρε πούστη θα σου κάνω τον πάτο να χωράει τριαξονικό ρε μπινέ θα βλαστημήσεις την ώρα που βγήκες από το μουνί της τσιμπουκλούς της μάνας σου ρε πουτσογλείφτη που έχεις φραπεδιάσει όλο το Αιγάλεω ρε ξεσκισμένε που ανοίγεις την κωλοτρυπίδα που έχεις για στόμα και τρέχουνε τα φλόκια ποτάμι φέρε και τον μαλάκα τον ξάδερφό σου τον σφίχτη τον γαμιά σου να του πω κι αυτουνού για το μουνί της παναγίας του πισωγλέντη έτσι και ξαναφήσεις το μπρίκι σου κάτω απ' το δέντρο θα στο βάλω στο γκώλο ρε μουνί να πάρεις τη χαλαμαντάρα σου και να την παρκάρεις στη σούφρα της αδερφής σου της μπαζόλας ρε μαλακισμένο άντε τίναξε το γκώλο σου να πέσουν οι καπότες δεν έσκασα πενήντα χιλιάρικα για τη τζιπούρα για να χω το παπάρι σου να μου πιάνει τη σκιά θα σε γαμήσω με συρματόβουρτσα ρε μαλάκα σκατά να φας μωρή πουτσοκαθίστρα λούγκρα θα φέρω τα κολλητάρια μου από τη χρυσαυγή να σου το κάνουνε το μπουρδέλο σου ίσωμα και να σου δώσουνε το κωλάντερο στο χέρι άμα ξαναφήσεις σημείωμα στο μπαμπρίζ ή ξαναπλησιάσεις τ' αμάξι μου θα φας ψωλιά διαπλανητική ρε βρομόμουνο σκατοκουράδα κωλογαμημ (τέλος διαθέσιμου χρόνου ηχογράφησης).

(Καριολίκια είναι οι βρισιές).

  1. «Εχω κάνει και φυλακή, κύριε Παπαδάκη μου, και τέτοια καριολίκια δεν τα έχω ακούσει, τι λέτε τώρα...» Απαράδεκτος

  2. [...]ερχόταν και αντικανονικά ο παπάρας [...] Ενιωθα το μηχανάκι να γλυστράει...άφηνα τα φρένα για λίγο για να ξεμπλοκάρει ο τροχός...και το έσωσα...Μετά από τα καριολίκια που του έσουρα...Προσπάθησα να ηρεμήσω λίγο...και χαρβαλόστομος

  3. Μου ήρθε να αρχίσω τα καριολίκια αλλά δε θα βγαινε και τίποτα αλητάμπουρας.

Θεϊκοί Υπότιτλοι #1 ("Orange is the New Black") (από Galadriel, 05/07/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το τρέμουλο του τιμονιού αυτοκινήτου ή μηχανής που παρατηρείται σε ταχύτητες περίπου 100 χ.α.ω. και που οφείλεται συνήθως σε πλημμελή ευθυγράμμιση ή ζυγοστάθμιση των τροχών του οχημάτου.

Μην περιμένετε χαριτωμενιές και μαλακιούλες, ως άσχετος με το θέμα αγγαρεία κάνω, ποινήν εκτίω. Και καταγγέλω από αυτό εδώ το βήμα τους σύσσλανγκους που, ενώ το έχουνε με την αυτοκίνηση, κάνουνε την κορόιδα και αφήνουνε τον παππούλη να βγάλει το μπουλόνι από την μπουλονότρυπα. Αίσχος!!!

  1. Από τότε που έβαλα τα καινούργια λάστιχα όταν φρενάρω το τιμόνι τρέμει αρκετά. Ειδικά σε ταχύτητες 90 και άνω τότε σου προκαλεί ανησυχία. Σε μιά βόλτα στον λαστιχά μου, μου είπε ότι από τη στιγμή που τρέμει μόνο στο φρενάρισμα δεν φταίνε τα λάστιχα αλλά κάτι άλλο. Μπορεί και οι δισκόπλακες να έχουν στραβώσει μου είπαν [...]

Δες αρχικά αν τα λάστιχά σου έχουν φαγωθεί ποιό πολύ από τη μέσα πλευρά η από την έξω πράγμα που σημαίνει ότι δεν έγινε καλή ευθυγράμμιση ή όταν έχεις σταθερή ταχύτητα χωρίς να φρενάρεις σου «κοσκινίζει» το τιμόνι όταν το κρατάς πολύ ελαφρά (με το ένα δάκτυλο) αυτό σημαίνει ότι δεν έγινε καλή ζυγοστάθμιση. Αν όλα αυτά που είπα είναι εντάξει τότε πήγαινε ποιό πέρα δηλαδή για δισκόπλακες Στον ξάδερφό μου

  1. Είναι καθαρά θέμα ελαστικού ή ζυγοστάθμισης. Και στο δικό μου όταν άλλαξα λάστιχα και το πήγα για δοκιμή είχε κοσκίνισμα στο τιμόνι. Το πήγα πίσω και ήταν στραβό το λάστιχο [...] τον μάστορα

  2. Οταν φτιαχτηκαν τα ρουλεμαν του τιμονιου, και μετα απο δοκιμες του μπροστινου, παρατηρησα οτι αφηνοντας τα χερια απο τα 100 και κατω φτανοντας στα 20-15 αρχιζει να κοσκινιζει το τιμονι, και ακουμπωντας το ενα χερι αμεσως διορθωνει. Με τα δυο χερια δεν το καταλαβαινεις καθολου. Θελω μαλλον ακτινολογηση; επειγόντως

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία