Ρίχνω ένα μανίκι = μανικώνω = γαμάω.
Μανίκι = sleeve.
Σλιβώνω.

Σλίβωσες χτες τελικά;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία