αζνάρωτος. (Στα Λημνιά) Αζωνάρωτος, ο χωρίς ζώνη, αλλά και αυτός που βγήκαν τα πουκάμισά του απ’ το παντελόνι του, ο αμπλαούμπλας, ο κουζουλός, ο άγριος.

Και αξεζνάρωτος.

*Ήρτε αξεζνάρωτος για καυγά = Δηλ. με λυμένο το ζωνάρι για καυγά, έτοιμος.

*Αζνάρωτ’ και αβράκωτ’ = Δηλ. χωρίς προίκα.

*Αζνάρωτος Φακιώταρος = Αγροίκος τσοπάνης από την περιοχή Φακός.

*Αζνάρωτος Πορπόργιανος = Άγριος Πουρπουλιανός.

*Σαν αζνάρωτος γαμπρός = Καυλωμένος.

Ήρτε προυινιάτκα αζνάρωτος κι καυλωμένος για τζουμχούρ.

«Αζνάρωτ’ η βρακούδα σ’
στο μεγ’ντάν’ η μπεγλεμπούδα σ’
τα κδουνέλια πέρα δώθε
κι όσο σ’ερτ η γιόροξ μπώθε».

«Γαμπρός μας αξεζνάρωτος
και αξεβρακωτένιος
ο κώλος τ’ έναι μαλλιαρός
κι ο πούτσος του μπρουτζένιος».

(από Τσακ εις την μέσην, 05/07/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία